Η Ελλάδα, σε επίπεδο άτυπων πολιτικών και κοινοβουλευτικών αρχών, έχει άλλη μία ιδιαιτερότητα: είναι η χώρα στην οποία οι πρώην πρωθυπουργοί δεν πάνε σπίτι τους, αλλά παραμένουν δια μακρόν στα βουλευτικά έδρανα, τα οποία μάλιστα καταλαμβάνουν δίχως σταυρό προτίμησης και περίπου αυτοδικαίως, εφόσον το κόμμα τους εξασφαλίσει μία έδρα στην περιφέρεια όπου είναι υποψήφιοι.
Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει με κάθε δυνατό τρόπο ως προς το αν αυτό είναι σωστό ή όχι, ως προς το αν συμβάλλει σε κάποια πολιτική πρόοδο ή ως προς το πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Η ουσία είναι πάντως: Τι οφείλει κανείς να αναμένει από κάποιον πρώην πρωθυπουργό και πώς θα όφειλε ο εκάστοτε πολιτικός με αυτήν την ιδιότητα να αντεπεξέρχεται σε αυτές τις προσδοκίες;
Το θέμα μας εδώ είναι ότι έχουμε μπλέξει κάπως με τους πρώην πρωθυπουργούς μας.
Στη Βουλή σήμερα, έπειτα από τις εκλογές του 2019, πρέπει να σημειώνεται ένα ρεκόρ. Μέλη της είναι συνολικά πέντε πρόσωπα που έχουν περάσει από το γραφείο του ισογείου του Μεγάρου Μαξίμου. Κατά χρονολογική σειρά των θητειών τους: Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου, Παναγιώτης Πικραμένος, Αντώνης Σαμαράς, Αλέξης Τσίπρας. Για τον Παναγιώτη Πικραμένο δεν μπορεί κανείς να πει και πολλά, ήταν υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και βρίσκεται στα έδρανα ως βουλευτής Επικρατείας, μία υποψηφιότητα που είχε προφανείς συμβολισμούς. Δεν θα είναι, άλλωστε, ξανά υποψήφιος. Για τους υπόλοιπους υπάρχουν διάφορα που μπορεί κανείς να σημειώσει.
Από τον Κώστα Καραμανλή αναμέναμε μέρες μία δήλωση ως προς το αν θα είναι και πάλι υποψήφιος. Είχε γίνει αυτό πολιτικό ζήτημα, επειδή με δική του πρωτοβουλία άνοιξε ένα θέμα έπειτα από τις αιχμές του κατά της κυβέρνησης το καλοκαίρι. Επίσης, για διάφορους λόγους και με πολλούς τρόπους, είναι ένας «πρώην», ο οποίος ποτέ δεν μπήκε στο στόχαστρο του Τσίπρα για τις ευθύνες της διακυβέρνησης 2004-2009, αν μιλάμε για τον δρόμο προς την κόλαση των μνημονίων. Γνωστά αυτά.
Ο Γιώργος Παπανδρέου πάλι, μπήκε στο στόχαστρο του Τσίπρα και μάλιστα με βολές κατά ριπάς, λόγω των μνημονίων. Όχι για τους σωστούς λόγους προφανώς, δηλαδή για τον χρόνο αντίδρασής του και τη διαχείριση της κρίσης που ερχόταν με φόρα και όλοι έβλεπαν. Ο ίδιος εγκατέλειψε το κόμμα του, ξαναγύρισε, εκλέχτηκε βουλευτής με τον γνωστό τρόπο, ξαναδιεκδίκησε την ηγεσία του ΠαΣοΚ σε μία ανεξήγητη κίνηση, έχασε και σήμερα έχει δημιουργηθεί μια κάποια φασαρία, επειδή συνομιλεί, μέσω πολλών διαύλων, με τον πάλαι ποτέ υβριστή του. Ποιος ξέρει για ποιο ακριβώς πράγμα και για ποιο σκοπό.
Ο Αντώνης Σαμαράς είναι από την άλλη, τουλάχιστον στη δημόσια εικόνα του, ο πιο προσεκτικός από όλους. Έχει στηρίξει την κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη, έχει υπερασπιστεί τις δικές του πάγιες θέσεις και δεν μπορεί κανείς βασίμως να του προσάψει κάτι. Ως προς το αντιμνημονιακό παρελθόν του, έχει κάνει την αυτοκριτική του και με δηλώσεις και εμπράκτως, όταν συγκυβέρνησε με τον Βαγγέλη Βενιζέλο και το ΠΑΣΟΚ, έχοντας απέναντι του το αντάρτικο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά πάντως σήμερα δηλώνει κι αυτός ενεργός και παρών.
Το ερώτημα στην παρούσα συγκυρία είναι αρκετά απλό και οφείλει να τεθεί, απαλλαγμένο από πάθη και επιδράσεις του παρελθόντος: Τι προσωπικές πολιτικές επιδιώξεις έχουν οι πρώην πρωθυπουργοί;
Ποιον καημό και ποια αγωνία δικαίωσης και για ποιο ακριβώς πράγμα; (Αυτό το τελευταίο περιλαμβάνει και τον Τσίπρα).
Και τελικά, κάτι απλούστερο και ίσως σημαντικότερο:
Πόσο και γιατί πρέπει να ενδιαφέρει τους πολίτες και πόσο να απασχολεί τη συζήτηση για το μέλλον της χώρας, ο καημός και η αγωνία της δικαίωσης εκείνων που κυβέρνησαν, δοκιμάστηκαν και κρίθηκαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου