"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Βιβλία στο «Survivor»

 

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Τώρα με την αύξηση της τιμής της βενζίνης και του αερίου, η αγορά βιβλίων παρουσιάζει κάμψη, οπότε σκέφτομαι, μου λέει φίλος συγγραφέας, να στείλω δωρεάν τα βιβλία μου στο «Survivor», να μοιραστούν στους παίχτες και στις παίχτριες κι εκείνοι να τα διαφημίζουν με έμφαση στο πανελλήνιο, όπως κάνουνε με τα προϊόντα «Βίκος», ή «Μασούτης». Να λένε on camera ότι με διαβάζουνε με πάθος στην παραλία, στην καλύβα, ακόμα και μέσα στη θάλασσα, να λένε ότι ξενύχτησαν αναγιγνώσκοντας, πως δεν τους άφησαν να κοιμηθούν – ή να τους δείχνει το γυαλί να διαβάζουνε μεγαλόφωνα ένα βιβλίο μου, ενώ θα εξελίσσεται κάποιο σκληρό αγώνισμα. Δεν νομίζω πως υπάρχει, ή μπορεί να υπάρξει καλύτερη διαφήμιση. Θα κάνω τουλάχιστον πέντε-έξι νέες εκδόσεις σε όλα τα βιβλία μέσα σε χρόνο μηδέν. Θα σπάσω όλα τα κοντέρ.

Είναι κάτι, συνεχίζει, που θα το συμβούλευα και σε άλλους συγγραφείς αυτόν τον δύσκολο καιρό που ο κόσμος δεν αγοράζει ένα βιβλίο δεκατριών ευρώ, διότι το βρίσκει ακριβό, ενώ πληρώνει ευχαρίστως δεκαέξι ευρώ στο μπαρ για δύο ουισκάκια, συν το πουρμπουάρ. Τώρα, θα πεις, ο περισσότερος ντουνιάς δεν διαβάζει καν εφημερίδα, βιβλία θα διάβαζε; – αυτό θα άγγιζε τα όρια της διαστροφής. Τα βραβεία λογοτεχνίας δεν ανεβάζουν τις πωλήσεις ούτε τη δόξα, στα περισσότερα σχολεία συνήθως δεν διδάσκουν ζώντες συγγραφείς – οπότε τι μας μένει; Το «Survivor». Θεωρώ, λέει, ότι πλέον είναι η καλύτερη πίστα διαφήμισης ενός βιβλίου, αφού η εκπομπή αυτή, λόγω του ότι βγάζει πολλή libido, λαμπρά νιάτα, τρεμίζουσες καμπύλες, λοφοειδή προσόντα, γερούς μυς,  υγεία σώματος, και (βεβαίως) προκαλεί αρκετό κουτσομπολιό, είναι η πιο ιδανική για να προβάλλει ταυτόχρονα τη λογοτεχνία – όπως στην αρχαία Ελλάδα: ο Σωκράτης και οι μαθητές του, μετά την «ώρα του ελαίου», δηλαδή την ώρα που αλείφονταν με λάδι και αφού πάλευαν στην παλαίστρα, αμέσως μετά μαζεύονταν και συμφιλοσοφούσαν, μιλούσαν για τα Υψηλά. Είναι το παλιό πρότυπο που λέει «Συνγυμασία πασών των αισθήσεων». Προπόνηση και κουλτούρα – τι καλύτερο;

Στις παρουσιάσεις βιβλίων σε βιβλιοπωλεία (συνεχίζει ο φίλος) που πλέον κάνει ο καθείς φωνάζοντας και κάποιους έμπειρους παρουσιαστές, κι έρχονται οι φίλοι και οι ίδιοι και οι ίδιοι που μάλλον έχουν διαβάσει ήδη το βιβλίο, λέμε κάποιες φιλολογικούρες, περνάμε καλά μεταξύ μας, αλληλο-επαινούμαστε, τραβάμε και κανένα τσίπουρο μετά και το βιβλίο πάει, συνήθως, άπατο από άποψη κυκλοφορίας. (Αν δεν είναι Αρλεκιν, ή δακρυγόνο, ελαφρολαϊκό μελό). Οι κριτικές, καλές ή κακές ικανοποιούν την κενοδοξία μας αλλά δεν ανεβάζουνε τις πωλήσεις – αν και μερικοί έχουνε βρει το κόλπο: γράφουν μια «προοδευτική», κοινότοπη ιστορία, οπότε σπεύδουν προτροπάδην οι του σχετικού πολιτικού χώρου να το αγοράσουν για να βρούνε τουλάχιστον εκεί κάποια παρηγοριά. Είναι κι αυτό μια στάσις: νιώθεται. (Το κόλπο γίνεται συστηματικά και επιβραβεύεται).

Εκτός από τις παρουσιάσεις, υποστηρίζει, τις κριτικές που τις διαβάζουν ελάχιστοι, τα λογοτεχνικά περιοδικά που τα αναγιγνώσκουν μόνο οι συγγραφείς και κάποιοι βιβλιόφιλοι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος προβολής, τουλάχιστον για μάς που αρνούμαστε την πενιχρή δόξα του Φέισμπουκ. Αρνούμαστε να γράψουμε στο Ιντερνετ υπέρ κάποιου για να μας γράψει κι αυτός μετά (τον ξέοντα αντιξύειν), ενώ, συχνά, οι τελευταίες σελίδες μερικών περιοδικών είναι κυρίως πεδία δημοσίων σχέσεων παρά κριτικής που την κάνει πια ο καθένας, συνήθως ιδιοτελώς (αλλαξοκωλιά), ακόμα και χωρίς κανένα φιλολογικό εφόδιο. (Μικροί-μεγάλοι στο καφενείο).

Για αυτό προέκυψε – λέει – λογικά η σκέψη να στείλω τα βιβλία μου στο «Survivor», αυτούς τους δύσκολους και φαλκιδευμένους καιρούς. Είναι ένας έντιμος χώρος, αμόλυντος ακόμα από την Τέχνη, τοπίο αφάγωτο και παρθένο. Γνωρίζω ότι ίσως είναι μια πράξη προπέτειας, μια προβοκάτσια, αλλά και γιατί όχι; Καλλιτέχνες δεν είμαστε – άρα περιέχουμε την πρόκληση εγγενώς. (Καλύτερα πρόκληση, παρά κολακεία). Κι έπειτα, λέει, μου κάνει εντύπωση: τόσον καιρό παρακολουθώ το «Survivor» και δεν είδα ούτε σε ένα πλάνο κάποιον παίχτη, ή παίχτρια να διαβάζει κάτι. 

Πώς τη βγάζουν εκεί στον Αγιο Δομίνικο τόσους μήνες χωρίς βιβλίο; Τι κάνουν όταν δεν είναι σε αγωνίσματα, τι κάνουνε μέσα στη ζούγκλα, τι κάνουνε στην παραλία – δεν έχουν καν ένα τάμπλετ να βλέπουνε λίγο Netflix. Ασε που η θάλασσα εκεί είναι μάπα, διότι σαν τη Χαλκιδική δεν έχει.

Το μόνο κακό (συνεχίζει) είναι ότι έφυγε απ’ το παιχνίδι η πληθωρική Ευρυδίκη με το ερεβώδες μαγιό της και που αν διάβαζε λίγες σελίδες μου εκεί ζωντανά, οn camera, μάλλον θα πολλαπλασιάζονταν επί εκατό οι άντρες αναγνώστες μου. Θα με είχαν συνδέσει ως εικόνα με αυτήν και θα έκανα ένα σωρό νέες εκδόσεις – δεν θα βαρυγκωμούσα τώρα με τις βενζίνες και το αέριο. Από άντρες παίχτες δεν ξέρω ποιον θα διάλεγα – έφυγε κι ο μισθοφόρος, ή ο άλλος, ο άπαιχτος, ο Τριαντάφυλλος.  

Τι να κάνω, να ζητήσω να διαβάσει ο Αρης Σοϊλέδης, ο ποδοσφαιριστής;  

Δεν είναι ακατάλληλος, αφού...

 

 οι ποδοσφαιριστές γενικά, διαβάζουνε πιο πολύ από μερικούς φιλολόγους.

Πάντως, θεωρώ, λέει, ότι το «Survivor» είναι ιδανική πλατφόρμα για την προβολή της λογοτεχνίας και αυτό πρέπει να το σκεφτούν κάποτε και εκδότες και να πρωτοτυπήσουν. 

Προκοπή απ’ αλλού δύσκολα βλέπω, ο κόσμος θεωρεί τους συνήθεις τρόπους κάπως κουλτουριάρικους και αποφεύγει. Ενώ, επιμένει, αν δεις τα βιβλία μου ανάμεσα σε τόσα νιάτα, να τα διαβάζουν και να τα διαφημίζουν τέτοια γυμνασμένα κι ευφυή παιδιά, όπως κάνουνε με το νερό «Βίκος», δεν θα τρέξεις αμέσως στο βιβλιοπωλείο; Καιρός δεν είναι να κερδίσουμε κι εμείς κανένα «έπαθλο φαγητού»; (Με ρωτάει).

– Δεν είναι και εντελώς κακή ιδέα, του απαντάω. Βέβαια, καλή για διάβασμα ήταν και η Βρισηίδα, αλλά κι εκείνη έφυγε.



Δεν υπάρχουν σχόλια: