KOINΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Κοινωνική κινητικότητα και ξεπεσμένοι αρχοντοχωριάτες
Του Χρήστου Χωμενίδη
Εάν με ρωτήσετε τι αναπολώ από τα παιδικά μου χρόνια, δεν θα αναφέρω προφανώς τις αλάνες –αλάνες δεν υπήρχαν πλέον στο κέντρο της Αθήνας στη δεκαετία του ’70.
Δεν θα μιλήσω για τον αττικό ουρανό, γκριζοκαφετής
τις ηλιόλουστες μέρες, λόγω του "νέφους", της αιθαλομίχλης που πλάκωνε
το λεκανοπέδιο.
Δεν θα σας βομβαρδίσω με ρομαντικές εικόνες: Τα πλακιώτικα στενά να σφύζουν από μαυριδερά καμάκια και βορειοευρωπαίες τουρίστριες, οι οποίες άπλωναν τα σλίπινγκ-μπαγκ
τους όπου έβρισκαν, ακόμα και μέσα σε αυλές σπιτιών, και προκαλούσαν
κρίσεις υστερίας στις Ατθίδες μεγαλοκοπέλες. Στις "οικογενειακές"
ταβέρνες να γίνεται τις Κυριακές το σώσε – νήπια να τσιρίζουν από
βαρεμάρα και συμπεθέρια να ανταλλάσσουν φαρμακερά υπονοούμενα για προίκες...
Θα σταθώ αντιθέτως, πλήρης νοσταλγίας,
στην κοινωνική κινητικότητα, η οποία ήταν ακόμα τότε πάρα πολύ έντονη.
Που την έβλεπες στα πρόσωπα των φοιτητών από την επαρχία. Των ναυτικών
που ξεμπάρκαραν κι έστηναν μια μικρή, δική τους επιχείρηση. Των
κοριτσιών που ήταν "εσωτερικές υπηρεσίες" σε σπίτια και έβγαιναν τα
Σάββατα ραντεβού με Ευέλπιδες. Των ραδιοπειρατών που εξέπεμπαν παράνομα
από αυτοσχέδιους πομπούς σε πλυσταριά.
Κατά τη γνώμη μου, η κοινωνική κινητικότητα αποτέλεσε το μεγαλύτερο ατού της Ελλάδας επί δύο τουλάχιστον αιώνες.
Τι εννοώ ως κοινωνική κινητικότητα;
Ότι η κάθε γενιά ακολουθούσε μια
διαδρομή ζωής τελείως διαφορετική από την προηγούμενή της.
Ότι ελάχιστοι
βολεύονταν –αρκούνταν έστω– στις
σταθερές που τους παρέδιδαν οι γονείς τους. Πως η φράση "Έτσι ήρθανε τα
πράγματα μα έτσι δεν θα πάνε" αποτελούσε ευαγγέλιο για τους Έλληνες.
"Για ποιες σταθερές μιλάς;" θα
καγχάσετε. "Για τη μεγάλη πλειονότητα, μοναδική κληρονομημένη σταθερά
ήταν η φτώχεια. Το μεροδούλι-μεροφάι σε ένα αγροτικό περιβάλλον, γεμάτο
από αντιξοότητες και προκαταλήψεις. Ποιος νέος άνθρωπος θα παρέμενε στο
χωριό ή στο νησί του για να επιβιώνει απλώς και να στραβογερνάει πριν
της ώρας του, τσαλαβουτώντας στα λασποχώραφα, οργώνοντας τα αφρισμένα
κύματα;
Αλλά και να’ ταν τόσο ολιγαρκής, η ίδια η
πραγματικότητα δεν θα τον άφηνε να βγάλει ρίζες. Όλο και κάποιος
πόλεμος θα ξεσπούσε. Όλο και μια κοινωνική αναταραχή θα ανέτρεπε τα
δεδομένα του. Πότε θα επιστρατευόταν, πότε θα μετανάστευε σε Αμερική ή
Γερμανία, πότε θα κατηφόριζε στην πόλη, για να ανακατευτεί με το πλήθος
και να απαλλαγεί από το στίγμα ότι ο πατέρας του ή ο μπάρμπας του ήταν
στο ΕΑΜ… Οι άνθρωποι κινούνταν αενάως. Όχι όμως από περιπετειώδη
διάθεση. Μα από ανάγκη."
Συμφωνώ απολύτως. Και επαυξάνω λέγοντας
ότι οι Έλληνες σπανίως ξέφευγαν από τον ατομικισμό τους για να
επενδύσουν στη συλλογικότητα. Καθένας πίστευε στο προσωπικό του άστρο,
κυνηγούσε το δικό του όνειρο.
Για αυτό και ποτέ δεν αναπτύχθηκε στέρεα
ταξική συνείδηση.
Για αυτό, ίσως, από όλες τις εθνότητες που
μετανάστευσαν στην Αμερική, εμείς υπήρξαμε η μοναδική που δεν
δημιούργησε κάποιου είδους μαφία. Δεν καταφέρναμε να οργανωθούμε, να
πειθαρχήσουμε στην αυστηρή ιεραρχία και στο νόμο της σιωπής, ούτε καν
για να εγκληματήσουμε...
Από την άλλη ωστόσο –σπρωγμένος από την ανάγκη και τον εγωισμό του– ο
Έλληνας του 20ου, του 19ου αιώνα, ενίοτε και της Τουρκοκρατίας, έπαιρνε
τη μοίρα του στα χέρια του και ξεπερνούσε, όχι σπάνια, κάθε προσδοκία.
Πέρα από τις διηγήσεις των παππούδων μας, το διαπιστώνουμε περίτρανα σε
περιπτώσεις ανθρώπων που άφησαν βαθύ το ίχνος τους στην Ιστορία.
Η Κυβέλη –που δέσποσε, μαζί με την Μαρίκα Κοτοπούλη, στο θέατρο επί δεκαετίες–
υπήρξε βρέφος έκθετο, το οποίο υιοθέτησε ένα πάμπτωχο ζευγάρι. Ο
Γεώργιος Παπανδρέου τριτότοκος γιός παπά, γεννημένος σε ένα μικρό χωριό.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντίστοιχης περίπου προέλευσης. Ο Ελευθέριος
Βενιζέλος αναγκάστηκε για ένα διάστημα να αφήσει τις σπουδές του και να
δουλέψει στο μαγαζί του μικρέμπορου πατέρα του. Η ελληνική κοινωνία
προφανώς είχε την οξυδέρκεια και τη διάθεση να εντοπίζει και να
αναδεικνύει τα ταλέντα της.
Τα μεγάλα τζάκια, από την άλλη, κατά κανόνα εκφυλίζονταν σε τρεις –τέσσερις το πολύ– γενιές.
Η πρώτη γενιά κατακτούσε το κοινωνικοικονομικό κύρος, η δεύτερη το
συντηρούσε, η τρίτη το καταβαράθρωνε. Από την αριστοκρατία των
πρωταγωνιστών του 1821, ελάχιστα αποσπόρια έπαιζαν κάποιο ρόλο εκατό
χρόνια αργότερα. Η τράπουλα, το αίμα ανακατευόταν στην Ελλάδα διαρκώς.
Δεν λίμναζε, δυνάμωνε."
"Χάθηκε η κοινωνική κινητικότητα;"
Τις τελευταίες δεκαετίες υποχώρησε
αισθητότατα. Η κοινωνική σεισάχθεια που επεχείρησε ο Ανδρέας Παπανδρέου
βάζοντας αδιακρίτως στο παιχνίδι τους "μη προνομιούχους”, η
ευημερία-φούσκα της εικοσαετίας 1990-2010, κατήντησε την κοινωνία νωθρή.
Βολεμένη. Το παιδί του μάστορα έγινε δημόσιος υπάλληλος. Ο επίγονος του
μποέμ καλλιτέχνη μπουκώθηκε με επιχορηγήσεις και έχασε το σφρίγος και
το μπρίο του. Ακόμα και ο επιχειρηματίας επιχειρούσε πλέον με δάνεια και
με ευρωπαϊκά κονδύλια, αποφεύγοντας το προσωπικό ρίσκο. Στο
αριστούργημά του, τον "Γιούγκερμαν”, ο Μ. Καραγάτσης περιγράφει την
κωμικοτραγική μοίρα της οικογένειας Σκλαβογιάννη που από πρωτοπόροι
κλωστοϋφαντουργοί κατέληξαν καταχρεωμένοι αρχοντοχωριάτες. Εξήντα χρόνια
ύστερα από τον "Γιούγκερμαν”, στην αυγή του 21ου αιώνα, η Ελλάδα είχε
γεμίσει με Σκλαβογιάννηδες κάθε διαμετρήματος.
Η σημερινή κυβέρνηση κατ’εξοχήν εκφράζει
τους καταχρεωμένους αρχοντοχωριάτες:
Τους ανθρώπους που απεχθάνονται
την αριστεία και τρέμουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Που δηλώνουν από τα
εικοσιπέντε τους "αδιόριστοι”.
Που από το να αναζητήσουν τη μοίρα τους
μεταναστεύοντας, προτιμούν να γεράσουν μες στην ψευδαίσθηση ασφάλειας
που προσφέρει το πατρικό ή το προικώο τους.
Που διοχετεύουν τη
φιλοπατρία και την εθνική τους περηφάνεια μόνο σε ό,τι είναι γραφικό και
παρωχημένο. Δηλαδή ακίνδυνο.
Πιθανολογώ, κυρίως δε ελπίζω, ότι με τη σημερινή κυβέρνηση ζούμε το τέλος των παρηγορητικών –μα στην ουσία δηλητηριωδών–
ψευδαισθήσεων.
Πως σύντομα η κοινωνική κινητικότητα θα ξαναγίνει ο
κανόνας. Και οι Έλληνες θα ξαναβγούν στον δρόμο ως πολυμήχανοι Οδυσσείς,
πολυτεχνίτες και ερημοσπίτες, με παιχνιδιάρικο χαμόγελο και λαίμαργο
μάτι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου