"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


«Μ’ ένα σίδερο σονάρουνε»...

Tου Παντελη Μπουκαλα

«Σου ’πανε πολλοί τα κάλαντα;». Το ερώτημα, που γυρνάει και ξαναγυρνάει στις κουβέντες μας τέτοιες μέρες, πρέπει να πρωτοακούστηκε πολύ πριν το θέσει ο Σολωμός στη σατιρική «Πρωτοχρονιά» του· έπαιζαν τότε στους δρόμους της Ζακύνθου  «ταμπουράδες, μαντολιά / και κιτάρες και βιολιά», ενώ τα παιδιά, «τα βρωμόπαιδα» για την ακρίβεια, αφού έτσι τα λέει ο γιατρός Ροΐδης, «σονάρανε με μια σιδεροστία», έπαιζαν δηλαδή με το τριγωνάκι τους, το «σίδερό τους», και «έπαιρναν όβολα». 

Να, λοιπόν, που οι μικροί τραγουδιστές των εορτών έπαιρναν και χρήματα από τότε, Πρωτοχρονιά του 1824, κι όχι μονάχα γλυκά, μήλα και καρύδια. Το σενάριο λοιπόν περί «φθοράς της παράδοσης» και «εκχρηματισμιού των εθίμων» δεν καλοστέκεται.

Τα ίδια τα κάλαντα πάντως όλο και λιγοστεύουν: την Πρωτοχρονιά δεν έρχονται να μας τα πουν ούτε οι μισές μικροκομπανίες των Χριστουγέννων, στα Φώτα είναι θαύμα αν εμφανιστεί έστω μια παρέα, όσο για τα λαζαρίτικα (παίρναμε σβάρνα τις γειτονιές, φορτωμένοι μαντίλια μεταξωτά, για να πούμε τον «Λάζαρο αναστημένο»), ίσως επιζούν σε κάνα χωριό νησιού ή βουνού που επιμένει να πορεύεται μακριά από την ομοιογενοποιητική τηλεόραση ή σε τίποτα εκδηλώσεις «αναβίωσης». Κι έτσι, το ερώτημα «σου ’πανε πολλοί τα κάλαντα;», τίθεται πια με περισσότερη αγωνία, τουλάχιστον απ’ όσους συνεχίζουν να το ’χουν σε καλό να τους τα λένε πολλοί.

Πάει ωστόσο να γίνει κάπως του συρμού τα τελευταία χρόνια, με σχόλια στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις και στο Διαδίκτυο, μια γκρίνια για τα κάλαντα. Ηρθε ο καιρός να τα περιλάβει και αυτά η «αποδόμηση»; Ας μη βιαστούμε να συμπεράνουμε. Διαβάζω, πάντως, ή ακούω αρκετούς που γκρινιάζουν, και για τον λόγο του ο καθένας, πραγματικό ή της φαντασίας του. Αλλος εκνευρίζεται που τον ξυπνάνε πρωινιάτικα, και μάλιστα για να του πουν «καλήν εσπέραν». Αλλος μουτρώνει επειδή θέλει να πιστεύει ότι βλέπει μουτρωμένα τα παιδιά όταν τους δίνει λίγα. Ο τρίτος δυσφορεί επειδή «όλο μαυράκια και Αλβανάκια βλέπω, χάθηκαν τα Ελληνόπουλα». Ο τέταρτος ενοχλείται που μετά τα τρία πρώτα στιχάκια, τα παιδιά περνάνε γρήγορα στα «Χρόνια πολλά» για να ξαναβγούν στη γύρα. Ο άλλος δυσθυμεί επειδή η μικρή αυτοσχέδια κομπανία φαλτσάρει. Κι οι πιο πολλοί επειδή οι πιτσιρικάδες βγαίνουν λέει μόνο για τα λεφτά, δεν το χαίρονται...

Ε, λοιπόν, η δημοτική ποίηση (και τα κάλαντα σαν μέρος της) φρόντισε να δώσει εξαρχής την απάντησή της στους ψυχικώς τσιγκούνηδες. Να, όπως σε τούτο το επτανησιακό πρωτοχρονιάτικο τραγούδι που, ποιος ξέρει, ίσως το άκουγε κι ο Σολωμός: 
«Εμείς εδώ δεν ήρθαμε λεφτά για να μας δώσεις,
μα είναι ντροπή να φύγουμε χωρίς να μας πληρώσεις»

Κι αν δεν αρκεί αυτό, ιδού και το κρητικό: 
«Ακόμα δεν το ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις, 
να μας εδώκεις τίποτα κι απόκειας να σφαλίξεις;».

Δεν υπάρχουν σχόλια: