Οποιος έχει παρακολουθήσει έστω και λίγο τη Λένα Κιτσοπούλου γνωρίζει ποιες είναι οι θεματικές που την ερεθίζουν: ο μικροαστισμός, η τραυματική και τραυματισμένη ελληνική οικογένεια, ο ανθρωπότυπος του «Ελληνάρα», η συμπλοκή κοινωνίας, πολιτικής και τέχνης, η οδύνη της υπαρξιακής ενδοσκόπησης είναι κάποιες εξ αυτών. Οποιος την έχει παρακολουθήσει δεν μπορεί παρά να γνωρίζει και τη μεθοδολογία της: η Κιτσοπούλου δεν είναι ακαδημαϊκά σχολιαστική ούτε συμπαθεί τις λεπταίσθητες θεατρικές προσεγγίσεις· αντιθέτως, ό,τι θεωρεί άξιο παρατήρησης το φοράει κατάσαρκα και μας το παρουσιάζει βιωματικά. Για να αναδείξει το πρόβλημα, η Κιτσοπούλου γίνεται το πρόβλημα· ενδύεται την υπερβολή του και με αυτήν επιτίθεται στον θεατή.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα κιτσοπούλεια θεάματα δεν είναι για όλους· απαιτούν προσήλωση, δυνατότητα ανάγνωσης σε πολλαπλά επίπεδα και εξαιρετική αντοχή στην ασχήμια και την αντιποιητικότητα (οπτική, γλωσσική, ηχητική).
Η Κιτσοπούλου δοκιμάζει με σκληρότητα ακόμη και το κοινό που την ακολουθεί πιστά. Μερικές φορές, είναι δύσκολο να διακρίνεις το θηρίο από τον θηριοδαμαστή, όσο εξοικειωμένος κι αν είσαι με την τάση της Κιτσοπούλου να αναπαριστά το κακό ρεαλιστικά, αντί να το εξωραΐζει ή να το δείχνει με το δάχτυλο.
Οποιος ταράχτηκε με τους αμφιλεγόμενους «Σφήκες» ίσως δεν γνώριζε τι πήγαινε να δει· σ’ αυτήν την περίπτωση, ίσως έπρεπε να έχει κάνει την έρευνά του.
Η σκέψη, ωστόσο, ότι οι απογοητευμένοι από το έργο της Κιτσοπούλου είναι πολέμιοι της ίδιας της Κιτσοπούλου, καθώς και ότι είναι όλοι τους συντηρητικοί και απαίδευτοι, είναι παράλογα απλοϊκή· εξυπηρετεί μάλλον τον αυτάρεσκο δογματισμό της καλλιτέχνιδος και τον τυφλό φανατισμό των θαυμαστών που πίνουν νερό στον «φασεϊσμό» του ονόματός της, παρά την αλήθεια.
Μία καλλιτέχνις που οφείλει την επιτυχία της στον αιρετικό τρόπο με τον οποίο διαβάζει την κοινωνία θα έπρεπε να είναι σε θέση να διαβάζει με μεγαλύτερη ευελιξία και ειλικρίνεια τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί, τον καλλιτεχνικό κίνδυνο που διέτρεχε εξ αρχής, η Κιτσοπούλου θα έπρεπε να τον είχε μυριστεί· θα έπρεπε να είχε υποψιαστεί ότι ως καλλιτέχνις που οικειοποιείται το αντικείμενο της καταγγελίας και της κριτικής της, υπάρχει περίπτωση να μολυνθεί από αυτό.
Η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι ήρθαν τα πράγματα: έχοντας περάσει χρόνια και χρόνια μέσα στη γκροτέσκα θεατρική φόρμα του ουρλιαχτού, της υβριστικής προκλητικότητας και του σοκ για το σοκ, η Κιτσοπούλου έχασε τη θεωρητική φωνή της μέσα στην πυκνότητα της πρακτικής της. Το μέσο καβάλησε τον σκοπό: ωραία η σκηνική υστερία, καλή η χολερική αναδίφηση της λάιτ επικαιρότητας, θεμιτή και η μομφή στην πολιτική ορθότητα· ποια η χρησιμότητά τους, όμως; Η «αιρετικότητα» από μόνη της δεν λέει κάτι· αν δεν οδηγεί σε ένα υπέρτερο πεδίο, είναι απλώς μία φλύαρη πόζα.
Για την εξέλιξη της Κιτσοπούλου, όμως, δεν ευθύνεται μόνο η Κιτσοπούλου. Ευθύνονται και οι πολιτιστικοί οργανισμοί που, μαζί με την ηθική και οικονομική ενίσχυση, της έδωσαν την αλαζονική ψευδαίσθηση ότι τάχα «χάκαρε» το σύστημα, ενώ στην πραγματικότητα το σύστημα χάκαρε την καλλιτέχνιδα.
Μέσα στην ακόρεστη δίψα τους για χίπστερ προϊόντα, οι ακκιζόμενοι παράγοντες του πολιτισμού ουσιαστικά υιοθέτησαν τη Λένα Κιτσοπούλου και της έδωσαν την ασφάλεια εκείνη που κανένας καλλιτέχνης δεν πρέπει να απολαμβάνει για πολύ, γιατί τον ακινητοποιεί, τον παροπλίζει και του φουσκώνει τα μυαλά με την τρόμπα του ναρκισσισμού, αποδυναμώνοντας παράλληλα το έργο του.
Αιχμή που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά είναι αιχμή μόνο στα χαρτιά· στην ουσία είναι μία συντηρητική τελετουργία.
Καλλιτέχνης που πιστεύει στο προσωπικό του αλάθητο, αρνούμενος να αυτοαμφισβητηθεί και να επανεφευρεθεί δεν είναι αιρετικός, αλλά...
συμβιβασμένος.
Κακώς έσπευσαν να καταγγείλουν το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου για την επιλογή του, όσοι δυσαρεστήθηκαν με τους «Σφήκες».
Ακόμη και οι κακές θεατρικές εμπειρίες είναι επιμορφωτικές για τους θεατές· δεν ισχύει το ίδιο για τους δημιουργούς που ερωτεύονται τον εαυτό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου