Η καπατσοσύνη χρόνια δεν κοιτά. Διαχρονικός μάρτυρας ο Τομ Σόγερ,
ορφανοπαίδι, του οποίου η τύχη στην ενηλικίωση θα αγνοείται για πάντα.
Ανακαλώ από μνήμης παραβολή από αυτό το παιδικό ευαγγέλιο. Η θεία Πόλι
τα πήρε στο κρανίο, θα μεταφράζαμε σήμερα, με μια σκανταλιά του Τομ που
ξεχείλισε το ποτήρι. Η τιμωρία: Σαββατιάτικα αγγαρεία να ασβεστωθεί από
τα χεράκια του ο φράχτης του σπιτιού. Με τη βούρτσα στο χέρι άρχισε η
έκτιση της ποινής, η οποία έγινε πιο βασανιστική όταν τον πήραν χαμπάρι
τα άλλα παιδιά, που, πηγαίνοντας για παιχνίδι, έκαναν στάση για καζούρα.
Αδιάφορος ο Τομ, σφυρίζοντας, συνέχιζε το ασβέστωμα, δείχνοντας
ευτυχής. «Πάμε για κολύμπι στο ποτάμι, θα έρθεις;». «Τρελαθήκατε; να
αφήσω τον φράχτη για να έρθω μαζί σας;» Αυτό ήταν, απόρησαν, ζήλεψαν,
τσίμπησαν σαν να ήταν ενήλικες. Στήθηκε ουρά από εφηβάκια, η βούρτσα
έγινε σκυτάλη, όχι με το αζημίωτο. Ο Τομ απλώς επόπτευε ασκώντας το
δικαίωμά του στην τεμπελιά και στο τέλος έγινε κροίσος, βγάζοντας
ασπροπρόσωπο τον πλαστουργό του Μαρκ Τουέιν. Τα κέρδη του, που επέτρεψε
στους άλλους να κάνουν τη δουλειά του, ήταν βόλοι, κουβαρίστρες,
σουγιάς, κιμωλίες, χρυσόμυγες, ένας βάτραχος, κ.ά. Η θεία Πόλι γούρλωσε
τα μάτια για την ταχύτητα και ομοιογένεια του ασβεστώματος – και τα
ρούχα του καθαρά: «Είδες πόσο εργατικός είσαι κατά βάθος;».
Σε αντίθεση με τον Τομ του παραμυθιού, η παιδική ηλικία του Αλεξέι
Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ δεν απασχόλησε ποτέ κανέναν. Ως ενήλικος, όμως,
έγραψε το δικό του χρυσό εδάφιο στο ψευδο-ευαγγέλιο του «υπαρκτού». Ηταν
ο ανθρακωρύχος που, συντρίβοντας κάθε ατομικό ρεκόρ εξόρυξης άνθρακα
στη βάρδιά του, έδωσε το μέτρο της αυτοθυσιαστικής υπεράνθρωπης
εργατικότητας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και του σοσιαλιστικού
ιδεώδους της εποχής βεβαίως· ανεβάζοντας πολύ (ενίοτε μοιραία) τον πήχυ
υποχρεώσεων άλλων εργατών στα χρόνια του πολλά υποσχόμενου για τους
εχθρούς του, σταλινισμού.
Τι έξοχη ειρωνεία! «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» είχε υμνήσει δεκαετίες
νωρίτερα με ένα τολμηρό, ιδιοφυές πολιτικό κείμενό του ο Πολ Λαφάργκ,
εμβριθής σοσιαλιστής διανοούμενος κι αν αυτό έχει κάποια σημασία και
γαμπρός του Μαρξ. Σε ρόδινους καιρούς, ο συγχρωτισμός με επαγγελματίες
τεμπέληδες –πολλοί όμως με άρρητο προσοντολόγιο– πορευόταν υπό καθεστώς
κιμπάρικης, εκ του ασφαλούς, ανοχής τους.
Είναι σαφές όμως ότι ο Λαφάργκ
μιλάει για...
το ιερό δικαίωμα του ελεύθερου χρόνου, της βραχύχρονης
λυτρωτικής αυτοδιάθεσης που δεν χορταίνει από το μεροδούλι-μεροφάι.
Για
άλλους λόγους, άνεργοι, συνταξιούχοι, αμειβόμενοι με ψιχία –αυτοί που
συγκροτούν την πλειονότητα– έχουν ελεύθερο χρόνο· πνιγηρό, άδικο, τραχύ.
Μα και για τους υπόλοιπους, καθρέφτης αληθείας τους είναι τα σαν
πένθιμα πρόσωπα των άλλων. Συγκάτοικοι όλοι. Σε μια χώρα αγέλαστο πέτρα.
Με εξοστρακισμένη τη φευγαλέα, ανθρωπίνως αναγκαία, αμεριμνησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου