ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ...
Πριν από μερικές εβδομάδες είχα γράψει για ένα βιβλίο που κατέγραφε μια ανησυχητική τάση: την σταδιακή επιβράδυνση της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου σε διάφορα πεδία. Το βιβλίο “Human Frontiers” του βρετανού Μάρτιν Μπάσκαρ τεκμηριώνει αυτή την επιβράδυνση με πάρα πολλά και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, αλλά σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας πηγαίνει τη σκέψη του ακόμα παραπέρα: λέει ότι αυτή η επιβράδυνση δεν εμφανίζεται μόνο στους τομείς της τεχνολογίας και της επιστήμης, αλλά και ευρύτερα, και στους τομείς των ιδεών και της τέχνης. Λιγότερες σημαντικές και καινοτόμες ιδέες παράγονται σήμερα στους τομείς της φιλοσοφίας, της οικονομίας ή της πολιτικής από ό,τι παλαιότερα, λέει, ενώ η τέχνη παράγει ολοένα και περισσότερες αντιγραφές παλαιότερων μοντέλων και ρευμάτων και λιγότερα ολότελα φρέσκα πράγματα. Είναι μια άποψη πιο αμφιλεγόμενη και λιγότερο καλά τεκμηριωμένη από την επιβράδυνση της τεχνολογίας, αλλά έχει ένα ενδιαφέρον και ενδέχεται να μην είναι εντελώς άστοχη.
Μέχρι την περασμένη εβδομάδα στο νούμερο ένα του παγκόσμιου Τοπ-200 του Billboard ήταν το τραγούδι “Running up that Hill” της Κέιτ Μπους, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1985 και το οποίο ξαναήρθε στην επικαιρότητα επειδή ακούγεται σε μια κρίσιμη σκηνή της 4ης σεζόν της σειράς Stranger Things του Netflix. Τις προάλλες έγιναν trending topic στο ελληνικό Twitter οι Rotting Christ, ένα ελληνικό χέβι μέταλ συγκρότημα που ιδρύθηκε το 1987, επειδή έπαιξε σε μια πολύ πετυχημένη συναυλία στην Αθήνα μαζί με τους Manowar (ένα αμερικανικό χέβι μέταλ συγκρότημα που ιδρύθηκε το 1980). Τέτοιες αναβιώσεις παλαιότερων ακουσμάτων δεν είναι σπάνιο φαινόμενο -εγώ, που πήγαινα στο δημοτικό σχολείο τη δεκαετία του 1980, θυμάμαι τουλάχιστον τρεις νοσταλγικές αναβιώσεις της μουσικής και της αισθητικής των “80s” μέχρι σήμερα. Αλλά από ό,τι φαίνεται αυτές οι αναβιώσεις, πέρα από το ρομαντικό του πράγματος, υπογραμμίζουν και μια αντικειμενική αλήθεια: ο κόσμος ακούει ολοένα και περισσότερο “παλιά” μουσική.
Σύμφωνα με μια έρευνα, πλέον μόνο το 30% της αγοράς μουσικής στις ΗΠΑ αντιστοιχεί σε “νέα” μουσική (δηλαδή τραγούδια και δίσκους που πρωτοκυκλοφόρησαν τους τελευταίους 18 μήνες). Το υπόλοιπο 70% είναι παλαιότερη μουσική και -το σημαντικότερο- αυτό είναι ένα ποσοστό που ολοένα αυξάνεται.
Σήμερα γράφεται περισσότερη μουσική από ποτέ στην παγκόσμια ιστορία (πάνω από 40.000 καινούργια τραγούδια προστίθενται στο Spotify κάθε μέρα), από περισσότερους μουσικούς από ποτέ, καθώς η διαδικασία της παραγωγής νέας μουσικής έχει εκδημοκρατιστεί (οποιοσδήποτε μπορεί να φτιάξει μουσική και να τη μοιραστεί με τον κόσμο από το δωμάτιό του) και ο κόσμος έχει περισσότερες ευκαιρίες και προσλαμβάνουσες για να βρίσκει καινούργια ακούσματα. Παρ’ όλα αυτά, ολοένα και περισσότεροι ακούνε περισσότερη παλιά μουσική, ενώ σύμφωνα με πολλούς, η συντριπτική πλειοψηφία της μουσικής σήμερα είναι απλές παραλλαγές προηγούμενων ειδών και όχι εντελώς νέα ακούσματα. Το πρώτο από αυτά είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά το δεύτερο ομολογουμένως χωράει συζήτηση και πολλοί εύλογα θα διαφωνήσουν. Αλλά ο Μπάσκαρ χρησιμοποιεί αυτή την ενδιαφέρουσα σκέψη για το τεκμηριώσει:
Η μουσική του 1980, λέει θα ήταν αδιανόητη το 1960. Σκεφτείτε το αυτό. Αν ένας μουσικόφιλος της δεκαετίας του ’60 άκουγε ξαφνικά Πρινς ή Μαντόνα δεν θα καταλάβαινε τι συμβαίνει, οι ήχοι αυτοί θα ήταν εντελώς καινούργιοι. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες 20ετίες του προηγούμενου αιώνα: η μουσική του 1960 ήταν αδιανόητη το 1940. Αν ένας μουσικόφιλος της δεκαετίας του ’80 άκουγε ξαφνικά Έμινεμ ή Μπιγιόνσε, επίσης δεν θα αναγνώριζε πολλά πράγματα. Αλλά κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η μουσική που παράγεται τις τελευταίες δεκαετίες δεν αλλάζει δραματικά -η μουσική του 2020 είναι πολύ παρόμοια με τη μουσική του 2000.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κινηματογράφο: Από το 1980 μέχρι το 2000 οι 305 από τα 400 ταινίες με τις περισσότερες εισπράξεις ήταν πρωτότυπες ιστορίες (όχι συνέχειες προηγούμενων ταινιών κλπ). Από το 2000 μέχρι το 2020, μόνο τα 189 ήταν πρωτότυπες ιστορίες.
Σε άλλες μορφές τέχνης η κατάσταση είναι ομολογουμένως διαφορετική (ο Μπάσκαρ δεν επεκτείνεται στο θέατρο, στις παραστατικές τέχνες ή σε άλλες μορφές τέχνης που ακμάζουν κλπ) αλλά από αυτά φαίνεται ότι ζούμε σε μια εποχή στην οποία μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι ολοένα και περισσότερο αντιγραφή ή διασκευή προηγούμενων δημιουργιών, ιδεών και τάσεων και, παρ’ όλο που περισσότεροι καλλιτέχνες δραστηριοποιούνται σήμερα από οποτεδήποτε άλλοτε, παράγονται λιγότερες εντελώς νέες τάσεις και φόρμες από άλλοτε.
Στον τομέα των ιδεών το φαινόμενο είναι παρόμοιο. “Σήμερα ζουν πολύ περισσότεροι φιλόσοφοι από ό,τι παλιά”, γράφει ο Μπάσκαρ, “μπορούμε όμως με ασφάλεια να πούμε ότι κανείς τους δεν πρόκειται να επηρεάσει την ανθρώπινη σκέψη όσο ο Πλάτων”.
Στον τομέα της οικονομίας, λειτουργούμε ακόμα ακολουθώντας ιδέες και μοντέλα που διατυπώθηκαν το 19ο ή στις αρχές του 20ου αιώνα -και μάλιστα σε μια εποχή που οι προκλήσεις είναι τόσο μεγάλες και τα προβλήματα τόσο επείγοντα και κρίσιμα που η ανάγκη για νέες “μεγάλες” ιδέες είναι τεράστια.
Αλλά και στην πολιτική βλέπουμε την ανακύκλωση ιδεολογιών που γεννήθηκαν σε προηγούμενους αιώνες και σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες -τις παρακολουθούμε να κυριαρχούν σαν ζόμπι στα πολιτικά συστήματα και τον πολιτικό διάλογο, κραυγαλέα παρωχημένες, αλλά χωρίς κάτι νέο, πειστικά έτοιμο να τις αντικαταστήσει.
Το πρόβλημα, λέει ο Μπάσκαρ, δεν έχει να κάνει τόσο με την ποσότητα ή την ποιότητα των ανθρώπων, αλλά...
με το μέγεθος των προβλημάτων και με τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αυτοί δουλεύουν. Οι διανοούμενοι σήμερα, λέει, είναι πλέον εξαιρετικά εξειδικευμένοι και επικοινωνούν κυρίως μεταξύ τους. Το να διατυπώσουν μια νέα ιδέα και να την υποστηρίξουν δημόσια είναι κάτι που συμβαίνει όλο και πιο σπάνια -οι περισσότεροι επαναπακετάρουν προϋπάρχουσες ιδέες σε “πακέτα” που χωράνε σε ένα TED Talk. Πολιτικές ιδέες των περασμένων αιώνων αναμασούνται -συχνά με το λεξιλόγιο των περασμένων αιώνων και στην αιχμή του πολιτικού διαλόγου εισάγονται μόνο μικροαλλαγές και όχι “μεγάλες” ιδέες για εντελώς νέες πολιτικές στάσεις.
Όπως ισχύει και με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, έτσι και στο επίπεδο των ιδεών ο Μπάσκαρ υπενθυμίζει ότι η αέναη, επιταχυνόμενη ανάπτυξη δεν ήταν κάτι το δεδομένο στην ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι όλες ιδέες είχαν ήδη διατυπωθεί από θρησκευτικές ή επιστημονικές αυθεντίες της αρχαιότητας. Αυτό άλλαξε μόλις το 16ο και 17ο αιώνα, όταν έγινε αποδεκτό -και σιγά σιγά και επιθυμητό- να διατυπώνονται νέες ιδέες, ειδικά σε κοινωνίες όπως η βρετανική ή η ολλανδική. Σταδιακά αυτό επεκτάθηκε σε όλες τις κοινωνίες, και φτάσαμε στην κορύφωση του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (στην περίπτωση της τέχνης υπήρξαν περισσότερες κορυφώσεις σε διαφορετικές περιόδους) -αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή θα ήταν εξορισμού μια διαδικασία που θα κρατούσε για πάντα.
Αν ισχύει η υπόθεση του Μπάσκαρ, τότε έχουμε ήδη μπει σε έναν “δημιουργικό χειμώνα”, σε ένα τέλμα στη γέννηση ιδεών για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, για το πώς σκεφτόμαστε και για το πώς εκφραζόμαστε δημιουργικά, μολονότι σήμερα ζουν περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ, σε καλύτερες συνθήκες και με περισσότερα εργαλεία έκφρασης και επικοινωνίας.
Εγώ εύχομαι να μην ισχύει -ή, έστω, στο μέλλον η υπόθεση αυτή να διαψευστεί. Γιατί αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι ως είδος να παρακολουθήσουμε την αργή αυτοκαταστροφή μας διαπληκτιζόμενοι για τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, παρακολουθώντας ταινίες διασκευασμένες από κόμικ και ακούγοντας μουσική του ’80 ενώ ο κόσμος καίγεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου