"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ρεαλιστικά Χριστουγεννιάτικα κάλαντα ετους 2011

Toυ ΠΑΥΛΟΥ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ

Καλήν εσπέραν άνθρωποι και δίχως ορισμό σας
κάλαντα «ρεαλιστικά», λέμε στο φτωχικό σας.
Και βλέπετε… «για άρχοντες…» καθόλου δεν μιλάμε
γιατί, αυτοί μας κάνανε κι όλο παραμιλάμε…

Μα και γιατί οι άρχοντες έχουνε πάρει τέλος
απ’ τη στιγμή που πέθανε ο Μέγας Βενιζέλος!
Και μόνο κατ’ ευφημισμό, «άρχοντες» εννοούμε
εκείνους που ψηφίζουμε για να μας κυβερνούνε.

Που όμως είν’ ηλίθιοι και πάντα κάνουν λάθος
και το υπερασπίζονται με πείσμα και με πάθος
μέχρι που τους διορθωτές να τους αλληλοΐσουν
και όλους τους υπόλοιπους να μας καταποντίσουν.

Κι «ο πρώτος… υπο-άρχοντας…», πρόσφατα, πανηγύρι
στη χώρα διοργάνωσε, «την Κρίση» για να δείρει,
μα και το οικονομικό για να εξασφαλίσει
γιατί του ’βάζαν τις φωνές, σ’ Ανατολή και Δύση.

Παίζανε πιάνο δυο κουλοί με δυο ζαγλούς αντάμα
και εχορεύαν δυο κουτσοί με στραβοκάνα ντάμα.
Ετραγουδούσαν δυο τραυλοί και δεκαπέντε φάλτσοι
και αβαντάραν το ρεφραίν σαραντα παπαράτσι.

Ένας στραβός εδιάβαζε του αρχηγού τσ’ απόψεις,
ένας βουβός εμίλαγε για όλες τις κατόψεις,…
κουφός εμεταβίβαζε τα λόγια «στον αφέντη»,
κι ήταν ένα υπέροχο και ζηλεμένο γλέντι!

Κι όταν τον λόγο έλαβε «ο μέγας ο Βεζύρης»,
δεν ήξερε τι έλεγε ο… μαυροκακομοίρης…
κι είπε πως «όλα στου Θεού τ’ αφήνει την φροντίδα
και δεν χρειάζεται καμιά, για τίποτα! αιγίδα…»

Κι αφού λοιπόν τα ψάλλαμε στο θέμα της πατρίδας
ας ψάλλουμε τα κάλαντα της φοροκαταιγίδας
που συμφωνούμε όλοι μας πως ήρθε σαν χολέρα
και με αυτήν δεν πρόκειται να δούμε … «άσπρη μέρα..».

Αφού φορολογήσανε, ακόμα και τους τάφους,
φορολογήσαν και την μια «τη σπιθαμή εδάφους…».
Μετά σκεφτήκαν πως λεφτά κι απ’ τα βρακιά θα πιάσουν…
κι ένας… που ’χε ένα… το ’δωσε, πριν του το κατεβάσουν…

Ύστερα εσκεφτήκανε, «το κράτος για να σώσουν,
πως πρέπει οι μη έχοντες, στους έχοντας να δώσουν
γιατί οι πλούσιοι δεν μπορούν να ζούνε πεινασμένοι,
ενώ στην πείνα οι φτωχοί, είναι… προπονημένοι».

Μετά, τις γλύκες πιάσανε, στ’ άνομα ζευγαράκια,
που τις απολαμβάνανε στων πάρκων τα παγκάκια
και τις φορολογήσανε με τα μικροτσιπάκια
που τους περάσαν βάναυσα , σε χέρια και χειλάκια…

Και τέλος, του Σεξόμετρου μας βάλαν την οθόνη
στα σπίτια μας, με μετρητή απού στο ΣΕΞ δαγκώνει
κι αρκεί μια προθέρμανση… να μας χρεοκοπήσει…
και πάει και η ύστατη χαρά, που ’χαν αφήσει!

Από τα μέτρα φεύγουμε, πάμε στον Καλλικράτη
που κάποιοι τον αποκαλούν (δικαίως) ακροβάτη,
οι ειδικοί τον θεωρούν σαν ένα υπνοβάτη
και όλοι οι υπόλοιποι, τον λέν’… αεροβάτη…

Με το που τον εφτιάξανε, εχάσανε την μπάλα
και γίναν τα οράματα… προβλήματα μεγάλα!
Μπερδέψανε τα μπούτια τους, μπερδέψανε τους ρόλους
και δίνουν την εντύπωση, παιδιών που παίζουν βώλους.

Κι επικρατεί η σύγχυση, η άγνοια και η φούρια,
και κάθε μέρα γίνονται πιο ζόρικα τ’ αγγούρια…
γιατί λεφτά δεν έχουμε κι ότι και να μας γράφουν,
με τις πορδές δεν γίνεται… κόκκινα αυγά να βάφουν…

Ας πάμε τώρα στους μισθούς τους ταλαιπωρημένους
που θα τους πούμε άφοβα… χιλιοπετσοκομμένους,
να πούμε πως φροντίσανε για το χατίρι τρίτων
να ’ξαφανίσουν τον μισθό τον δέκατο τον τρίτον.

Γιατί, λέει, γρουσούζικια ήτανε η σειρά του
και για καλό μας, κάνανε, πρώτη την εκδορά του.
Κι έτσι ο φίλος ο καλός, «το Δώρο Χριστουγέννων!»
έπαψε να αποτελεί… «Ανάσα πνιγομένων…».

Μετά κατακρεούργησαν την δόλια κατοικία,
που είναι η πιο άδικη στον κόσμο αδικία
κι όσοι βρεθήκαν στη ζωή με ένα … κεραμίδι
φάγανε φορολογικό… μεγάλο… παλαμίδι…

Κι εξαίρεση δεν κάνανε ούτε εις τους απόρους
γιατί πιστεύαν πως αυτοί, άδηλους έχουν πόρους
Και σ’ όσους δεν πληρώσανε τους κόψανε τα φώτα
κι όταν διαμαρτύρονταν, κεριά βάλαν στα ώτα…

Φεύγω απ’ τους «ψευτάρχοντες» και πάω πάλι πίσω
τα κλασσικά τα κάλαντα απ’ την αρχή ν’ αρχίσω
κι από τη δεύτερη στροφή τώρα θα συνεχίσω
γιατί δεν θέλω, «άθεου», εντύπωση ν’ αφήσω.

Χριστός γεννάται σήμερα εν Βηθλεέμ τη πόλη
που του πολέμου συνεχώς βρυχούνται οι διαβόλοι
και πώς ακόμα επιζεί, θαύμα το θεωρούνε
με τόσα μπαρουτάσκαγα στα σπλάχνα της που σκούνε.

Μα πώς να γεννηθεί Χριστός, σε τέτοιες καταστάσεις,
με τανκς, συρματοπλέγματα και του θανάτου βάσεις.
Κι αν με το θαύμα γεννηθεί, μπορεί να επιζήσει
αφού στο πρώτο βήμα του σε νάρκες θα πατήσει;

Κι «οι ουρανοί αγάλονται!», σήμερα, πως θα πούμε
απού τους αυλακώνουμε και τους καταπατούμε
και τους ανοίξαμε πληγή, «του όζοντος την τρύπα»
και δεν τηνε αφήνουμε, γιατρειάς να κάνει τσίπα;

Και τ’ άλλο το ρομαντικό: «πως χαίρει όλ’ η Κτίση!»
ποιος θα τολμήσει σήμερα να μας το εκστομίσει;
που πουθενά και τίποτα δεν χαίρεται στην πλάση
αφού εμείς οι άνθρωποι την έχουμε χαλάσει.

Εκ της Περσίας έρχονταν οι μάγοι με τα δώρα,
όμως με «κύμα ωστικό», πήραν μεγάλη φόρα
και στην Ευρώπη πήγανε, γίνανε μεγιστάνες
και στραγγαλίζουν τους λαούς, ακόμα και στις στάνες…

Και τ’ άστρο που τσ’ οδήγουνε, ραντάρ το εντοπίσαν,
πως ήταν των τρομοκρατών εις την αρχή νομίσαν
μα όταν βεβαιώθηκαν πως ήταν για Ειρήνη,
με πύραυλο το ρίξανε, Ειρήνη, να μην γίνει…

Τώρα στην Ιερουσαλήμ, φτάνουν Ειρηνομάγοι
με προσοχή κι από μακριά, γιατί ανθρωποφάγοι
σήμερα την λυμαίνονται κι όποιος εκεί πατήσει
την επομένη τη στιγμή, δεν ξέρει αν θα ζήσει.

Γιατί με τα εκρηκτικά ο άλλος ειν’ ζωσμένος
και όταν τα πυροδοτεί είσαι κομματιασμένος.
Κι αν από τα εκρηκτικά γλυτώσεις, δεν γλυτώνεις…
γιατί να βρεις λίγο φαΐ ποτέ δεν κατορθώνεις.

Οι τελευταίοι απ’ αυτούς, σαν φτάσαν ερωτούσαν,
πού εγεννήθη ο Χριστός, μα όλοι τούς γελούσαν…
και λέγανε: Εμείς, εδώ, Χριστό ’χουμε το χρήμα
κι όλα τα κάνουμε γι’ αυτό κι ας λέν’ πως είναι κρίμα…

Και όταν ερωτήσανε για βασιλιά Ηρώδη
μάθαν πως του φορτώσανε ψέμματα τερατώδη:
«Ότι πολλά φοβήθηκε δια τη βασιλεία
μην του την πάρει ο Χριστός μ’ όλα τα μεγαλεία.

Κι ότ’ έσφαξε όλα τα παιδιά» μα είναι παραμύθια
όλα αυτά και ψέματα: Να! ποια ’ναι η αλήθεια:
Εννέα χρόνια προ Χριστού, αυτός είχε πεθάνει
κι όσα του αποδίδονται είναι μεγάλη πλάνη.

Τα κάλαντα τα κλασσικά, ποθές δεν τελειώνουν,
κι ούτε τα ρεαλιστικά που όλους μας πληγώνουν
όσο κι αν τα γλυκάναμε, γιατ’ η ζωή ’χει γίνει:
Κόλαση – Γέεννα πυρός – πυρηνικό καμίνι!

Και δεν μας σώζει τίποτα γιατ’ έχουμε ξεφύγει
από «τον δρόμο του Θεού» και πήραμε κυνήγι
«ο άνθρωπος, τον άνθρωπο!» για να υπερισχύσει
κι όπου τον πιάσει… σαν θεριό τις σάρκες θα του σχίσει.

Μετά, το αίμα θα του πιεί, τα σπλάχνα θα του φάει
κι όλα του τα υπάρχοντα, στην πάρτη του τα πάει.
Μετά θα πει σαν νικητής πως: Για να φτιάξει ο κόσμος
θα πρέπει να επικρατεί, του δυνατού ο Νόμος.

Και με τον Νόμο τουτονά και το Χριστό σταυρώσαν
και μ’ όλα τα πυρηνικά, όλη τη Γη εζώσαν.
Κι όποιος δεν είναι δυνατός του πρέπει να πεθάνει
γιατί στον κόσμο απού ζει, μόνο τον τόπο πιάνει.

Κι αν ξαναγεννηθεί Χριστός, θα τον ξανασταυρώσουν
γιατί μονάχα οι δυνατοί τον κόσμο θα τον σώσουν
και όχι ο… Ξυπόλυτος! που με την καλοσύνη
χτυπούσε την παλιανθρωπιά και την αγνωμοσύνη…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα φετινά τα κάλαντα, κάπου εδώ τελειώνουν
κι είμαστε υπερβέβαιοι, πως όμορφα καρφώνουν
εκείνους που ξεφύγανε απ’του Θεού τον δρόμο
κι έχουν γεμίσει τη ζωή με πόνο και με τρόμο.

Παράλληλα φροντίσαμε γέλιο να σας χαρίσουν
κι απ’τις σκοτούρες της ζωής μακριά να σας κρατήσουν.
Αν δε τα καταφέραμε, καλά θα το σκεφτούμε
του χρόνου αν ξανάρθουμε να σας τα ξαναπούμε!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: