Το κύριο πολιτικό πρόβλημα της χώρας ήταν ανέκαθεν ότι ο μόνος χώρος που είχε μια θεωρία για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας ήταν το ΚΚΕ. Κουτσή βέβαια, στρεβλή κι ανάποδη κι αυτή, προσπαθώντας διαρκώς να χωρέσει στα καλούπια μιας αφηρημένης αν και ενδιαφέρουσας κατασκευής (μαρξισμός), τόσο το μεγάλο ιστορικό γίγνεσθαι όσο και τη μικρή καθημερινότητα. Τα παρατράγουδα είναι γνωστά.
Όλοι οι άλλοι όμως δεν είχαν καμιά θεωρία. Το μοναδικό επιχείρημα στη μεγαλύτερη διάρκεια της δημοκρατίας ήταν η ακαταλληλότητα του αντιπάλου και η αδιαμφισβήτητη ικανότητα της από δω πλευράς να ασκήσει αποτελεσματική, χρηστή, πατριωτική και φιλολαϊκή διακυβέρνηση. Ενώ δηλαδή η (δογματική) Αριστερά μπορούσε με μια εξαιρετική ευκολία να αποδίδει όλα τα κακά στον καπιταλισμό και τα όργανά του (βλέπε Ευρωπαϊκή Ένωση) και να ξεμπερδεύει, οι υπόλοιποι στέκονταν αμήχανοι και παγωμένοι απέναντι στις δυστροπίες της Ιστορίας, η οποία βεβαίως δεν έκανε διακρίσεις. Ήταν το ίδιο αμείλικτη απέναντι σε αριστερούς και δεξιούς, φτωχούς και πλούσιους, ορθόδοξους και καθολικούς, Στερεοελλαδίτες και Ποντίους.
Αφ’ ης στιγμής μάλιστα το αφήγημα ότι για όλα φταίει ο ΣΕΒ και οι Αμερικανοί άρχισε να ξεφτίζει – κανείς δεν πάει τώρα να διαδηλώσει έξω από το χρηματιστήριο ή την αμερικάνικη πρεσβεία– τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, γιατί οι αντιπαλότητες έπρεπε να δημιουργήσουν τις δικές τους ταυτότητες, όλο και πιο δύσκολα όμως, στον βαθμό που οι συγκυρίες δεν ήταν πάντα με το μέρος τους. Έτσι εφευρέθηκαν νέοι όροι –εθνολαϊκιστές, Μερκελιστές κ.τ.λ.– οι οποίοι, αν και δεν ήταν εντελώς ανερμάτιστοι, δεν μπορούσαν διαρκώς να ανανεώνονται και, το χειρότερο, να πείθουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Μια τέτοια πραγματικότητα θα μπορούσε βέβαια να οδηγήσει στην απόλυτη ακινησία και απάθεια, δεδομένου ότι το εκλογικό σώμα απεχθάνεται το κενό.
Απέναντι σ’ αυτόν τον κίνδυνο ερχόταν ως από μηχανής θεός –σχεδόν πάντοτε– η συνδρομή μιας κακιάς μοίρας, η οποία δεν μπορεί να είναι διαρκώς θετική και για κανέναν. Είχε βέβαια μια προτίμηση στη Δεξιά, όχι στη συγκεκριμένη, αλλά στην εν γένει Δεξιά την μόνη υπαρκτή οντότητα, αυτήν δηλαδή την οποία υπαινίχθηκα παραπάνω, την χωρίς πολιτική θεωρία και ταυτότητα.
Αν εξαιρέσουμε και πάλι το ΚΚΕ, το οποίο πλέον είναι εκτός της Ιστορίας, όλα τα υπόλοιπα κόμματα μοιάζουν, παρόλο που οι φυσιογνωμίες των προσώπων μάς επιτρέπουν μια ορισμένη ταξινόμηση. Δηλαδή μπορείς σήμερα, ακόμα κι απ’ το κούρεμα, να ξεχωρίσεις έναν νεοδημοκράτη από έναν συριζαίο. Κανείς τους δεν έχει κανένα κέρατο πάνω απ’ τη μύτη, αυτό που τους ξεχωρίζει είναι περισσότερο το στιλ. Κάτι το οποίο όμως, αν και έχει την αξία του, δεν συνιστά πολιτικό κριτήριο.
Εκεί λοιπόν που τα πράγματα φαίνεται να ησυχάζουν, εκεί που λες «τώρα άσε να πορευτούμε με τον αυτόματο πιλότο και βλέπουμε», εκεί εμφανίζονται τα στοιχεία της φύσης με τελείως άλλη άποψη. Λες και μας δοκιμάζουν. Οι μεγάλες καλοκαιρινές πυρκαγιές, οι πλημμύρες, τα χιόνια και οι επιδημίες. Εκεί που η ζωή προσπαθεί να ισορροπήσει σε μια κανονικότητα, έρχεται η φύση να σου υπενθυμίσει, με τον πιο τραγικό κάθε φορά τρόπο, ότι δεν μπορείς να εφησυχάζεις τη στιγμή που η γούνα σου καίγεται, ακόμα κι αν η φωτιά είναι αφανής και υφέρπουσα. Ούτε και είναι λογικό να βρίζουμε την καημένη τη Δούρου επειδή βρέθηκε σε λάθος πόστο τη λάθος στιγμή, ούτε και τον φιλότιμο Χαρδαλιά που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι. Η θυσία των προσώπων, οι αποζημιώσεις κ.τ.λ. έχουν πολύ προσωρινό χαρακτήρα. Μπορεί πράγματι να εκτονώνουν τον λαϊκό θυμό και να μετριάζουν τη δυσαρέσκεια της στιγμής, αλλά δεν σου λύνουν το πρόβλημα.
Ποιο είναι το πρόβλημα;
Μα ασφαλώς η Δεξιά. Η οποία, ας πούμε, ξεκίνησε με το ΠΑΣΟΚ και συνεχίστηκε με ΣΥΡΙΖΑ και με τη Νέα Δημοκρατία (για να μην πάμε τώρα πιο πίσω) διατυμπανίζοντας ότι ανάπτυξη είναι η συσσώρευση τόνων από μπετόν στο παραλιακό μέτωπο του Φαλήρου, με νέους τερατώδεις αυτοκινητόδρομους πάνω από τους παλιούς, πάνω από τα κατεστραμμένα Ολυμπιακά Ακίνητα, με διαβάσεις, αναβάσεις, καταβάσεις, με τεράστιες πινακίδες των συναγωνιζόμενων σε επίδειξη κυβερνητικών και περιφερειακών αρχών –τονίζοντας τα εκατομμύρια ευρώ από το ΕΣΠΑ που συρρέουν στα ταμεία μας και ονομάζοντας τα έργα αυτά ανάπλαση!– χωρίς καμιά συστολή, χωρίς αιδώ, τη στιγμή που ξέρουμε ότι όλα αυτά υποκύπτουν και καταρρέουν στην πρώτη καταιγίδα...
Είναι γνωστό ότι η χώρα έχει εισπράξει για υποδομές από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, τα περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλον στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περισσότερα κι από το σχέδιο Μάρσαλ για ολόκληρη την κατεστραμμένη Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Η θεωρία ήταν, δεξιά κι αριστερά, ρίξτε χρήματα και μπετά στην αγορά και κάτι θα γίνει. Πάρτε δάνεια και επιδοτήσεις και κάντε φράγματα, γέφυρες, αντιπλημμυρικά, εκτροπές ποταμών, αυτοκινητοδρόμους ευρωπαϊκών προδιαγραφών, αεροδρόμια, λιμάνια και ξανά από την αρχή και ποτέ να μην τελειώνουν. Αττική Οδός, Ιονία Οδός, Νέα Οδός, Εγνατία Οδός, Ε65 κ.ά. εκεί που είχαμε μόνο τον Μπράλο. Αυτός ήταν ο μόνος δυνατός εκσυγχρονισμός για δεκαετίες.
Ποιος τον υπηρέτησε καλύτερα;
Δεν έχω απάντηση. Αναρωτιέμαι όμως...
γιατί οι πολίτες είναι τόσο αυστηροί: με τις καθυστερήσεις στα αεροδρόμια, τα ξενοδοχεία στη Κάντζα, τον 16ωρο εγκλωβισμό τους στα ΙΧ με τον πρώτο παγετό, με την αστοχία του κράτους: στην Καρδίτσα, στο Μάτι, στην Πεντέλη, στον Ασπρόπυργο, στον Σπερχειό και στις ΜΕΘ. Αφού ψηφίσαμε τους καλύτερους.
Αυτούς δηλαδή που ήταν καλύτεροι από τους προηγούμενους, οι οποίοι προηγούμενοι ήταν σαφώς καλύτεροι από τους αμέσως προηγούμενους, δηλαδή πριν εμφανιστούν αυτοί.
Υ.Γ. Περιττό να πω ότι δεν υπάρχει πουθενά στο διαδίκτυο ένας «τόπος» ή ένας τρόπος να ενημερωθείς για τον αν είναι κλειστή ή ανοιχτή η Μαλακάσα, αν δουλεύει ο Προαστιακός ή ο ΟΣΕ και ποια πλακάκια στο πεζοδρόμιο είναι ασφαλέστερα: αυτά για τους τυφλούς ή τα άλλα τα ξεπατωμένα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου