"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Μπιτσόμπαρον, το νεοελληνικόν

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ


Α ρε πουτάνα εποχή! Μόνο λέξεις να αντιπαραθέσεις, το κόβεις το νόημα. Στα νιάτα μας η ονομασία θα είχε και κάτι από τη λέξη «αναψυχή» ή από «παραθαλάσσιο». Τώρα μπιτσόμπαρο. Από το beach και το Bar. Οπως οι Ελληνοαμερικανοί λένε «τα μπιλοζούρια» περιγράφοντας το ψωφόκρυο ήτοι «Bellow zero».



Και τι είναι το μπιτσόμπαρο; 


 Οχι ο χώρος που σου δίνει τη δυνατότητα να χαρείς τη θάλασσα με την άνεση μιας ξαπλώστρας, μιας ομπρέλας και νερό-καφέ-ποτό αλλά ένας χώρος για να τη «βγεις» στη θάλασσα. Να είναι κάτι κάπου σαν φόντο, όχι ως κεντρική ιδέα. Και ο αγώνας υποτίμησης ξεκινάει από τον ήχο της ακόμα, που ακυρώνεται από έναν ρυθμό «μπτουμπ, μπτουμπ, μπτουμπ» που χώνεται στα σωθικά σου και δεν ξέρεις τι να τον κάνεις. Υποψιάζεσαι ότι αλλάζουν τα τραγούδια, αν και είναι πάντα ίδια. Μπτουμπ, μπτουμπ.


Αν κρίνεις όμως από τους γύρω, πρέπει να ζεις κάτι σε οργασμό. Επ’ αυτού και ο στύλος για να ξεσπάσει η Τσίτα. Να βουρλιστεί όταν την πνίξουν οι ήχοι. Και να γελάνε τατουάζ από κάτω, εν μέρει έγκαβλα και εν μέρει ειρωνικά προς επικάλυψη του έγκαβλου. Και να παραμερίζουν για σαμπανιέρες που περνάνε και περνάνε και δόστου μπτουμπ, μπτουμπ. Στριμωγμένοι ως σαρδέλες και η θάλασσα άδεια. Μπαίνουν, βαφτίζονται, βγαίνουν με συνοπτικές διαδικασίες. Μη και τους ξεμυαλίσει η θάλασσα και θέλουν παραπάνω. Και μετά κάθονται σε κουρτίνες. Κάθε μπιτσόμπαρον που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να στολιστεί με κουρτίνες που να τις φυσάει αέρας. Και να έχει και κρεβάτια, πάντα με κουρτίνες.



Γιατί ξινίζεσαι, ρε Ρέα; Κάθε εποχή έχει και τα δικά της. Πρέπει δηλαδή σώνει και καλά το πετραδάκι να σου τρυπάει το οπίσθιο; Oλη η Ελλάδα μας μια θάλασσα! Τυχερός λαός. O,τι θες το βρίσκεις. Θες μπιτσόμπαρο, θες ταβερνάκι, θες να ζήσεις ως πρωτόπλαστος; Oλα στα χαρίζει! Και από νησιά!! Εσύ τα γράφεις…



Oχι μόνο μας χάρισε ο Θεός παράδεισο αλλά μας έδωσε και επιλογή παραδείσου. Συνεπώς, υπάρχει η Μύκονος των ανέσεων, υπάρχει και η Σέριφος που διατίθεται αρμυρίκι. Υπάρχει η Τήνος των 46 χωριών, υπάρχει και η λιλιπούτεια Yδρα. Υπάρχει και το Καστελόριζο και η Πολύαιγος και η Aτοκος. Αλλά, ρε αδελφέ, απορώ με την έλλειψη φαντασίας:


 O,τι είδα σε μπιτσόμπαρο στην επικράτεια, είχε την ίδια διαδρομή σκέψης. «Κάτι όπως στη Μύκονο». Oλη η επιχειρηματικότητα «Κάτι όπως στη Μύκονο». Τέτοιο κόλλημα, τόση έλλειψη φαντασίας! Αντίγραφα, κόπι πάστε.



Αν είχε πάρει αυτή τη διαδρομή η Μύκονος, δεν θα ήταν ποτέ Μύκονος. Aστο ρε φίλε. Ξεκόλλα! Θυμήσου και...
 το «Franco’s Bar» της Σαντορίνης, που δόξασε την κλασική μουσική και έγινε γνωστό στην οικουμένη.  


Να, μια ιδέα ρίχνω. Μπας και περισώσουμε κανένα μέτρο ύφασμα για κουρτίνα. Μήπως και γλιτώσουμε κανέναν τζούφιο οργασμό αερογαμίας! Κυρίως μήπως και ξαναθυμηθούμε, ότι η θάλασσα κολυμπιέται. Oχι, δεν είναι κρύα! (άλλο κόλλημα κι αυτό!)



ΥΓ. Το κείμενο διακατέχεται από υπερβολή. Υπάρχουν όμορφες εξαιρέσεις. Θέλετε να τις καταγράψουμε; Πείτε μου χώρους που αξίζουν αναφοράς.



ΥΓ2 Ας κανω την αρχή. Κολυμπήθρα Τήνου. Τη λες και παραλία των σερφάδων. Μια γλυκιά αναβίωση της εποχής των χίπις, εξαιρετικής αισθητικής και σεβασμού στο τοπίο. Κρίμα που χάσαμε τη Ρωξάνη. Μια γαϊδουρίτσα που μας άφησε χρόνους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: