Του Άρη Αλεξανδρή
Το θύμα της τελευταίας γυναικοκτονίας στο Μενίδι δεν είχε διστάσει: από το 2013 έκανε τρεις καταγγελίες στην αστυνομία εις βάρος του συντρόφου του.
Οι Αρχές είχαν ανταποκριθεί, γνώριζαν τον δράστη, τον είχαν συλλάβει. Μετά την τελευταία καταγγελία, μάλιστα, στις αρχές του μήνα, φαίνεται πως είχαν επιστρατευτεί και τα μοντέρνα εργαλεία προστασίας ευάλωτων γυναικών, που έχουν φτιαχτεί για να αντισταθμίζουν τους ελιγμούς των κακοποιητών στα επιεική μονοπάτια του νομικού συστήματος: η 40χρονη εγκατέστησε το Panic Button, πήρε τον σχετικό κωδικό για τη λειτουργία του, ενημερώθηκε για τις υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης που παρέχει η πολιτεία, καθώς και για τη δυνατότητα μεταφοράς της σε δομή φιλοξενίας μακριά από τον κακοποιητή. Λέγεται ότι αρνήθηκε την τελευταία.
Εντέλει, ο μηχανισμός κινητοποίησης αποδείχθηκε ανεπαρκής: η γυναίκα βρέθηκε μαχαιρωμένη μες στη μέση του δρόμου.
Τι έφταιξε τώρα;
Αφού, έστω και με πιθανές πλημμέλειες, η βοήθεια προσφέρθηκε, γιατί κατέληξε νεκρή μία γυναίκα ακόμα;
Αυτό είναι ένα μάθημα που θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει χωρίς τον θάνατο ενός αθώου: δεν αρκεί να προσφέρεται η προστασία· για την ακρίβεια, η προσφορά από μόνη της δεν εγγυάται τίποτα. Πρέπει εκείνος που έχει ανάγκη την προστασία να ξέρει πώς, πότε και γιατί τη χρειάζεται. Πρέπει να είναι σε θέση να τη δεχτεί χωρίς περαιτέρω σκέψη.
Η ωμή αλήθεια
Μια γυναίκα που ζητάει βοήθεια δεν το κάνει απαραίτητα επειδή κατέληξε σε αυτή την απόφαση ώριμα και ψύχραιμα, έχοντας υπολογίσει όλες τις παραμέτρους του κινδύνου που διατρέχει. Μπορεί να το κάνει επειδή φοβάται· επειδή, τη στιγμή που ζητάει βοήθεια, δεν ξέρει τι άλλο να κάνει. Κατά τ’ άλλα, ενδέχεται να βρίσκεται ακόμη σε καθεστώς άγνοιας, πλάνης ή άρνησης σχετικά με τη σχέση της με τον κακοποιητή της· ενδέχεται να πιστεύει ότι ο κίνδυνος είναι πρόσκαιρος, ότι η απειλή θα ξεθυμάνει και ότι τα πράγματα δεν είναι όσο δραματικά δείχνουν.
Η 40χρονη στο Μενίδι βρισκόταν σε διάσταση με τον σύντροφό της, αλλά οι επαφές τους δεν δείχνει να είχαν διακοπεί από την πρώτη της καταγγελία πριν από δέκα και πλέον χρόνια.
Δουλειά του κράτους, λοιπόν, δεν είναι μόνο να παράσχει την τυπική βοήθεια που οφείλει, λες και προσφέρει καραμέλες από συμβατική ευγένεια. Το κράτος οφείλει να είναι σοφότερο από τον πολίτη και αεικίνητο· να εξηγήσει στη γυναίκα που κακοποιείται ότι το μέτρο της κακοποίησης είναι αστάθμητο: το μελανιασμένο μάτι μπορεί εύκολα να γίνει σπασμένο κεφάλι, η κλωτσιά μπορεί να γίνει μαχαιριά και το χαστούκι, σφαίρα. Τα Panic Buttons και οι σχετικές υπηρεσίες δεν έχουν κανένα νόημα εάν το θύμα δεν ακούσει από υπεύθυνα χείλη την άβολη αλήθεια: Θα σε σκοτώσει. Δέξου κάθε βοήθεια που μπορείς να λάβεις, γιατί θα σε σκοτώσει. Σήμερα, αύριο, σε δέκα χρόνια από τώρα.
Το λίγο που μετράει πολύ
Την επομένη της δολοφονίας, ο δράστης θα δικαζόταν για την τελευταία καταγγελία που εκκρεμούσε εις βάρος του.
Θεωρητικά, θα μπορούσε να κρατείται· ουσιαστικά, έπρεπε να κρατείται.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι, ακόμη κι αν κρατείτο, κάποια στιγμή θα έβγαινε. Αν ήθελε να σκοτώσει, την ευκαιρία θα την έβρισκε αργά ή γρήγορα.
Δίκιο έχουν. Οι Αρχές, όμως, όφειλαν να έχουν κάνει από την πλευρά τους ό,τι μπορούσαν για να τον περιορίσουν προσωρινά, προβλέποντας το αυτονόητο: η επικινδυνότητα ενός εκ των πραγμάτων επικίνδυνου άνδρα βρίσκεται μάλλον σε έξαρση τη στιγμή που η εν διαστάσει σύζυγός του τον καταγγέλλει. Οι πιθανότητες να θέλει να την εκδικηθεί και να την τιμωρήσει που τόλμησε να αντισταθεί στη βία του είναι αυξημένες την περίοδο που η εγκληματική συμπεριφορά του γνωστοποιείται και αρχίζει να παράγει δυσάρεστα αποτελέσματα για τον ίδιο.
Η προληπτική στέρηση της ελευθερίας του δράστη θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο για λίγο· αυτό το λίγο, όμως…
ίσως αποδεικνυόταν αρκετό για να μείνει το θύμα ζωντανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου