Το ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτσογκ «Γνωριμία με τον Γκορμπατσόφ» (2018), διαθέσιμο πλέον στο Ertflix, δεν είναι εξαντλητικό. Ο γερμανός σκηνοθέτης γνωρίζει ότι η μεγάλη Ιστορία είναι άπιαστος στόχος, οπότε δίνει σημασία στις ρωγμές και τις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά (ενίοτε με μάλλον συμβατικές ερωτήσεις – ερεθίσματα). Εκτός άλλων, αποφεύγει να κοιτάξει και τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος εμφανίζεται μόλις σε ένα στιγμιότυπο, την κηδεία της Ραΐσα (όπου ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ φαίνεται να σκουπίζει τα μάτια του με ένα μαντίλι).
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημεία που λειτουργούν σαν συμπύκνωση για την ιστορία του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα.
Πριν απ’ όλα, οι γείτονες των Γκορμπατσόφ στο χωριό Πριβόλνογιε του Βόρειου Καυκάσου, εκεί όπου γεννήθηκε το 1931, ο εκλιπών: ήταν Γερμανοί και από αυτούς ο μικρός Μιχαήλ έπαιρνε πολύ συχνά μπισκότα πιπερόριζας σε σχήμα αλόγου, ψαριού και λαγού. Οταν αργότερα ο πατέρας του θα επιστρέψει από το σφαγείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα προσπαθήσει να σβήσει την ανάμνηση των γειτόνων που έγιναν εχθροί: «Πολεμήσαμε ώσπου ξεμείναμε από μάχες. Εσύ πρέπει να ζήσεις».
Ο άνθρωπος που θα έβλεπε τη σοβιετική αυτοκρατορία να καταρρέει είχε ζήσει ως παιδί τον θάνατο δύο θείων του και μιας θείας του – από ασιτία – τη δεκαετία του 1930. Ο ίδιος κοιμόταν για πολλά βράδια δίπλα σε ένα νεογέννητο μοσχαράκι. Σε μεγαλύτερη ηλικία δούλευε με τον πατέρα του επί μία εβδομάδα σε θεριζοαλωνιστική μηχανή, 20 ώρες την ημέρα. Οταν αργότερα θα γίνει Περιφερειακός Γραμματέας της Σταυρούπολης (Σταβρόπολ), θα δείξει νέες μεθόδους κουράς των προβάτων στους χωρικούς. Σε μια εποχή πριν από το πολιτικό μάρκετινγκ, πηγαίνει ο ίδιος στους ανθρώπους. Σε ένα στιγμιότυπο από την εποχή της περεστρόικα, μία γυναίκα που τον παρακολουθεί να μιλάει σε απόσταση αναπνοής από μια ομάδα συμπατριωτών τους, φωνάζει: «Πρέπει να έρθετε κοντά στον κόσμο!».
«Πόσο πιο κοντά;» απαντάει εκείνος γελώντας και συμπαρασύροντας την ομήγυρη.
Οσο εναλλάσσονται οι εικόνες, ο Γκορμπατσόφ γίνεται αυτό που ήταν: «Ούτε αντάρτης όπως ο Λεχ Βαλέσα ούτε «άγιος» των αντιφρονούντων, όπως ο Αντρέι Ζαχάροφ», σύμφωνα με τη διατύπωση του Ντέιβιντ Ρέμνικ (νυν διευθυντή του «New Yorker») στο περιοδικό «Esquire» το 1990. Οπως πολλοί, άλλωστε, την περίοδο 1960-1970, υπήρξε σταλινιστής. «Για να γίνεις ένας πραγματικά μεταρρυθμιστής κομμουνιστής χρειάζεται να είσαι πραγματικός σταλινιστής» θα πει κάποτε ο Τσέχος Ζντεντκ Μλίναρ, στενός φίλος του στη Σχολή Νομικής του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας.
Ως γνωστόν, η περίοδος της περεστρόικα και της γκλάσνοστ δεν ξεκίνησε με τις καλύτερες προβλέψεις. Από εκεί και μια ατάκα του στενού συνεργάτη του, Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ: «Μοιάζαμε με τυφλούς που έδιναν έναν καθρέφτη σε κουφούς για να μάς δώσουν πίσω μια μπαλαλάικα».
Οντως, η σημασία που έχει το ξήλωμα του σιδηρού παραπετάσματος στα ουγγροαυστρικά σύνορα (το συρματόπλεγμα που κόβουν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο κρατών) αργεί να γίνει αντιληπτή. Εκείνο το βράδυ η παρουσιάστρια του αυστριακού δελτίου ειδήσεων προβάλλει ως βασικό το θέμα με τους γυμνοσάλιαγκες που «εφορμούν» στους κήπους μεταφέροντας τη σύσταση των ειδικών προς τους ιδιοκτήτες να αφήνουν ένα ποτήρι γεμάτο με μπίρα, η οποία ελκύει και αιχμαλωτίζει τα γαστερόποδα μαλάκια.
Τη λύση της αποφώνησης στο ντοκιμαντέρ τη δίνει ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ, που θυμάται ένα ποίημα-τραγούδι του Μιχαήλ Λέρμοντοφ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου