"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ - ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΚΑΘΑΡΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: «Τι σόι αντάρτικο σκότωνε Ελληνες;»

 


Το χωριό Τσαμαντάς σήμερα. Το 1971 βρέθηκαν στην περιοχή 120 σκελετοί, καθένας με τα χέρια του δεμένα με σύρμα και μια τρύπα από σφαίρα στο κρανίο. Ηταν άνδρες –νεαρά παιδιά– του Ελληνικού Στρατού. Φωτ. SHUTTERSTOCK


ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ

Αμερικανοί φίλοι μου λογοτέχνες συχνά με ρωτούν γιατί η σύγχρονη Ελλάδα έχει αναδείξει πολύ περισσότερους σπουδαίους ποιητές από πεζογράφους, σημειώνοντας ότι και οι δύο νομπελίστες της χώρας, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, έγραψαν ποίηση παρά μυθοπλασία.

Σε πρώτη μου απάντηση τους επισημαίνω ότι οι Ελληνες έγραφαν ποίηση εδώ και 3.000 χρόνια, ενώ το μυθιστόρημα υπάρχει μόνο τα τελευταία 300. Προσθέτω, επιπλέον, ότι η σύγχρονη Ελλάδα έχει αναδείξει πολλούς σπουδαίους πεζογράφους, αναφέροντας για παράδειγμα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Στράτη Μυριβήλη και τον Θανάση Βαλτινό.

Από εδώ και πέρα όμως, σε αυτή τη λίστα διακεκριμένων λογοτεχνών, θα προσθέσω το όνομα του Σωτήρη Δημητρίου. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (εκδ. Πατάκης) είναι ένα αριστούργημα, η λογοτεχνική αξία και βαρύτητα του οποίου δεν έτυχαν της προσοχής που τους αξίζει.

Υποψιάζομαι ότι η αιτία γι’ αυτό είναι, σε κάποιο βαθμό, η μεγάλη του επιτυχία στην απόδοση της γλώσσας του τόπου και του χρόνου στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία του –τα χωριά των βουνών της Μουργκάνας στην Ηπειρο τη δεκαετία του 1940– που όσοι από εμάς θυμόμαστε τους ιδιωματισμούς και ρυθμούς της φωνής, τον θαυμάζουμε πραγματικά για το επίτευγμά του. Οι περισσότεροι όμως από τους σημερινούς αναγνώστες πρέπει να καταβάλουν κάποια προσπάθεια για να το κατανοήσουν. Αν όμως η συγγραφή είναι μια ζωγραφική με λέξεις, τότε ο Σωτήρης Δημητρίου έχει αποτυπώσει στο βιβλίο του τη ζωή των αγροτών στα βουνά της Ηπείρου στα μέσα του περασμένου αιώνα τόσο ζωντανά, όσο και ο Πέτερ Μπρίγκελ αποτύπωσε στους πίνακές του την αγροτική ζωή στις Κάτω Χώρες τέσσερις αιώνες νωρίτερα

Το σκηνικό όπου διαδραματίζεται η τραγική ιστορία που αφηγείται ο Δημητρίου είναι το χωριό που γεννήθηκε, γνωστό για αιώνες ως Πόβλα που αργότερα μετονομάστηκε σε Αμπελώνα. Αγκαλιάζει τα σύνορα της Αλβανίας κατά μήκος της τελευταίας δασικής ζώνης του ορεινού όγκου της Μουργκάνας και απέχει περίπου 10 χιλιόμετρα από το δικό μου χωριό, το Λία. Οι άντρες της Πόβλα, όπως και αυτοί του Λία, ήταν κυρίως καλατζήδες που έλειπαν κάποιες φορές από το σπίτι τους για ολόκληρους μήνες. Οι γυναίκες ήταν ως επί το πλείστον αναλφάβητες υπηρέτριες, που έκαναν ό,τι τους έλεγαν οι πατέρες, οι σύζυγοι και οι πεθερές τους. Η μόνη τους παρηγοριά ήταν τα παιδιά τους, η θρησκεία και η μεταξύ τους επικοινωνία.

Η ζωή στην Πόβλα, όπως και στα 16 χωριά της οροσειράς της Μουργκάνας, ήταν μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα τόσο πρωτόγονη όσο οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Το χωριό είχε έναν ιερέα και ένα σχολάρχη, όχι όμως γιατρό. Δεν υπήρχαν δρόμοι, ρεύμα, τρεχούμενο νερό, ούτε άλλες ανέσεις. Το κρέας, η ζάχαρη και ο καφές ήταν σπάνιες πολυτέλειες και η καθημερινή ζωή διέπονταν από δεισιδαιμονία, φόβο και καχυποψία.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος χειροτέρεψε την κατάσταση στην Πόβλα και στα γύρω χωριά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε επέφερε μιαν αφάνταστη σκληρότητα. Οι περισσότεροι άνδρες εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να μην τους στρατολογήσουν με τη βία οι αντάρτες κομμουνιστές που κατέλαβαν την περιοχή το φθινόπωρο του 1947, οι νέες γυναίκες επιστρατεύτηκαν στον Δημοκρατικό Στρατό και τα μικρά παιδιά μεταφέρθηκαν σε κομμουνιστικές χώρες στον Βορρά. Στην καχυποψία και τον φόβο, προστέθηκαν ο φθόνος, η προδοσία και η ψευδομαρτυρία.

Αυτό που συνέβη με όσους έμειναν στην Πόβλα, το αφηγείται παραστατικά στο βιβλίο του Δημητρίου η μητέρα του, η Αλέξω, της οποίας το μυαλό και η μνήμη παραμένουν στα 98 της τόσο καθαρά, όσο ο ήχος από τα κουδούνια των κατσικιών που άκουγε σε όλη της την παιδική ηλικία. Το επίκεντρο της ιστορίας είναι η μητέρα της Μηλιά, η σύζυγος του προέδρου του χωριού, που όπως και οι περισσότεροι άντρες της Πόβλα, τράπηκε σε φυγή καθώς πλησίαζε ο Δημοκρατικός Στρατός. Οταν οι αντάρτες δεν κατάφεραν να βρουν τον πρόεδρο του χωριού, άρπαξαν τη γυναίκα του τη Μηλιά. «Τις έκλεισαν τις γυναίκες στο κατώι του Λιάγκου. Τους έβαλαν τη μασιά πυρωμένην στον γκιοζι και στο στόμα. Μας τάειπε με χρόνια η Χρυσάνθη του Λιάγκου που την είχαν απόλυκουν. Ω, παιδάκια μου, τους έλεγε, έχω έξι κοπέλες παντρεμένες και ανύπαντρες. Και αυτή κοροϊδευαν που έκανε αράδα το σταυρό… Δεν αγλυμονήθηκαν κείνα τα δουλεμένα τα τυραγνισμένα χέρια;».

    Βασάνισαν ή και εκτέλεσαν αναλφάβητες αγρότισσες των οποίων η μόνη ανατρεπτική δράση ήταν να εκφράζουν απρόσεκτα τις απόψεις τους για τη ζωή υπό τον Δημοκρατικό Στρατό.

Η Μηλιά δεν ήταν το μόνο θύμα των ανταρτών. Καθώς επέβαλλαν ολοένα και πιο δρακόντεια μέτρα στους ντόπιους πληθυσμούς, ένιωθαν την ανάγκη να σκορπίσουν τον τρόμο σε όλα τα χωριά της Μουργκάνας, βρίσκοντας όλο και περισσότερους «αντιδραστικούς» για να συλλάβουν, να βασανίσουν, να καταγγείλουν σε δίκες παρωδία και να τους εκτελέσουν. Οι περισσότερες από αυτές ήταν αναλφάβητες αγρότισσες των οποίων η μόνη ανατρεπτική δράση ήταν να εκφράζουν απρόσεκτα τις απόψεις τους για τη ζωή υπό τον Δημοκρατικό Στρατό. «Τ’ ήξεραν οι γυναίκες, αγράμματες και ξυπόλυτες και ζόρκες», λέει η Αλέξω.

Στις αρχές Μαρτίου του 1948, η Πόβλα απελευθερώθηκε για λίγο από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά οι αντάρτες αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν το χωριό σκοτώνοντας δεκάδες στρατιώτες και πιάνοντας 177 αιχμαλώτους, τους οποίους οδήγησαν στο αρχηγείο τους στον Τσαμαντά, χωριό που βρίσκεται πάνω από την Πόβλα.

Στον Τσαμαντά, τέσσερις αξιωματικοί μεταξύ των κρατουμένων, από τους οποίους ένας γιατρός, δικάστηκαν συνοπτικά και εκτελέστηκαν.  

Στους υπόλοιπους δόθηκε η επιλογή: να ενταχθούν στον αντάρτικο στρατό ή να παραδώσουν τις στολές τους και να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απλοί στρατεύσιμοι που η ζωή τους διακόπηκε από τον πόλεμο και προτίμησαν τη δεύτερη επιλογή. Τους οδήγησαν μακριά από το χωριό, αλλά μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά ώστε να μην τους βλέπουν, εξαφανίστηκαν και δεν τους είδαν ποτέ ξανά.

Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 1971, ένας βοσκός βρήκε έναν μισοθαμμένο σκελετό στην κοίτη ενός ρέματος κοντά σε ένα ασβεστόλακκο έξω από το χωριό. Εκεί βρέθηκαν τελικά 120 σκελετοί, καθένας με τα χέρια του δεμένα με σύρμα και μια τρύπα από σφαίρα στο κρανίο.

  Θάφτηκαν σε έναν λόφο στα περίχωρα του Τσαμαντά, αλλά κανένας υπουργός, κανένας ποιητής, κανένας διάσημος δεν επισκέφτηκε ποτέ τον χώρο για να τιμήσει τη θυσία τους, όπως κάνουν κάθε χρόνο στη Μακρόνησο για να αποτίσουν σεβασμό σε αυτούς που φυλακίστηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου αλλά και μετά.

Τουλάχιστον οι συγγενείς των στρατιωτών έμαθαν πού είναι θαμμένα τα λείψανα των αγαπημένων τους για να μπορούν να πάνε εκεί για να τους θρηνήσουν, η Αλέξω όμως δεν έχει τέτοια δυνατότητα μιας και τα λείψανα της μητέρας της δεν βρέθηκαν ποτέ. «Αυτοί βγήκαν για να σκοτώσουν τους ίδιους τους Ελληνες… Ανθρωποι της καταστροφής, τι σόι αντάρτικο, τι καθεστώς ήταν αυτό που σκοτώνανε τους Ελληνες;».

Οταν τελικά οι αντάρτες εκδιώχθηκαν από τα βουνά της Μουργκάνας, τον Σεπτέμβριο του 1948, ανάγκασαν όλους τους κατοίκους των χωριών που κατείχαν να τους ακολουθήσουν, πρώτα στην Αλβανία και μετά σε διάφορες χώρες του Ανατολικού μπλοκ. Θα περνούσαν τουλάχιστον έξι χρόνια μέχρι να μπορέσει κάποιος από αυτούς να επιστρέψει. «Ξορνιάστηκαν ο κόσμος με τους βρυκολάκους τους αντάρτες. Σκόρπισαν σαν ντουφεκιασμένα πουλιά. Αυτοί δεν ήταν για τίποτα, μονάχα για το κακό», θρηνεί η Αλέξω.
 

«Να θυμόμαστε τη Μακρόνησο, αλλά και τους νεκρούς του Τσαμαντά»

Ο Δημητρίου κατορθώνει κάτι σπάνιο στη νεοελληνική λογοτεχνία, παρουσιάζοντας τη θλιβερή του ιστορία. Τη γράφει με το απλό τοπικό ιδίωμα που μιλούσαν οι χαρακτήρες του σε όλη τους τη ζωή και το συντηρεί, χωρίς να «κομπιάζει» ποτέ σε όλη την αφήγηση. Και κάνει κάτι ακόμα πιο αξιοσημείωτο: αποκαλύπτει την πρωταγωνίστριά του, τη γιαγιά του Μηλιά, όχι άμεσα και ολότελα, αλλά με τον τρόπο που την περιγράφουν, συζητούν για αυτήν και τη θυμούνται οι συγχωριανοί της και ιδιαίτερα η κόρη της η Αλέξω, η αφηγήτρια. Ωστόσο, είναι σε θέση να αναδείξει τον ηρωισμό της Μηλιάς με τον συγκινητικό τρόπο που εξιστορεί τα βάσανα και το μαρτύριό της.

Παρά τη συγκλονιστική ιστορία που παρουσιάζει και τον εξαιρετικό τρόπο αφήγησης, το «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» δεν έτυχε της προσοχής που συγκέντρωσαν τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, παρ’ όλο που αναμφίβολα πρόκειται για το κορυφαίο του έργο. Κι ενώ όσοι έγραψαν κριτική γι’ αυτό επαίνεσαν τη λογοτεχνική ποιότητα του βιβλίου, με έναν κριτικό μάλιστα να συγκρίνει το γράψιμό του με αυτό του Ομήρου και του Παπαδιαμάντη, δεν προχώρησαν σε λεπτομέρειες για το περιεχόμενο του βιβλίου, όπως κάνω εγώ εδώ.  

Η αιτία και για τις δύο παραλείψεις είναι προφανής. Υπάρχει μια πολιτισμική εμμονή στην Ελλάδα να ρίχνουν στο πηγάδι της λήθης τα βίαια γεγονότα του Εμφυλίου και ιδιαίτερα τη βαρβαρότητα των κομμουνιστών σε περιοχές που ήλεγχαν. Καθώς όμως παρακολουθώ τις αναταράξεις στην αμερικανική κοινωνία σήμερα, ως αντίδραση στη βία κατά των μαύρων και των ιθαγενών της Αμερικής στο παρελθόν, αναρωτιέμαι...

 

 αν είναι υγιές για τους Ελληνες να προσπαθούν να παραβλέψουν τη βαρβαρότητα που ασκήθηκε σε αθώους πολίτες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. 

Νομίζω πως όχι.

Εχει σίγουρα παρέλθει αρκετός χρόνος για να περάσει ο ελληνικός Εμφύλιος στην Ιστορία, όχι όμως και να παραχαράσσονται τα γεγονότα, αγνοώντας τη βαρβαρότητα των ανταρτών ή και τις υπερβολές της κυβέρνησης που ήταν τότε στην εξουσία. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε τις άγριες συνθήκες που βίωσαν όσοι στάλθηκαν στα στρατόπεδα εξορίας στη Μακρόνησο. Είναι εξίσου σημαντικό όμως, να μην ξεχάσουμε τη σφαγή των 120 στρατιωτών στον Τσαμαντά, νεαρών αγοριών που είχαν μόλις ενηλικιωθεί, ή των άμοιρων γυναικών, όπως η Μηλιά και η μητέρα μου, Ελένη Χαϊδή Γκατζογιάννη, που εκτελέστηκαν στα χωριά που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός.

Αξίζουν συγχαρητήρια στον Σωτήρη Δημητρίου, όχι μόνο για το έξοχο λογοτεχνικό του κείμενο που αναφέρεται σε ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, αλλά και γιατί έγραψε για αυτό με ειλικρίνεια και χωρίς φόβο. 

Η αξιολόγηση που έκανε κάποτε στην κριτική του για το βιβλίο μου «Ελένη» ο Βρετανός ιστορικός Κ. Μ. Γουντχάους, ισχύει εξίσου και για το «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» του Σωτήρη Δημητρίου. Είναι ένα από τα σπάνια βιβλία στα οποία η δύναμη της τέχνης επαναδημιουργεί την πλήρη ιστορική αλήθεια.

 
 
• Μετάφραση από τα αγγλικά: Αλεξάνδρα Σκαράκη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: