Toυ Μιχάλη Τσιντσίνη
Οποιος έχει φοιτήσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο τα τελευταία τριάντα-σαράντα χρόνια αισθάνεται αυτές τις μέρες νέος. Η χορογραφία της (αυτο)ακύρωσης της πανεπιστημιακής ζωής τού επιτρέπει να ξαναζήσει –αυτή τη φορά ως παρατηρητής– τα νιάτα του. Δεν έχει αλλάξει τίποτε –αυθαιρεσία των μειοψηφιών, αβουλία των ακαδημαϊκών, παραλυτική τρομοκράτηση της πλειοψηφίας–, εκτός από το όνομα του υπουργού που παρακολουθεί και καθησυχάζει, γιατί ξέρει ότι αυτοί που κλείνουν τις σχολές εννοούν να εκμαιεύσουν μια βίαιη αντίδραση· ένα ή περισσότερα ανοιγμένα κεφάλια· βενζίνη για να βρέξουν το στουπί τους.
Αυτή η επίμονη κυκλικότητα της μεταπολιτευτικής ρουτίνας δικαιολογεί και τα κλισέ.
Δικαιολογεί και τον μεμψίμοιρο κυνισμό για το «αμεταρρύθμιστο» της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Το αίσθημα αυτό δικαιώθηκε και εμπεδώθηκε στη χρεοκοπία: ό,τι είναι κρατικό, είναι στοιχειωμένο – καταδικασμένο να τρώει δημόσιο χρήμα και να αποδίδει μόνο υπέρ του εαυτού του.
Ακόμη και οι επιτυχείς μεταρρυθμίσεις –όπως της ψηφιακής διακυβέρνησης– έδειχναν να επιβεβαιώνουν την καταστατική καχυποψία: το Δημόσιο δεν το αλλάζεις· το προσπερνάς. Ανοίγεις ψηφιακές παρακαμπτηρίους, για να μη χρειαστεί να αναμετρηθείς με τη γραφειοκρατική απολίθωση και το ανεπίδεκτο επανεκπαίδευσης προσωπικό του.
Το bypass, όμως, δεν είναι παντού εφικτό.
Δεν μπορείς (ακόμη) να έχεις ψηφιακούς γιατρούς στα δημόσια νοσοκομεία.
Δεν μπορείς (ακόμη) να αναπτύξεις τηλεκατευθυνόμενο στόλο και αεροπορία.
Δεν έχει (ακόμη) εφευρεθεί ο ψηφιακός δάσκαλος. Εχεις ανάγκη καλά καταρτισμένους, καλά αμειβόμενους και ψυχωμένους δημόσιους λειτουργούς.
Το μεταχρεοκοπικό κλισέ ότι «όλοι στο Δημόσιο είναι κηφήνες» έχει οδηγήσει σήμερα σε μια μάλλον επικίνδυνη κατάσταση:
Η οικονομία αναπτύσσεται και δημιουργεί καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας υψηλής κατάρτισης. Ενας γιατρός ή ένας μηχανικός πλοίου θα βρει πολύ καλύτερες συνθήκες εργασίας και πολύ υψηλότερες απολαβές στον ιδιωτικό τομέα. Σύντομα το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τον καθηγητή δημόσιου πανεπιστημίου. Οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να απομειώνεται, καθώς οι μισθοί τους δεν έχουν ακόμη επανέλθει από το σοκ της μαύρης δεκαετίας.
Τι θα έπρεπε να κάνει η πολιτεία για να κρατήσει τους λειτουργούς που η ίδια εκπαίδευσε;
Να καθιερώσει πάλι «ειδικά μισθολόγια»;
Να πυροδοτήσει πάλι έναν επιδοματικό ανταγωνισμό μεταξύ των συντεχνιών του Δημοσίου;
Να τροφοδοτήσει τη δικαιολογημένη καχυποψία της κοινής γνώμης, ότι οι προστατευμένοι από τη μονιμότητα και αναξιολόγητοι εργαζόμενοι είναι σε θέση να εκβιάζουν το πολιτικό σύστημα;
Και ποιος ξέρει ότι τα μπόνους θα πηγαίνουν όντως σ’ αυτούς που κάνουν τρεις ημέρες συνεχόμενα εφημερίες ή είναι σε αποστολή 100 μέρες στη θάλασσα και δεν θα καταλήξουν στις λιποαποθήκες των ρουσφετιών, που κολλάνε ένσημα «μάχιμου» ενώ ζεσταίνουν τις καρέκλες της γραφειοκρατίας;
Αυτή πάντως είναι πια η πρόκληση για το ημιαιωνόβιο μεταπολιτευτικό κράτος: να βρει, επιτέλους, εκείνο το μάνατζμεντ που θα του επιτρέψει να κρατήσει και να ξεχωρίσει –και να αναταμείψει αναλόγως– τον επαγγελματισμό και το ταλέντο.
Δυστυχώς, γι’ αυτό χρειάζεται…
«αναλογική» –προψηφιακή– βούληση και πολιτική φαντασία.
Δεν υπάρχει app.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου