Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΨΗ
Ο Νίκος Ανδρουλάκης ξεκίνησε την κοινοβουλευτική του θητεία με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τον ίδιο και για το κόμμα του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί μια δεινή ήττα, μπαίνει σε μια περίοδο εσωκομματικών αντιπαραθέσεων και εσωστρέφειας και βέβαια έχει χάσει το πιο δυνατό επικοινωνιακό του όπλο, τον Αλέξη Τσίπρα.
Αν δεν μπορέσει τώρα το ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει την ηγετική του θέση στην κεντροαριστερά, τότε πότε;
Βέβαια όπως σε κάθε τι στη ζωή, υπάρχει και η αρνητική πλευρά: οι δικαιολογίες εξαντλούνται. Ο Νίκος Ανδρουλάκης θα κριθεί στο εξής από την ικανότητά του, μέσα σε αυτή την τετραετία, να επαναφέρει το ΠΑΣΟΚ σε τροχιά εξουσίας.
Δεν γνωρίζουμε ποιος (ή ποια) θα είναι ο επόμενος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, η μάχη μεταξύ των δύο κομμάτων ωστόσο, θα είναι σε μεγάλο βαθμό και μια προσωπική μάχη.
Κατ’ αρχάς για το ποιος από τους δύο ηγέτες θα θεωρηθεί περισσότερο κατάλληλος να ηγηθεί της αντιπολίτευσης και να αντιμετωπίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η κοινοβουλευτική παρουσία, ο πολιτικός λόγος που θα υιοθετήσουν, όπως και οι επικοινωνιακές ικανότητες που θα επιδείξουν θα είναι καθοριστικές.
Μέχρι σήμερα ο κ. Ανδρουλάκης δεν έχει καταφέρει να πείσει ότι έχει τα προσόντα που απαιτούνται. Είχε το ελαφρυντικό ότι βρισκόταν εκτός ελληνικής Βουλής. Η κοινοβουλευτική του παρουσία θα είναι το μεγάλο τεστ για τον ίδιο. Ίσως και η τελευταία ευκαιρία για να αποδείξει ότι δεν είναι απλώς ένα προϊόν των κομματικών μηχανισμών.
Δεν είναι το μόνο πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Μέσα στο ΠΑΣΟΚ διατυπώνεται η κριτική ότι προτιμά ένα μικρό κόμμα υπό τον απόλυτο έλεγχό του, από το άνοιγμα σε στελέχη που διατηρούν την αυτονομία τους. Είναι χαρακτηριστικός, λένε, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ιστορικά στελέχη, το ότι δηλαδή δεν έκανε καμία προσπάθεια να τα αξιοποιήσει πολιτικά. Αναφέρουν ενδεικτικά τον Γιάννη Μανιάτη, την Άννα Διαμαντοπούλου ή τον Βαγγέλη Βενιζέλο. Όλοι ανταποκρίθηκαν θετικά στην πρόσκλησή του στο συνέδριο, δεν δόθηκε ωστόσο καμία συνέχεια. Ακόμα και στην κοινοβουλευτική ομάδα διατυπώνονται κατηγορίες ότι πριμοδότησε πολιτικούς του φίλους με τρόπο που δεν ταιριάζει σε έναν αρχηγό που οφείλει να είναι ενωτικός. Έκανε επιλογές με κριτήριο εσωκομματικές σκοπιμότητες. Στον αντίποδα, θεωρείται θετικό ότι έχουν αναδειχθεί κάποια νέα στελέχη τα οποία θα δοκιμαστούν και αυτά στους νέους τους ρόλους.
Αλλά βέβαια το μεγάλο ζήτημα είναι να απαντήσει στο ερώτημα τι αντιπροσωπεύει το ΠΑΣΟΚ σήμερα.
Πριν από τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ είχε μπει σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό με το Σύριζα για το ποιο κόμμα είναι περισσότερο «αντιδεξιό». Ο κίνδυνος να συνεχιστεί ο ανταγωνισμός και μετεκλογικά, είναι υπαρκτός.
Εξίσου υπαρκτός είναι ο κίνδυνος η ενότητα της «δημοκρατικής παράταξης» να υποκαταστήσει την ανάγκη για σοβαρές πολιτικές αποφάσεις. Κατά έναν παράδοξο τρόπο ο αντιδεξιός ανταγωνισμός σπρώχνει το ένα κόμμα στην αγκαλιά του άλλου. Ήδη έχει πέσει η πρόταση για συνεργασία στον δήμο της Αθήνας, για να «φύγει ο Μπακογιάννης», ενώ κάποιοι προσβλέπουν σε ευρύτερες συνεργασίες στις δημοτικές. Πρόκειται για μια λύση ευκολίας που μπορεί να γίνει ελκυστική αν κανένα από τα δύο κόμματα δεν καταφέρει να γίνει ανταγωνιστικό προς τη Νέα Δημοκρατία. Θα είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για την διαιώνιση της κακοδαιμονίας της κεντροαριστεράς. Η ενότητα ως υποκατάστατο της ουσιαστικής ανανέωσης του πολιτικού λόγου.
Γιατί βέβαια αυτό είναι το ζητούμενο. Και σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, δεν έχει την παραμικρή ελπίδα όσο...
αφήνει στον Κυριάκο Μητσοτάκη το μονοπώλιο του ρεαλισμού και των μεταρρυθμίσεων, εκείνων των στοιχείων δηλαδή που του επιτρέπουν να κυριαρχεί στον χώρο του κέντρου.
Αυτό είναι, ανάμεσα σε άλλα πολλά, και το νόημα της αξιοποίησης των ιστορικών στελεχών του κόμματος. Ο Μητσοτάκης, επιστρατεύοντας συγκεκριμένα πρόσωπα από το ΠΑΣΟΚ τα οποία έχουν σαφές εκσυγχρονιστικό πολιτικό αποτύπωμα, δίνει υπόσταση στο προοδευτικό μεταρρυθμιστικό του αφήγημα.
Είναι κωμικοτραγικό να τον βοηθά σε αυτό το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας της «φοβικότητας» του αρχηγού του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου