Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΔΟΞΙΑΔΗ
Με αφορμή το νέο νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια, κυκλοφορεί ένα επιχείρημα υπέρ του σημερινού τρόπου διακυβέρνησης, όπου όλα τα όργανα διοίκησης εκλέγονται από το σώμα των διδασκόντων και είναι μέλη του σώματος αυτού: η σύγκλητος, ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις, οι κοσμήτορες των σχολών και οι πρόεδροι των τμημάτων. Το επιχείρημα λέει ότι αυτό το δημοκρατικό σύστημα δημιουργεί την αίσθηση σε κάθε διδάσκοντα ότι «το πανεπιστήμιο του ανήκει, αλλά και πως ο ίδιος είναι η εικόνα του πανεπιστημίου», και ως αποτέλεσμα αυτός παράγει πολύ περισσότερες επιστημονικές δημοσιεύσεις ανά μονάδα δημόσιας χρηματοδότησης από ό,τι στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες όπου τα πανεπιστήμια δεν διοικούνται τόσο δημοκρατικά (δρ Θ. Καλογερέσης, Huffington Post, 12/6/22).
Ο συλλογισμός βασίζεται σε μια περίεργη επιλογή στατιστικών δεικτών για το πόσο παραγωγικοί είναι οι Ελληνες πανεπιστημιακοί. Περιλαμβάνει μόνο τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία και όχι τις δαπάνες για έρευνα, όπου δαπανούμε ως ποσοστό του ΑΕΠ περισσότερο από την Ιταλία ή την Ισπανία. Αγνοεί ότι πολλές δημοσιεύσεις παράγονται σε ερευνητικά κέντρα (π.χ. στον Δημόκριτο), που δεν έχουν το «δημοκρατικό» μοντέλο διοίκησης, και όχι σε ΑΕΙ. Αγνοεί ότι ο αριθμός των ερευνητών που απασχολούνται στη χώρα είναι, σε αναλογία με τον πληθυσμό, μεγαλύτερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ.
Ας δεχτούμε, όμως, ότι οι πανεπιστημιακοί μας παράγουν ερευνητικό έργο δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τη χρηματοδότηση που έχουν. Είναι αυτό λόγος για να διατηρηθεί η σημερινή διακυβέρνηση;
Η απάντηση είναι όχι, γιατί το ισχύον σύστημα καλλιεργεί δύο πολύ αρνητικά στοιχεία: την παθητική εξάρτηση από το κρατικό ταμείο και τον κατακερματισμό της έρευνας και των σπουδών.
Μια αιτία για την υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ είναι πως δεν προσελκύουν δωρεές και οικονομικές συνεργασίες. Σε μια χώρα με ισχυρή παράδοση χορηγιών, αυτές πηγαίνουν σε πολιτιστικά κέντρα, σε νοσοκομεία, σε ΜΚΟ, στην Εκκλησία, σε υποτροφίες, αλλά όχι σε πανεπιστημιακά εργαστήρια και υποδομές. Δεν γνωρίζω κάποια σοβαρή προσπάθεια για να πάρουν μικρές και μεγάλες δωρεές από τους αποφοίτους, όπως συμβαίνει σε πολλά ΑΕΙ του εξωτερικού, ούτε από τα μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα. Οι δε συμφωνίες για ανάπτυξη προϊόντων μεταξύ επιχειρήσεων και εργαστηρίων περιορίζονται σε μη πανεπιστημιακά κέντρα.
Δεν υπάρχει κρίσιμη μάζα σε ερευνητικά αντικείμενα με παγκόσμια εμβέλεια. Ενώ έχουμε πολλές μικρές ομάδες που δημοσιεύουν σε κορυφαία περιοδικά, δεν υπάρχει ένα ινστιτούτο με εκατό ερευνητές που συνεργάζονται μακροχρόνια σε ένα θέμα αιχμής, που θα ήταν πόλος έλξης για εξαιρετικούς ξένους μετανάστες και για διεθνείς επενδύσεις.
Κατακερματισμός άλλου είδους υπάρχει και στη διδασκαλία, όπου τα πτυχία είναι ανά τμήμα, όχι ανά σχολή ή ανά ΑΕΙ. Αλλά η επιστήμη και η παραγωγή στην εποχή μας απαιτούν και πολλούς αποφοίτους με διεπιστημονική παιδεία.
Το δημοκρατικό μοντέλο δεν αφήνει να ξεπεραστούν αυτά τα στοιχεία, που μας περιορίζουν σε έναν περιφερειακό ρόλο στη σύγχρονη επιστήμη και στην οικονομία της γνώσης.
Η αιτία είναι οι λεγόμενοι «παίκτες αρνησικυρίας» (veto players, κατά τον όρο του Γ. Τσεμπελή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν). Σε ένα σύστημα πλήρως αντιπροσωπευτικό κανένας δεν μπορεί να αποφασίσει να δώσει ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσό από τους πόρους του ιδρύματος σε ένα εργαστήριο – όλοι απαιτούν μια «δίκαιη κατανομή». Ετσι αναπαράγονται οι πολλές μικρές ομάδες, με τα θετικά και τα αρνητικά τους.
Και κανένας δεν μπορεί να εκπροσωπήσει το ίδρυμα προς τα έξω με μια νέα ατζέντα που διαφέρει από τη σημερινή συνισταμένη των απόψεων. Ποιος θα εγγυηθεί στον μεγάλο χορηγό ότι οι αντιεξουσιαστές δεν θα καταστρέψουν το εργαστήριο που φέρει το όνομα ενός κεφαλαιοκράτη, όταν σήμερα πολλοί καθηγητές δεν θέλουν να κακοκαρδίσουν τους επαναστατημένους νέους;
Μόνο με...
εξωτερικούς παίκτες στη διοίκηση μπορούν να αρθούν τα εμπόδια της αρνησικυρίας.
Θα συμβεί αυτό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου