μαζί κι οι επιβάτες
λιμοκοντόροι πλούσιοι
τού όχλου αναβάτες.
•••
Βαρύ φορτίο δυνατό
όμως οι πλουτοκράτες
ήταν οι παίδες τής χαράς
-γράψτε αριστοκράτες.
•••
Είχαν τό βλέμμα βλοσυρό
τά χέρια τους λεπίδες
ενώ τό πλήθος έψαχνε
μήπως καί βρει ελπίδες.
•••
Έβρεχε, Σαββατόβραδο
η φάτνη μουσκεμένη
φορούσε γούνα ακριβή
η κάθε ορκισμένη.
•••
Ο όρκος τους βασίλευε
σέ κάθε Σύναξή τους
όρκος βουβός,
θρησκευτικός
-ξέχνα τήν σύνταξή τους,
•••
τήν σύνταξη τήν λάβανε
απ’ τίς υπερωρίες
όμως είς τό διπλάσιο
τά τσέπωναν κυρίες.
•••
Τίς λιμουζίνες σκούπιζαν
αδέκαροι παλιάτσοι
αυτό ήταν τό έθιμο
-τό είχαν κι οι Απάτσι.
•••
Τήν Τελετή τιμούσανε
άρχοντες, Τραπεζίτες
πολιτικοί εξέχοντες
μέ υψηλά τίς μύτες.
•••
Όμως οι κακομοίρηδες
μέ ρούχα ξεσχισμένα
καθάριζαν τά δάπεδα
μέ χέρια παγωμένα.
•••
Κανείς δέν τούς λυπότανε
τούς δίναν κερματάκια
πού πάγωναν αλύπητα
ψυχή τε καί χεράκια.
•••
Απέναντί τους ο Ναός
αρκούντως φωτισμένος
έτοιμος γιά Ανάσταση
καί πάντα δοξασμένος.
•••
Καί νά σταυροκοπήματα
τά χέρια τών αρχόντων
ευχές πού ανταλλάσανε
οι δούλοι τών λεόντων.
•••
Ο ήχος τού καμπαναριού
οι φάλτσες ψαλμωδίες
οι δίσκοι πού γεμίζανε
μέ «μαύρες» αηδίες.
•••
«μαύρες» τών καταθέσεων
κάπου στήν Ελβετία
-ψαλμό πού θά τόν έβριζε
κι η δόλια Υπατία.
•••
Καί ήρθε η Ανάσταση
καί όλοι δακρυσμένοι
φιλούσαν τά Εικονίσματα
πάντες «ευλογημένοι».
(…)
Τό πλήθος απροστάτευτο
μές στήν θηριωδία
ένιωθε πώς βρισκότανε
σέ...
………………………………..
θά λειτουργηθούν
μέσα στήν πείνα καί τήν ανέχεια,
όταν άλλοι θά γυαλίζουν
τά μούτρα τους
μέ ακριβές κρέμες
καί Γαλλικά αρώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου