Του ΠΑΣΧΟΥ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ
Γράφαμε (βλ. προηγούμενη ανάρτηση) για τη συζήτηση περί Δικαιοσύνης, που γίνεται στα τυφλά. Αναφερθήκαμε στη θρυλούμενη δικομανία των Ελλήνων, διότι είναι διαισθητική. Δεν έχουμε τον αριθμό των μηνύσεων που γίνονται κατ’ έτος για να συγκρίνουμε με άλλες χώρες κι έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πού ακριβώς υπάρχει πρόβλημα.
Σε ό,τι αφορά, πάντως, τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια, παρατηρείται κάτι περίεργο. Σύμφωνα με το «EU Justice Scoreboard 2022» στα ελληνικά δικαστήρια φτάνουν λιγότερες υποθέσεις (1,9/100 κατοίκους το 2019) από άλλες χώρες όπως το Βέλγιο (6,1/100 κατ.), ή η Ιρλανδία και Ισπανία (2,7/100) κ.ά. Το περίεργο, όμως, με την Ελλάδα δεν είναι αυτό. Ενώ οι υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια μειώνονται (το 2010 ήταν 4/100 κατοίκους και το 2019 1,9/100) ο χρόνος για τη δικαστική τους επίλυση αυξήθηκε: από 190 ημέρες το 2010, σε 637 το 2019. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό δικαστών (18/100.000 πληθυσμού) σε ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη: Ιταλία 11/100.000, Γαλλία 10,7, Ιρλανδία 3,2.
Αυτή είναι η ορατή πλευρά του δικαστικού μας συστήματος.
Υπάρχει και η σκοτεινή, υπό την έννοια ότι δεν έχουμε στοιχεία, και αφορά το ποινικό της σκέλος. Ξέρουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στους δείκτες εγκληματικότητας: το 2020 η αστυνομία κατέγραψε 0,68 αδικήματα/100.000 κατοίκους, όταν στο Βέλγιο ήταν 1,23 και στη Γαλλία 1,31 (Eurostat, Crime and Criminal Justice Database). Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι, παρά τα όσα λέγονται, και η εγκληματικότητα έπεσε στα χρόνια της κρίσης: από 1,65 αδικήματα/100.000 κατοίκους το 2011, σε 0,68 to 2020.
Συνεπώς, η θρυλούμενη δικομανία των Ελλήνων βασίζεται στον άγνωστο Χ: πόσες μηνύσεις καταθέτουμε κατ’ έτος;
Ο θρυλούμενος επίσης φόρτος των δικαστηρίων βασίζεται σε έναν ακόμη άγνωστο Ψ: πόσες από τις μηνύσεις που κατατίθενται μπαίνουν στο αρχείο και πόσες φορτώνονται στα ακροατήρια;
Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι τα ελληνικά δικαστήρια κάνουν καψόνια επί δεκαπενταετία στον πρώην πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, ο οποίος διαρκώς αθωώνεται και διαρκώς κάποιος δικαστής κάνει αναίρεση. Παρά το γεγονός ότι η δουλειά του κ. Γεωργίου αναγνωρίζεται διεθνώς και από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, «η δίκη χρησιμοποιείται...
σαν “εργαλείο” προκλήσεως εντονότατης, αλγεινής όχλησης και βλάβης που θα πονέσει τον αντίδικο, που θα του επιφέρει ψυχική αναστάτωση και φθορά, περιουσιακή ζημία ή/και κοινωνική απαξία», όπως ορθότατα έγραφαν προχθές οι δικαστές του ΣτΕ («Η ευτελής προσφυγή στη Δικαιοσύνη», «Καθημερινή», 14.2.2023).
Πόσες άλλες τέτοιες υποθέσεις εκκρεμούν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου