"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: Η Μάνα του Χριστού

Toυ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

Πως οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! Πως είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι έμεινεν άχνα και πάει)
σαν τα άλλα σου αδέρφια να σ´είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ´αυλή με πηγάδι
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι,
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι άμα ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν´ανασαίνει βαθειά τ´όλο κέδρον αγέρι.

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια να αρχίσει.

Κι ο εκατόχρονος θάνατος θάφτανε μέλι
και πολλή φύτρα θ´άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφια κι αμπέλι
τ´αργαστήρι εκεινού που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει.
Ξεφαντώνουν τ´αηδόνια στα γύρω περβόλια
λειμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσχοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην Άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκειά γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιε μου
δεν μιλάς, δεν κοιτάς πως μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει σαν της παίρνουν το τέκνο η δαμάλα
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα
τρέχουν αίμα τ´αστήθια που βύζαξες γάλα.

Πως αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νάμπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ´όνομά σου!

Και στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη
δολερά ξεσηκώσανε τ´άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι οι φίλοι.


Μα, γιατί να σταθείς να σε πιάσουν; Κι ακόμα
σα ρωτήσανε «ποιος ο Χριστός;» τι´πες «Να με!».
Αχ! Δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα
τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ’ έμαθα ακόμα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: