Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Εχει κάθε ανθρώπινη συλλογικότητα τη δική της κοινή γλώσσα –κώδικα προφορικό και γραπτό για να σημαίνονται πρόσωπα, πράγματα, ενεργήματα, επιθυμίες, στοχεύσεις. Σηματοδοτούμε, με κοινό σε κάθε συλλογική συνύπαρξη κώδικα, ατομικές, μοναδικές και ανόμοιες εμπειρίες αυτεξουσιότητας, αυτοβουλίας, αυτονομίας, αυτενέργειας – κοινοποιούμε το απολύτως ιδιωτικό και ανεπανάληπτο, το κοινωνούμε.
Κάποτε ονομάζαμε «δημόσιο» ένα φυσικό αγαθό ή ανθρώπινο τεχνούργημα κοινής ανάγκης και κοινής χρήσης: την ύδρευση, το ηλεκτρικό ρεύμα, τον καλοστρωμένο δρόμο, ένα «πάρκο» στην πόλη. Πληρώναμε φόρους, για να λειτουργούν συλλογικές εξυπηρετήσεις. Ο,τι ήταν «δημόσιο» σήμαινε ότι το συντηρούσαμε με τη συνδρομή μας όλοι, προκειμένου η εξυπηρέτηση να είναι κοινή.
Κοντολογίς, όταν κάποτε χαρακτηρίζαμε κάτι ως «δημόσιο», το θεωρούσαμε αυτονόητα ως έργο ή υπηρεσία «κοινής ωφέλειας», εισπράτταμε το όφελος ως κοινόχρηστο αγαθό. «Δημόσιος» ήταν ο δρόμος, η πλατεία, το πάρκο, τα σχολεία, η εκκλησιά, κάθε τι που όλος ο «δήμος» (κάθε πολίτης) μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ελεύθερα, σαν ιδιοκτησία του, χωρίς κόστος, δωρεάν.
Σήμερα, για να «πεταχτεί» ο πολίτης από την Αθήνα ως την Ελευσίνα ή τη Θήβα πρέπει να πληρώσει τέσσερις (4) φορές «διόδια», ποσά δυσανάλογα προς τις αποδοχές όχι χειρώνακτα εργάτη, αλλά και πολυσπουδαγμένου επιστήμονα.
Τα διόδια, οι φόροι (άμεσοι και έμμεσοι), τα «τέλη» που καταβάλλει ο πολίτης για κάθε εξυπηρέτησή του από τις τοπικές αρχές ή την κεντρική εξουσία, συναθροιζόμενα όλα καταλήγουν κάποτε να δεσμεύουν τον πολίτη σε σημείο που δεν διαφοροποιείται η πολιτική «ελευθερία» του από την τυραννία της υποταγής σε ξενική δουλεία και κατοχή. Υπάρχουν χώρες όπου όσοι πολίτες επέλεξαν ως πηγή βιοπορισμού τους την εξυπηρέτηση των κοινών αναγκών, αμειβόμενοι από τον κοινό κορβανά, εξελίσσονται νομοτελειακά σε τυράννους των συμπολιτών τους.
Αφετηρία, αλλά και αιτιώδης αρχή αυτής της θλιβερής διαστροφής είναι, κατά τα φαινόμενα, οι αντιφάσεις της πολιτικής: το υψηλό επίπεδο των λόγων, της θεωρίας, και η οδυνηρή (συχνά ακόμα και καταστροφική) ιδιοτέλεια της πράξης, των πολιτικών αποφάσεων, του ηγετικού ήθους. Ο Ροΐδης χλεύασε τη μονότροπη επιδίωξη των ανθρώπων της πολιτικής να μισθοδοτούν την ιδιοτέλεια και την απληστία ψηφοφόρων που ζητάνε μόνο «να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».
Δύο αιώνες τώρα, η δολιότητα και η αυθαιρεσία, στον ελλαδικό πολιτικό βίο, κερδίζουν αδιάκοπα έδαφος εξυμνώντας, θριαμβικά και υποκριτικότατα, τους μεγαλειώδεις συνειρμούς του προγονικού παρελθόντος. Αυτή η αντίφαση, λαμπρού παρελθόντος και ευτελισμένου παρόντος, μας έχει κουράσει τους Ελληνες, δεν αντέχεται άλλο. Λειτουργεί αυτή η αντίφαση σαν οριστικό δεδομένο, αγιάτρευτο κουσούρι του θλιβερού Νέου Ελληνισμού.
Η πλειονότητα του εκλογικού σώματος δηλώνει σιωπηρά την ετοιμότητά της για κάτι καινούργιο στην πολιτική. Δεν διστάζει να στείλει στη Βουλή καινούργια, πρωτοεμφανιζόμενα κόμματα, που τολμούν να αρθρώσουν επαγγελίες πολιτικές, διαφοροποιημένες από το χιλιοφθαρμένο ρεπερτόριο των υπαρχόντων κομμάτων. Θετικό δεδομένο είναι και η πιστοποίηση ότι οι Ελληνες ψηφίζουν πρωτίστως αρχηγό και δευτερευόντως κόμμα, εμπιστεύονται πρόσωπα, όχι ιδέες και διακηρύξεις.
Αλλά και αυτή η τελευταία πιστοποίηση επιδέχεται διαφορετικές αποτιμήσεις. Η ανθρώπινη ποιότητα, για να κριθεί και εκτιμηθεί, απαιτούνταν προϋποθέσεις δυσεύρετες στους διαμορφωτές κοινής γνώμης στην Ελλάδα. Είναι κυριολεκτικά απελπιστική, για το μέλλον της εγχώριας πολιτικής, η στάθμη της ολιγόνοιας, ο ανταγωνισμός σε επιδόσεις λαϊκισμού, η χυδαιότητα που ακυρώνει κάθε πολιτική αξιοπρέπεια.
Ανεξίτηλες εικόνες ευτέλειας στην πολιτική μας μνήμη συνοδεύουν τη διαδρομή του βίου μας, τη μία και ανεπανάληπτη. Στην Ελλάδα σχεδόν κάθε πολίτης κουβαλάει δυσβάσταχτο φορτίο ντροπής για το επίπεδο του πολιτικού βίου της χώρας.
Δεν πρόκειται για δυσαρέσκεια, πρόκειται για...
αναπηρία.
Γι’ αυτό και η ελπίδα ίασης, αν υπάρξει, δεν θα προκύψει από ιδεολογίες, αλλά μόνο από ανυποχώρητα τολμηρές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου