"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΝΕΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Αθήνα, πώς είσαι έτσι;

Του  Άρη Αλεξανδρή

Η εύλογη κουβέντα για το «πόσο άσχημο έχει γίνει το κέντρο της Αθήνας φέτος» εμπεριέχει μια παραπλανητική υπόνοια: ότι το κέντρο της Αθήνας ήταν ομορφότερο προηγουμένως κι ότι τώρα βλέπει ξαφνικά το έκπαγλο κάλλος του να διαρρηγνύεται από ένα απροσδόκητο συμβάν.  

Οποιος ζει ή έχει ζήσει πολύ καιρό στην πόλη, όμως, ξέρει ότι η πραγματικότητα είναι άλλη: η τριτοκοσμική εικόνα της Αθήνας δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Τα καχεκτικά, σπασμένα πεζοδρόμια, τα ασυντήρητα κτίρια, οι ελεεινές προσόψεις, οι αφρόντιστοι δημόσιοι χώροι, οι βανδαλισμοί, οι φρικαλέες επιγραφές καταστημάτων, το νοσηρό δίπολο ερήμωσης – συμφόρησης και οι αμέτρητες παρανομίες ιδιωτών και κράτους έχουν σφυρηλατήσει ένα αστικό τοπίο, η διαχρονικότητα του οποίου υπερβαίνει τις συγκυρίες. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς στην κριτική του επίκαιρου, λοιπόν, πρέπει να είμαστε ακριβείς και στην αποτίμηση της μεγάλης εικόνας: η Αθήνα είναι εξαιρετικά άσχημη και δυσλειτουργική σήμερα, όπως ήταν και χθες, πέρυσι ή πριν από δέκα χρόνια.

Η δυσανεξία των Αθηναίων στα εργοτάξια, στα οποία πολλοί αποδίδουν την αφόρητη κατάσταση που επικρατεί στο κέντρο, έχει ένα αδικαιολόγητο και ένα δικαιολογημένο σκέλος. Ως προς το πρώτο, οφείλουμε να έχουμε υπ’ όψιν ότι τα εργοτάξια δεν είναι απαραίτητα μόνο για τις μεγαλόπνοες αναπλάσεις (τις οποίες τείνουμε να χλευάζουμε), αλλά και για τις πιο στοιχειώδεις ενέργειες συντήρησης. Σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, τα πεζοδρόμια και οι δρόμοι δεν θεωρούνται σάρκες του άστεως, αλλά ρούχα του· αλλάζουν, παραμετροποιούνται, αναβαθμίζονται συχνά, προκειμένου να παραμένουν τεχνικώς άρτια και καλαίσθητα· προκειμένου να μη μοιάζουν με τα αθηναϊκά, δηλαδή. Η ύπαρξη ενός ή περισσότερων εργοταξίων, λοιπόν, δεν είναι εγγενώς κακή – είναι διαδικαστικό μέρος της επιβίωσης μιας πόλης. Κακή είναι όμως η αυθαίρετη, άναρχη και μη προγραμματισμένη εμφάνιση εργοταξίων· κακό είναι να μη γνωρίζουν οι πολίτες ούτε το πότε, ούτε το για πόσο, ούτε το για ποιο σκοπό.  

Οι μικρές και οι μεγάλες αλλαγές στην πόλη πρέπει να γίνονται χωρίς τον φόβο των δόλιων αντιδραστικών κραυγών (βλ. πάρκο Δρακοπούλου), αλλά με σεβασμό στην καθημερινότητα εκείνων που θα υποστούν τις μπουλντόζες, τα τρυπάνια, τις λάσπες, τις δυσχέρειες στη μετακίνηση και τις οπτικές οχλήσεις, μέχρι το εκάστοτε έργο να περατωθεί.

Η ολοκλήρωση ενός έργου σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, πάντως, δεν νοείται να αποτελεί θεωρητικό σχήμα. Χωρίς εικόνα του αποτελέσματος, γνώση του χρονοδιαγράμματος και κατανόηση της χρησιμότητάς του, οι πολίτες δεν έχουν λόγο να αναμείνουν το έργο αδιαμαρτύρητα, ούτε να το υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες. 

Η αστοχία του «Μεγάλου Περιπάτου» έγκειται κυρίως σε αυτό: αν υπήρχε όραμα –όχι με τη ρομαντική, αφηρημένη έννοια του οράματος, αλλά με την τεχνοκρατική, εκείνη που εξηγείται με λόγια, εικόνες και αριθμούς–, αυτό δεν έφτασε ποτέ στους Αθηναίους. Επιπλέον, μετά την αρχική γκρίνια, ο «Μεγάλος Περίπατος» αναδιπλώθηκε εξίσου ανεξήγητα και έπειτα πελαγοδρόμησε σαν να γινόταν πλέον με μισή καρδιά (ή με μισά λεφτά), με αποτέλεσμα να δικαιώσει όσους τον κατέκριναν και να χάσει τους λίγους που τον είδαν με καλό μάτι.  

Τα καλοκαιρινά εργοτάξια στην Πανεπιστημίου, στη Βουκουρεστίου, στην Κοραή και αλλού δεν είναι προβληματικά ούτε ως καλοκαιρινά ούτε ως εργοτάξια, αλλά ως ενέργειες που μοιάζουν να βρίσκονται στον αέρα.

Ακόμη όμως κι αν οι αναπλάσεις πετύχουν· ακόμη κι αν αποφύγουν τον σκόπελο της κακοτεχνίας (μια περιήγηση στο κάτω τμήμα της πλατείας Συντάγματος ή στην πλατεία Ομόνοιας είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο δύσκολο είναι να παραδοθεί ένα έργο χωρίς τα συνήθη εργολαβικά σφάλματα – βλ. πλημμελώς τοποθετημένα συστήματα φωτισμού, φθαρμένες πλάκες κ.ά.), η αξία ενός έργου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία και την ετοιμότητα των αποδεκτών του να το μεταχειριστούν καταλλήλως.  

Το κυνικό επιχείρημα εδώ έχει κάποια βάση: Τι νόημα έχουν οι μαρμάρινοι πάγκοι αν είναι να θραυσθούν λίγο αργότερα; 

Ποια είναι η προοπτική των παρτεριών που θα γεμίσουν σκουπίδια (ο δήμος δεν μπορεί να καθαρίζει πέντε φορές την ημέρα) και ποια η χρησιμότητα των καινούργιων πεζοδρομίων που θα καβαληθούν από μηχανές και αυτοκίνητα με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν/σπάσουν σχεδόν αμέσως;

Είναι χαριτωμένο το άγχος των εύθικτων Αθηναίων μήπως η άσχημη όψη της πόλης απωθήσει τους τουρίστες. Τα κεφαλαιώδη μας προβλήματα μας αφορούν μόνο σε σχέση με τους άλλους, αλλά, ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο...

 

 δεν κάνουμε πολλά για να τα θεραπεύσουμε

Ας μην ανησυχούν όμως όσοι κόπτονται για τον τουρισμό· αν οι τουρίστες μας ήθελαν ευρωπαϊκό αέρα θα πήγαιναν στη Βιέννη, στο Αμστερνταμ και στην Κοπεγχάγη. Σε εμάς έρχονται ακριβώς για τον εξωτισμό της υπανάπτυξής μας· για να έχουν να διηγούνται ιστορίες αθηναϊκής παραφροσύνης στους φίλους τους τον χειμώνα. 

Το θέμα, βέβαια, είναι τι ιστορίες θέλουμε να διηγούμαστε όσοι δεν επιστρέφουμε σε ασφαλείς εστίες ευταξίας μετά τις διακοπές μας· τι ζωές θέλουμε να ζούμε όσοι ήμασταν εδώ πριν και παραμένουμε και μετά τα έργα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: