Το Πάσχα του 1999 αποδείχθηκε το πιο δύσκολο της ζωής μου.
Με είχαν καλέσει κάτι φίλοι να σουβλίσουμε σε ένα κτήμα στο Πόρτο Ράφτη. Αδημονούσα. Κατά τις εννέα το πρωί, ενώ χουζούρευα ακόμα, χτυπάει το τηλέφωνο, «η γιαγιά έφυγε…» μού αναγγέλλει η μάνα μου.
Το ρήμα «έφυγε» – αντί για «πέθανε» ή «τη χάσαμε» ή «απεβίωσε» ή «συγχωρέθηκε» έστω – δεν χρησιμοποιούνταν ακόμα ευρέως.
Δεν κατάλαβα αμέσως. «Εφυγε; Και πού πήγε;» ρώτησα βλακωδώς. «Στον ύπνο της… Το πρωί τη βρήκε ο παππούς σου δίπλα του, παγωμένη…».
Οποιοι πεθαίνουν ανήμερα τη Λαμπρή θεωρούνται ευλογημένοι. Ευλογημένη ήταν έτσι κι αλλιώς η γιαγιά, έχοντας ζήσει ογδονταεννιά γεμάτα χρόνια, χωρίς ποτέ της να προδώσει ούτε τις ιδέες ούτε τους ανθρώπους της ούτε καν τη μωραΐτικη, την καλαματιανή προφορά της. Τους τελευταίους μήνες βάραινε μα δεν υπέφερε ιδιαίτερα, κυκλοφορούσε μες στο σπίτι, μέχρι που ψευτομαγείρευε. Το προηγούμενο βράδυ τής είχε έρθει μια παράξενη κρίση – ρίγη, κρυάδες – σπεύσαμε κοντά της, «σκεπάστε με! Τρέμω από το κρύο!» μούγκριζε και τα δόντια της όντως κροτάλιζαν, «ρίχτε μου όλες τις κουβέρτες! Και τα παλτά! Πέστε κι εσείς επάνω μου!». Με τα πολλά κάπως ηρέμησε. «Πηγαίνετε τώρα στην Ανάσταση… Αύριο θα ‘μαι περδίκι…».
Πριν καν περάσω το κατώφλι, στα αφτιά μου ο θρήνος του παππού. Δεν τον είχα ξαναδεί να κλαίει, να συσπάται το πρόσωπό του, να τρέχουν δάκρυα στα μάγουλά του. Μου θύμιζε όμορφο, γέρικο δελφίνι.
Είχα σκεφτεί τι θα του έλεγα. «Οι κυρίες προηγούνται…». Εστεκε ως παρηγοριά;
Είχαν γιορτάσει τον Δεκέμβριο τα εξηνταπεντάχρονά τους – πόσα ζευγάρια αξιώνονται τέτοια διάρκεια, ακόμα και με μεγάλες περιόδους αναγκαστικού χωρισμού, φυλακές γαρ και εξορίες; Της είχε φέρει, όπως σε κάθε τους επέτειο, μελομακάρονα και χρυσάνθεμα. «Σαν ψέματα μου φαίνεται…» είχε πει η γιαγιά. «Ωραία γερνάμε» είχε συμπληρώσει. Οι εικόνες από το κοινό φθινόπωρό τους πράγματι ειδυλλιακές. Στο σαλόνι, ο παππούς να σιδερώνει και η γιαγιά να πλέκει με το βελονάκι. Να διηγούνται ο ένας στον άλλον ιστορίες από τη δεκαετία του 1940, του 1950, «δεν τα θυμάσαι καλά, Βασίλη μου» να τον διορθώνει «στο αριστερό της πόδι είχε η μάνα σου την ελιά!».
Τώρα είχε μείνει μόνος του. Η γιαγιά νεκρή στο κρεβάτι.
Μπαινοβγαίναμε στο δωμάτιο και την κοιτάζαμε αποσβολωμένοι και της χαϊδεύαμε τα άσπρα μαλλάκια. Κάποια πιο παραδοσιακή οικογένεια θα είχε συναχθεί γύρω της, μοιρολογώντας θα εξοικειωνόταν με το γεγονός, ο θάνατος έχει οδηγίες χρήσεως για τους ζωντανούς που εμείς τις είχαμε προφανώς λησμονήσει. Και το γραφείο τελετών να καθυστερεί, τσούγκριζαν κι οι νεκροπομποί κόκκινα αυγά, χρονιάρα μέρα. Εμφανίστηκαν περασμένο μεσημέρι. Μύριζαν κνίσα και κρασί.
Την προχειροσαβάνωσαν, την έβαλαν στο φέρετρο, την κατέβασαν από τις σκάλες της πολυκατοικίας.
Ο παππούς κουνούσε το χέρι του – που πρώτη φορά έτρεμε κάπως – «προσέξτε, μη μου τη χτυπήσετε!» τους είπε.
Το μέλλον ενός άντρα ο οποίος χηρεύει περασμένα τα ενενήντα του φαντάζει βραχύτατο. «Υπάρχει κενό μνήμα πλάι της» μας είπε ο τελετάρχης, ούτε η μάνα μου ούτε εγώ το βρήκαμε ανάρμοστο, πόσο να άντεχε ο παππούς μόνος του;
Η κηδεία τη μεθεπομένη, την Τρίτη του Πάσχα. Θρησκευτική κηδεία. Δεν γίνονταν τότε ακόμα πολιτικές – άκουγες, θέλοντας και μη, την ανυπέρβλητη «Εις Κεκοιμημένους» ποίηση: «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται…».
Μπροστά στον τάφο, ενώ την κατέβαζαν, ο παππούς κλυδωνίστηκε. Τον έπιασα από το μπράτσο, «δως μου» ψιθύρισε «μια χούφτα χώμα να της ρίξω». Κι έπειτα, πρώτος εκείνος, έκανε μεταβολή και άρχισε αργά να απομακρύνεται.
Στο μονοπάτι προς το κυλικείο, διασταυρωθήκαμε με μια άγνωστη κοπέλα με ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Τότε ο παππούς μου με άφησε άναυδο:
Κοντοστάθηκε. «Πώς το λένε;» ρώτησε τη μωρομάνα.
«Ηλέκτρα…» απάντησε εκείνη.
Ακούμπησε την παλάμη στο κεφαλάκι της, την κοίταξε με απέραντη τρυφερότητα. «Να ζήσεις, κόρη μου!» της ευχήθηκε. Και χαμογέλασε.
Τον θαύμασα περισσότερο από ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου