Η πανδημία και η συνακόλουθη οικονομική κρίση έδειξαν ότι η παραγωγή των υλικών προϊόντων δεν είναι τόσο απλή όσο πιστεύουν πολλοί πολιτικοί και οικονομολόγοι.
Πολλά αγαθά της σημερινής εποχής, από εμβόλια mRNA μέχρι ηλεκτρονικές συσκευές, παράγονται με διαδικασίες που δεν μπορεί κάποιος να τις αντιγράψει εύκολα, όσο χρήμα κι αν δοθεί για επενδύσεις, όση πολιτική βούληση κι αν υπάρχει, όπως κι αν αλλάξουν οι νόμοι. Ούτε καν οι ίδιες οι επιχειρήσεις που παράγουν τα προϊόντα δεν μπορούν πάντοτε να αυξήσουν την ποσότητα όσο γρήγορα απαιτεί η αγορά.
Σήμερα δεν υπάρχουν αρκετοί μικροεπεξεργαστές (microchips) για να καλύψουν τη ζήτηση για συσκευές, που εκτινάχθηκε μέσα στην πανδημία: τηλέφωνα, υπολογιστές, κονσόλες παιχνιδιών. Λείπουν και για τα νέα αυτοκίνητα (που δεν λειτουργούν χωρίς μικροεπεξεργαστές), για μηχανές εργοστασίων, σκούπες-ρομπότ, ηλεκτρονικές ζυγαριές. Οι αναλυτές του κλάδου λένε ότι χρειάζονται τεράστιες επενδύσεις και πολύς χρόνος για να ισορροπήσει η παραγωγή και η ζήτηση.
Η έλλειψη τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, μαζί με την έλλειψη καυσίμων, που επίσης οφείλεται σε περιορισμούς των εγκαταστάσεων παραγωγής και διανομής.
Ο πληθωρισμός αυτού του είδους ήταν σχεδόν άγνωστος από το 1950 μέχρι πρόσφατα. Οι τιμές ανέβαιναν ραγδαία μόνο όταν αυξανόταν πολύ η ποσότητα του χρήματος ή όταν το κράτος ξόδευε πολύ περισσότερα από όσα εισέπραττε.
Το επίπεδο των τιμών εντάχθηκε στο πεδίο μελέτης των μακρο-οικονομικών που εξετάζει συνολικά χρηματικά μεγέθη και στατιστικούς δείκτες απασχόλησης. Σε αυτά τα γενικά μεγέθη εστίαζε και η δημόσια πολιτική. Ξαφνικά τώρα τα μικρο-οικονομικά και οι πραγματικές συνθήκες του κάθε κλάδου απέκτησαν μεγάλη πολιτική σημασία: εξοπλισμός, υλικά, μεταφορές, αλλά και οργάνωση, ειδικότητες και δεξιότητες των εργαζομένων.
Στα εμβόλια για την COVID-19 φάνηκε κάτι ακόμα: όταν πρόκειται για νέα υλικά, με νέα διαδικασία παραγωγής, ο κρίσιμος περιορισμός δεν είναι ο εξοπλισμός, ούτε η διανοητική ιδιοκτησία. Είναι η πρακτική ικανότητα να στήσεις, να δοκιμάσεις, να τυποποιήσεις, να αυξήσεις την ταχύτητα, να ελέγχεις την ποιότητα, και μετά να το ξανακάνεις σε άλλη τοποθεσία – «manufacturing nous» το ονομάζει ένα ρεπορτάζ των Financial Times για την Pfizer, όπου επικρίνουν την εταιρεία για τον τρόπο που εκμεταλλεύεται το ολιγοπωλιακό της πλεονέκτημα. Η (περιορισμένη) προστασία που παρέχει η πατέντα δεν αναφέρεται ως κρίσιμο στοιχείο από κανέναν που γνωρίζει τα ζητήματα. Ο πρόεδρος Μπάιντεν και το Ευρωκοινοβούλιο έκαναν πολιτική χειρονομία τον Μάιο για την άρση της, αλλά σήμερα ο σοβαρός προβληματισμός είναι για τον τρόπο συνεργασίας των αρχικών παραγωγών με άλλα εργοστάσια, ή για την αύξηση της παραγωγής των ιδίων.
Ο Μαρξ θεωρούσε ότι το πλεονέκτημα του εργοστασιάρχη απέναντι στον μισθωτό είναι η ιδιοκτησία του εξοπλισμού, που προστατεύεται από το αστικό κράτος. Υποτιμούσε την αξία της οργάνωσης, της καινοτομίας και των δύσκολων αποφάσεων μεγάλου κόστους που χαρακτηρίζουν τη βιομηχανική επιχείρηση. Το λάθος του φάνηκε στα εργοστάσια της Σοβιετικής Ενωσης, όπου η ιδιοκτησία ήταν στα σοβιέτ, και δεν κατάφεραν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της βιομηχανίας στη Δύση.
Το ίδιο ισχύει όμως και για πολλά στελέχη των κεφαλαιαγορών, που έχουν μια πολύ ρηχή κατανόηση για την παραγωγή. Με στεναχωρούσε παλαιότερα όταν έβλεπα «τα καλύτερα μυαλά» των ελίτ να πηγαίνουν στη Wall Street. Σκεφτόμουν ότι θα πλουτίσουν, αλλά δεν θα κάνουν τίποτε χρήσιμο ή ενδιαφέρον.
Το Silicon Valley έγινε αργότερα ο νέος πόλος έλξης για πολύ ικανούς νέους ανθρώπους. Εκεί όντως δημιουργούν χρήσιμα πράγματα. Μέχρι πρόσφατα όμως αυτά ήσαν μόνο ψηφιακά.
Τούτη η κρίση έδειξε ότι...
τα υλικά πράγματα πρέπει βρεθούν στην κορυφή του ενδιαφέροντος των ελίτ και των κυβερνήσεων. Βιοχημικοί, μηχανικοί παραγωγής, χειριστές μηχανών να γίνουν περιζήτητα επαγγέλματα. Και η βιομηχανία να έχει προτεραιότητα στην αναπτυξιακή πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου