Ο Σάμιουελ Μπέκετ έγραψε το «Περιμένοντας τον Γκοντό» το 1948. Θεωρείται μία από τις κορυφαίες στιγμές του λεγόμενου «θεάτρου του παραλόγου». Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως μία από τις πιο ολοκληρωμένες εκδοχές της τραγικής σκέψης στη σύγχρονη εποχή – ο ίδιος εξάλλου το χαρακτήρισε τραγικωμωδία. Η αδυναμία του ανθρώπου να αποδράσει από την ανθρώπινη κατάστασή του. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν ούτε τον θάνατό τους δεν μπορούν να επιλέξουν, διότι δεν βρίσκουν σκοινί για να κρεμαστούν. Και εννοείται ότι ο Γκοντό δεν έρχεται ποτέ. Ως εδώ όλα καλά.
Γιατί, όμως, ο Μπέκετ έγραψε ένα έργο στο οποίο οι χαρακτήρες είναι μόνον αρσενικοί;
Μήπως το συγγραφικό του υποσυνείδητο τον οδήγησε στις σκολιές ατραπούς της φαλλοκρατίας; Και μάλιστα παρέμεινε αμετανόητος ώς το τέλος της ζωής του. Oχι μόνο μήνυσε ένα θίασο που θέλησε να ανεβάσει το έργο μόνο με γυναίκες, αλλά απαγόρευσε στη διαθήκη του τη συμμετοχή γυναικών στον θίασο. Επιθυμία που τη σέβονται οι κληρονόμοι των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου του.
Τη σεβάστηκε και ο Ιρλανδός σκηνοθέτης Oisin Moyne, ο οποίος ανέλαβε να σκηνοθετήσει το έργο στο πολιτιστικό κέντρο του Πανεπιστημίου του Γκρόνιγκεν στην Ολλανδία. Και έκανε οντισιόν μόνο για άνδρες. Το ατόπημα υπέπεσε στην αντίληψη των Αρχών του πανεπιστημίου, οι οποίες και ακύρωσαν τη σεξιστική αυτή παράσταση. Σχόλιο του υπευθύνου: «Τα πράγματα έχουν αλλάξει από το 1948». Αρα γιατί να μην αλλάξει και το έργο;
Προσοχή. Την υπόθεση δεν την ανακίνησε η οργάνωση «Φεμινίστριες χωρίς σύνορα». Την ανακίνησε ένα ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο το οποίο, ανάμεσα στην πολιτική ορθότητα και σε ένα έργο που αποτελεί κεφάλαιο για τον πολιτισμό μας, επέλεξε την πολιτική ορθότητα. Χειμέρια τα πράγματα. Λυπάμαι, αλλά χάνω και το χιούμορ μου.
Από πού αντλεί το πανεπιστήμιο την εξουσία να παρεμβαίνει σε ένα έργο που έχει σημαδέψει τον σύγχρονο πολιτισμό;
Μα είναι πανεπιστήμιο. Και δεν αντιλαμβάνεται ότι επειδή είναι πανεπιστήμιο οφείλει να σέβεται τα έργα των δημιουργών που οικοδόμησαν τον πολιτισμό χάρη στον οποίο υπάρχει αυτό το πανεπιστήμιο;
Η αλαζονεία της πολιτικής ορθότητας είναι μια μορφή ευήθειας, δεν έχω αντίρρηση. Είναι φιλική προς τον χρήστη και δεν απαιτεί κόπο. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να σεβαστεί τον πνευματικό κόπο που απαιτήθηκε για να δημιουργηθούν όλα αυτά τα έργα, τα οποία έχουν κάνει την Ευρώπη αυτή που είναι σήμερα.
Το γεγονός, όσο κι αν είναι γελοίο, είναι...
ακραίο.
Τόσο ακραίο, που σε αναγκάζει να επιλέξεις ανάμεσα στον Μπέκετ και στους ηλίθιους που θέλουν να τον διορθώσουν.
Εγώ, πάντως, είμαι με τον Μπέκετ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου