"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Σ’ αγαπώ γιατί ’σαι συ

 

ΤΟΥ  ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Βγαίνουμε απ' το ξενοδοχείο ανήμερα τα Χριστούγεννα 2019, στους δρόμους και στα στενά της Νάουσας - κόσμος πολύς σε διαρκή κίνηση, κρύο βαρύ, σκληρό, αλλά μουσικές από παντού, διερχόμενες κομπανίες, γλέντια, ενώ από πολλές γειτονιές ανεβαίνουνε ψηλοί, πυκνοί καπνοί λόγω του ότι από σήμερα, και συνεχόμενα ως την Πρωτοχρονιά, γιορτάζουνε το έθιμο του Καρτσιούνου. Σε κάθε συνοικία έχουν ανάψει δυνατές φωτιές και συναγωνίζονται με πάθος ποιος θα κάψει τον μεγαλύτερο Καρτσιούνο, τον ψηλότερο σωρό ξύλων. Ντόπιοι μερακλήδες ανεβαίνουνε με τα αγροτικά στο Βέρμιο ακόμα και πριν απ' την παραμονή και κόβουνε κορμούς, κλαδιά και δαδιά, τα φορτώνουνε στις καρότσες και τα αποθηκεύουν μέσα στην πόλη, σε οικόπεδα και σε τσαΐρια. Λένε πως υπήρξε Καρτσιούνος που έφτασε μέχρι τα είκοσι μέτρα ύψος - τον λαμπάδιασαν στον περίβολο της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης.

Ανάβουνε εδώ αυτές τις φωτιές για να ζεστάνουν το σώμα του νεογέννητου Χριστού (τώρα που γράφω, αναδρομικά, αυτό το κείμενο σκέφτομαι τα σώματα των ανθρώπων στις ΜΕΘ που πρέπει να ζεσταθούν. Σώματα ηλικιωμένων κυρίως, αλλά νεογέννητων θαρρείς, γέρικων νεογνών, ανυπεράσπιστων - δεν μπορούν να ανασάνουν και κανείς δεν δύναται να πλησιάσει τη μοναξιά τους, εκτός απ' τους γιατρούς που στέκονται από πάνω τους σαν στοργικοί μάγοι).

Περπατούμε όχι πάνω από εκατό μέτρα και μπλέκουμε αμέσως με μια κομπανία ντόπιων ερασιτεχνών μουσικών, μπαίνουμε αμέσως και άνετα στην παρέα τους και τους ακολουθούμε - μαζί τους άλλοι Ναουσαίοι κι επισκέπτες, άντρες και γυναίκες, που κουβαλούν στα χέρια μπουκάλια με ντόπια κρασιά και τσίπουρα απ' τη σοδειά που έβγαλαν οι καζαναριές τον Οκτώβριο. Πίνουν, χορεύουν και τραγουδούν συνέχεια - δίνουν και σε μας από ένα μπουκάλι κρασί. Η κομπανία αποτελείται από έξι πνευστά («μπουριά» τα λένε εδώ) κι ένα κρουστό: τρομπέτα, τρομπόνι, ένα σοπράνο σαξόφωνο (ίσιο), μια τούμπα, μια τζένα (ευφώνιο), ένα κλαρίνο κι ένα νταούλι με βέργα κερασιάς. Μαέστρος, μπροστά, ένας πολύ όμορφος, ψηλός τριαντάρης που παίζει την τρομπέτα δυνατά, στιβαρά, παθητικά. Τραγουδιστές, φαλτσάροντας άγρια, βεβαίως, είμαστε όλοι οι υπόλοιποι της παρέας. Το απίστευτο εδώ είναι πόσο εύκολα ενσωματώνεσαι με τους γηγενείς που γενικώς είναι πολύ θερμοί και πολύ όμορφοι και ψηλοί, κορίτσια και αγόρια, αν και εξαιρετικά περήφανοι, ίσως και λόγω του ένδοξου παρελθόντος: επανάσταση του 1822 και μαρτυρικός χαλασμός της Νιάουστας (όπως την έλεγαν) η οποία είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα που το 1955, με βασιλικό διάταγμα, ανακηρύχτηκε «ηρωική».

Προχωρούμε παίζοντας και τραγουδώντας παραδοσιακά μακεδονίτικα, εφτάρια, εννιάρια κι εντεκάρια, ένα φλωρινιώτικο τικ (μείξη βαλκανικών με ποντιακό ρυθμό), ντόπια ναουσαίικα αλλά και από τα πέριξ, γυφτοθρακιώτικα και διάφορα πανηγυριώτικα. Φτάνουμε στην πρώτη μεγάλη φωτιά, τον πρώτο Καρτσιούνο που τον έχουνε μπουρλοτιάσει από νωρίς και οι φλόγες του φτάνουνε τα δεκαπέντε μέτρα. Γύρω αρκετός κόσμος κάθε ηλικίας, μπουρμπουλωμένοι όλοι γερά λόγω του βαρύ χειμώνα, με σκούφους, κασκόλ και με κόκκινα μάγουλα. Γλυκοψήνουν κρεατικά σε χαμηλή φωτιά, πίνουνε από μπουκάλια ή με πλαστικά ποτηράκια, γλεντοκοπάνε και ανανεώνουν συνέχεια με ξύλα, μεγάλα κούτσουρα, κλαδιά και κομμάτια κορμών τον Καρτσιούνο.

Μόλις μας ακούνε και μας βλέπουνε να σιμώνουνε μας υποδέχονται με ζητωκραυγές, με ευχές, Χρόνια Πολλά, με «Ελα, κάτσε κοντά να πυρωθείς» και με κεράσματα, ούμπερ μπριζόλες, παντσέτες και ευωδιαστά λουκάνικα. Ντάνες τα σουτζουκάκια. Οι μουσικοί της κομπανίας που βάζουν μπρος τον ναουσαίικο «Μελικέ» δεν προλαβαίνουν να μπούνε στην τρίτη νότα και πετάγονται κιόλας καμιά δεκαριά από γύρω και πιάνουνε τον χορό πέριξ της φωτιάς. Βαρούνε τα χάλκινα και το νταούλι κρατάει την μπασογραμμή, ενώ ο Καρτσιούνος κορώνει μέχρι ψηλά με ζήλο τρώγοντας τα σωθικά του και τα ενδόμυχα, ωσάν φλεγόμενο ηρώο. Τα κρασιά ρέουν μέσα στα κρυωμένα σώματα και τα τσίπουρα βοηθάνε όσους βιάζονται να ζαλιστούν - πιο εκεί στον δρόμο περνάει μια άλλη κομπανία με βιολί, ζουρνά, ούτι, νταϊρέ και λαγούτο κάνοντας πατινάδα, παίζοντας το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» του Διονύση Σαββόπουλου, ενώ οι δικοί μας έχουνε περάσει σ' έναν «Νιζάμικο» καθώς όλο και περισσότεροι πυκνώνουνε τις πλεξούδες του χορού.

Σε κανένα μισάωρο αφήνουμε αυτόν τον Καρτσιούνο να λαμπαδιάζει και συνεχίζουμε γι' αλλού. Βγαίνουμε πάλι στον δρόμο. Τα μπουριά βαρούνε τώρα τον «Μπογιατζή» και, περπατώντας, όποιοι ντόπιοι απ' την παρέα τον ξέρουνε τον τραγουδούνε με πάθος:

Τώρα με φέρνει ο λογισμός και της καρδιάς η λαύρα
Να πάω να βρω τον μπογιατζή να μου τα βάψει μαύρα


Μετά, παίζοντας θρακιώτικες μπαϊντούσκες, σμυρναίικα, το νυφιάτικο θασίτικο «Σκοπός του γάμου» που δόξασαν οι Χειμερινοί Κολυμβητές και άλλα διάφορα, συνεχίζουμε την τσαϊράδα και περνούμε από άλλους τρεις Καρτσιούνους - έχουνε κυλήσει δυο ώρες και το κέφι στην πόλη είναι στο κατακόρυφο. Στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα παντού, χρωματιστά λαμπάκια που αναβοσβήνουν, φωτιές, αστραφτερές βιτρίνες και μπαλκόνια, αυτοκίνητα, μουσικές, ασταμάτητο πηγαινέλα και χαρμονή. Σαν να νεουργείται η κτίσις. Κατευθυνόμαστε προς τα άκρα μιας συνοικίας που δεν ξέρω και που δεν βλέπω να έχουν στήσει καμιά φωτιά, καθώς τα πνευστά παίζουνε το «Σωτηρώ», ένα αργό ναουσαίικο για μια ερωτική ιστορία του 1847, και μετά ξεσπάνε απροσδόκητα με το «Από το Πάρκο στη Μυροβόλο» του Αργύρη Μπακιρτζή.

Φτάνοντας μπροστά σε ένα πολύ όμορφο, πέτρινο, παραδοσιακό μακεδονίτικο σπίτι, η κομπανία σταματάει, κάνει μια παύση ενός λεπτού κι αρχίζει αίφνης να παίζει τελετουργικά, παθητικά, το «Σ' αγαπώ γιατί 'σαι ωραία» - οι μουσικοί κοιτάζουνε προς τον δεύτερο όροφο, στα δυο μπαλκόνια με τις περίτεχνες σιδεριές και τις κλειστές μπαλκονόπορτες, σαν να κάνουνε καντάδα. Παίζουνε το τραγούδι αυτό με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, κατανυκτικό, σπαραχτικό. Τέτοια εκτέλεση δεν την έχω ξανακούσει ούτε από τον Αριστείδη Μόσχο ή την Αρετή Κετιμέ, ούτε καν από την Εστουδιαντίνα της Νέας Ιωνίας - από κανέναν. Συμβαίνει μερικές φορές. Μερικοί γύρω τραγουδούν με περιπάθεια, άλλοι μουρμουρίζουν τους στίχους συγκινημένοι ή σηκώνουν τα μπουκάλια και πίνουνε σαν να έχουνε βαρύ καημό. Το άσμα, ταξιδεμένο τώρα με τα χάλκινα και το νταούλι, ανασύρει από μέσα μου συναισθήματα βαθιά, που φαίνονταν να κοιμούνται για καιρό - δεν θέλω να τελειώσει, παρά να το ακούω και να το ξανακούω συνέχεια, συνέχεια, εμμονικά.

Και θυμάμαι, ενώ παίζεται, πως είχα ξανασκεφτεί παλιότερα αυτό το τραγούδι που πάντα με συγκλόνιζε - είχα μελετήσει τους στίχους και πια νομίζω πως τώρα νιώθω περισσότερα απ' όσα καταλάβαινα όταν το είχα πρωτακούσει. Καταρχήν οι πρώτοι στίχοι «Σ' αγαπώ γιατί 'σαι ωραία, σ' αγαπώ γιατί 'σαι συ»:αυτός που το έγραψε και δυστυχώς είναι άγνωστος (το τραγούδι είναι αδέσποτο) χρησιμοποιεί για να περιγράψει την εξαιρετική ομορφιά της γυναίκας όχι υπερβολικές διατυπώσεις, αλλά μια απλή, μετριοπαθή λέξη: ωραία. Και το πιο καίριο έρχεται μετά και προκύπτει ακριβώς από την αμήχανη λέξη «ωραία»:«σ' αγαπώ γιατί 'σαι συ».

Δηλαδή ο άνθρωπος νιώθει πως δεν μπορεί να περιγράψει τη μοναδική, ξεχωριστή ωραιότητα και προσωπικότητα αυτής της γυναίκας και καταφεύγει σε μια ταυτολογία: «σ' αγαπώ γιατί 'σαι συ». 

Τι θα πει «είσαι εσύ»; 

Τίποτε και τα πάντα. Είσαι εσύ, δηλαδή μια γυναίκα μοναδική και ταυτόχρονα ακατανόητη, απερίγραπτη, διαφεύγουσα, που υπάρχει και αναλάμπει φωσφορίζοντας μέσα στο αίνιγμα του δικού της, απλησίαστου μύθου. Αλλ' αμέσως μετά το συγκεκριμένο, την αινιγματική, περίκλειστη γυναίκα κι εξαιτίας του έρωτα γι' αυτήν, τα συναισθήματά του εκτινάσσονται σε όλη την οικουμένη, θραύεται το «εγώ» και μέσω του «εσύ» διαχέεται η αγάπη του σ' όλο τον κόσμο, στην ίδια την ομορφιά της ζωής: «Κι αγαπώ κι όλο τον κόσμο, γιατί ζεις κι εσύ μαζί». Μέσω της μιας γυναίκας ξαναγαπάει τους πάντες αδιακρίτως κι από την ταυτολογία τα συναισθήματά του εκρήγνυνται προς όλους, όπως οι πάντες αγκαλιάζονται μεταξύ τους μετά το τέλος ενός πολέμου ή σε μια μεγάλη, λαμπερή εορτή.

Το ίδιο έξοχοι είναι και οι στίχοι του δεύτερου κουπλέ, που λέει: «Το παράθυρο κλεισμένο, το παράθυρο κλειστό». Με το «κλεισμένο», λέξη παροξύτονη, υποδόρια υποβάλλεται η έννοια του πιθανώς ελαφρά μισόκλειστου, για να πει αμέσως μετά: «το παράθυρο κλειστό». Το «κλειστό», λέξη οξύτονη, δίνει πια την αίσθηση του όντως κλειστού, του μανταλωμένου. Αλλο κλεισμένο, άλλο κλειστό. Το κανάτι έχει ελαφρώς μετακινηθεί ή νόμιζε, πίστεψε προς στιγμήν πως είναι λίγο ανοιγμένο και πως ίσως κι εκείνη έβλεπε κρυφά από μέσα; Οχι. Είναι κλειστό. Κι επιστρέφει στο αίνιγμα, με τους δυο τελευταίους στίχους: «Ανοιξε το ένα φύλλο, την εικόνα σου να ιδώ». Δεν λέει άνοιξε το παράθυρο να σε δω, αλλά «άνοιξε το ένα φύλλο, την εικόνα σου να ιδώ». Δηλαδή όχι να ιδώ εσένα, όπως πραγματικά είσαι, αλλά την εικόνα σου. Την εξιδανικευμένη μορφή σου, αποσπασματικά, μέσα απ' το μισόκλειστο κανάτι, κι όχι όπως όντως είσαι αλλά κυρίως όπως θα σε φανταστώ ειδωλολατρικά, όπως θα σε ανυψώσει το πάθος μου, ενώ θα σε διακρίνω κρυφά, φευγαλέα, διερχόμενος επίτηδες να σε αντικρίσω για μιαν αμφίβολη στιγμή. Την εικόνα σου - ίσως - να ιδώ.


Η κομπανία τώρα ξαναπαίζει το τραγούδι απ' την αρχή, συνεχίζοντας να κοιτάζει επίμονα προς τα άνω, στα μπαλκόνια - κανείς μας, φαίνεται, δεν θέλει να τελειώσει αυτό το άσμα. Βλέπω κι εγώ παραξενεμένος προς τα ψηλά και κάποια στιγμή γυρίζω προς έναν διπλανό μου που είναι ντόπιος και τον κοιτάζω ερωτηματικά:

- Παίζουν για το κορίτσι που μένει επάνω, μου απαντάει. Είναι άρρωστη.
- Το κορίτσι του μαέστρου;
-Οχι, του παλικαριού που παίζει το σαξόφωνο.


Ξανακοιτώ προς τα παράθυρα και μετά στρέφω πάλι στον διπλανό χωρίς να τολμήσω να ρωτήσω ξανά, να πω μια λέξη. Εκείνος καταλαβαίνει και μου λέει:
- Καλύτερα μη ρωτάς τι έχει. Και μη λες τίποτα στους άλλους, τους ξένους, για να μη στενοχωρηθούν.

Προς το τέλος του τραγουδιού...

 

 ανοίγει για λίγο, φευγαλέα, διστακτικά, το ένα κανάτι από τη δεξιά μπαλκονόπορτα και έπειτα από δευτερόλεπτα ξανακλείνει βεβιασμένα.

Κάποιος απ' την παρέα, ντόπιος, που ξέρει, νιώθει τι γίνεται και σκέφτεται πως πρέπει, χρονιάρα μέρα, να δώσει μια λύση, φωνάζει συγκινημένος, με ραγισμένη φωνή:
- Πάμε τώρα στον Αγιο Σωτήρη. Μου λένε στο κινητό πως πάλι εκεί, έξω απ' την εκκλησιά, καίνε τον ψηλότερο Καρτσιούνο.


Κι ένας άλλος, δύσκολα, αλλά με βροντερή, σταθερή, μπάσα φωνή, για να βοηθήσει:
- Πάμε! Φύγαμε! Εκεί, αδέρφια, θα γίνει το πραγματικό θρύψαλο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: