Τώρα θυμήθηκε να μας πει ο Μητσοτάκης ότι η εξεταστική δεν ήταν από τις καλύτερες στιγμές της βουλής.
— Zoder 🇬🇷 (@__darcelX__) February 1, 2025
Όταν ο Μαρκόπουλος το "διασκέδαζε" και με υφάκι ειρωνεύονταν τους πάντες, χαμπάρι δεν είχε πάρει.
Μάλλον δεν θα τον είχαν ενημερώσει σωστά οι σύμβουλοί του. pic.twitter.com/pqnLGFCDQ1
Toυ Άρη Αλεξανδρή
Κι ενώ ο πολιτικός πόλεμος για τα Τέμπη συνεχίζεται, όλοι μιλούν για ευθύνες, αλλά κανείς για μεταρρυθμίσεις.
Αν κάτι πρέπει να καταλάβει η κυβέρνηση από την ευρεία και παρατεταμένη αποδοκιμασία που προκάλεσε εναντίον της ο τρόπος διαχείρισης του δυστυχήματος στα Τέμπη, είναι ότι η στάση της απέναντι στον εαυτό της και στα πράγματα δεν μπορεί να αλλάζει ανάλογα με το πόσο ευνοϊκή είναι για το συμφέρον της η εκάστοτε ειδησεογραφική συγκυρία.
Παρατηρούμε μια χορογραφία αντιφάσεων, όπου η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση (τα κάναμε όλα σωστά) εναλλάσσεται με το στυλ της βρεγμένης γάτας (δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα).
Ο φόβος για τα επερχόμενα πορίσματα σχετικά με τις εκρήξεις και το περιεχόμενο των βαγονιών του εμπορικού συρμού τελεί και αυτός σε σχέση εξάρτησης με τις εβδομαδιαίες φήμες, και η έντασή του ορίζει τα επίπεδα της πολιτικής μετριοπάθειας. Το αντικειμενικό σφάλμα, ωστόσο, είναι ανεξάρτητο από τις επιβαρυντικές ή μη περιστάσεις. Το ότι η κυβέρνηση επέδειξε πολιτική αλαζονεία και, στον βαθμό που την αφορά ως επικεφαλής του κράτους, επιχειρησιακή αμέλεια, ισχύει είτε το τρένο έφερε παράνομο φορτίο είτε όχι. Η Ν.Δ. δεν φαίνεται να το έχει καταλάβει.
Η δυσκολία στην παραδοχή των κυβερνητικών λαθών, αυτή η τσιγκουνιά στην αυστηρή αυτοκριτική (είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και όταν αναδιπλώθηκε στα περί βεβαιότητας για το φορτίο του επίμαχου συρμού, ο πρωθυπουργός δεν παραδέχτηκε ευθέως το πολυεπίπεδο λάθος του) θρέφει και την κακοήθεια όσων επιχειρούν να εξαγάγουν από την τραγωδία οφέλη μικροπολιτικά και λαϊκίστικα.
Οταν η ατμόσφαιρα μυρίζει συνωμοσία (ελλιπή στοιχεία, κάμερες που δεν έγραφαν, αρμόδιοι που δεν γνώριζαν, πολιτικοί στο απυρόβλητο κ.λπ.) η συνωμοσιολογία που έπεται δεν είναι μια τυπική παθογένεια του δημόσιου διαλόγου, αλλά αναμενόμενη παρενέργεια μιας σειράς από πολιτικές επιλογές. Είναι, δε, αυταπόδεικτο πως οι παρεκτροπές της εύλογης καχυποψίας που δηλητηριάζουν τη συλλογική συνείδηση καλλιεργώντας πάθη και μίση, είναι εδώ για να μείνουν. Είναι πλέον πολύ αργά για να αποσοβηθούν με την επίκληση του επιχειρήματος «πρόκειται περί παρεξήγησης».
Ο τηλεοπτικός καβγάς ανάμεσα στην έξαλλη δημοσιογράφο και στη βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας ήταν άβολος για διάφορους λόγους: Από τη μία το προσωπείο του ανήξερου θύματος, από την άλλη ο δραματικός ζήλος της υπερμάχου της αλήθειας –και τα δύο υπέρμετρα θεατρικά και ανάρμοστα– μοιάζουν να αντιπροσωπεύουν ό,τι πάει στραβά στην πολιτική και στα media.
Μπορεί κανείς εύκολα να αναρωτηθεί: Τι ακριβώς πιστεύει η βουλευτής;
Οτι έχουμε κάποιον λόγο να προσποιηθούμε πως η κυβέρνηση βοήθησε στη διαλεύκανση της υπόθεσης και πως οι παλινωδίες του πρωθυπουργού δεν συνέβησαν ποτέ;
Οτι αν αναμασήσει τα κλισέ περί Δικαιοσύνης (η Δικαιοσύνη θα κρίνει!) και αν εκστομίσει αρκετά «αν είναι δυνατόν», «τι είναι αυτά που λέτε», «ντροπή!» στη δημοσιογράφο, η κυβέρνηση θα σταματήσει ως διά μαγείας να φέρει ευθύνη για ένα δυστύχημα που, χωρίς την πίεση των πρόσφατων διαδηλώσεων, θα είχε περάσει στη γραφειοκρατική λήθη;
Το να επιτίθεσαι βέβαια σε βουλευτές της Ν.Δ., εκτός από κλοπή εκκλησίας, μοιάζει και ελαφρώς ύποπτο σε αυτή τη χρονική στιγμή. Οχι επειδή δεν το αξίζουν, αλλά επειδή η σιωπηλή διετία από το δυστύχημα των Τεμπών δεν στιγματίστηκε μόνο από την κυβερνητική και κρατική αδράνεια, αλλά και από τη δημοσιογραφική οκνηρία. Είναι δηλαδή περίεργο οι τηλεοπτικοί καβγάδες να γίνονται τώρα και όχι προηγουμένως. Οσοι καταγγέλλουν, λοιπόν, τους κυβερνητικούς χειρισμούς μετά τις διαδηλώσεις, εισπράττοντας το ευκολότερο χειροκρότημα του κόσμου, το κάνουν επειδή η κυβέρνηση έχει ήδη εκτεθεί· επειδή τώρα είναι εύκολο να το κάνουν. Πού ήταν κρυμμένο αυτό το ορμητικό αίσθημα δικαίου όταν οι γονείς των θυμάτων, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, έψαχναν τρόπους για να σταθούν στα πόδια τους και πάσχιζαν να κρατήσουν την υπόθεση ανοιχτή;
Πού ήταν όταν οι βουλευτές της Ν.Δ. εμφανίζονταν στα πάνελ ως ανεπίληπτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού και ο πρώην υπουργός Υποδομών και Μεταφορών εισέπραττε χειροκροτήματα στη Βουλή;
Η αμηχανία της κυβέρνησης προσκρούει στην αμηχανία της αντιπολίτευσης. Δύο αμηχανίες μαζί αλληλοακυρώνονται και δημιουργούν μια οιονεί κανονικότητα, ένα business as usual παράδοξο, που έρχεται σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά κρίσης που παρουσιάζει η εποχή.
Με την κυβέρνηση, βέβαια, ξέρουμε τι συμβαίνει: φοβάται να μπει στη διαδικασία ανάληψης ευθυνών μην τυχόν κι επωμιστεί έτσι επιπλέον βάρη που δεν της αναλογούν (τις αγνώστου πατρός «διαχρονικές παθογένειες»). Παράλληλα, βλέπει ότι στις δημοσκοπήσεις προηγείται ακόμη με διαφορά, επομένως δεν βρίσκει τον λόγο να ρισκάρει το προβάδισμά της με όψιμους δονκιχωτισμούς.
Η αντιπολίτευση, όμως, τι έχει να φοβηθεί;
Γιατί επιμένει τόσο στο μικροπολιτικό σκέλος της τραγωδίας, αντί να εστιάσει στο πρόβλημα πίσω από αυτήν;
Τα κατηγορητήρια εις βάρος της Ν.Δ. είναι χρήσιμα στις καθημερινές τηλεμαχίες, αλλά δεν απαντούν στα σημαντικά ερωτήματα:
Τι τρένα έχουμε τελικά;
Τι σιδηροδρομικό δίκτυο;
Είμαστε...
ασφαλείς, μπορούμε να γίνουμε και, αν ναι, με ποιον τρόπο;
Εκεί βρίσκεται η πολιτική· στις μεταρρυθμίσεις βρίσκονται οι απαντήσεις. Και οι πολιτικοί, όπως πάντα, βρίσκονται οπουδήποτε αλλού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου