ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
Το άρθρο είναι κάτι σαν μαγική κρυστάλλινη σφαίρα που δείχνει και το κοντινό μέλλον του ελληνόφωνου αριστερολαθρομαχμουταρόπληκτου χαλιφάτου μας...
Από την Paulina Neuding / Common Sense
Την Πέμπτη το πρωί, οι Σουηδοί ξύπνησαν με ειδήσεις του είδους που έχουν γίνει πολύ οικείες: Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ισχυρές βόμβες εξερράγησαν σε πολυκατοικίες, σε δύο διαφορετικές πόλεις στη νότια Σουηδία.
Ένα άτομο τραυματίστηκε σοβαρά στο Άστροπ, όπου ένας μάρτυρας είπε στα ΜΜΕ: «Οι άνθρωποι ούρλιαζαν και έκλαιγαν. Ήταν τόσο εξωπραγματικό…». Ένας κάτοικος της περιοχής είπε στο Radio Sweden ότι ο 7χρονος του είχε μπει τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρά του ουρλιάζοντας, καθώς η έκρηξη έκανε το διαμέρισμά τους να ταρακουνηθεί. Στο Χέλσινγκμποργκ, η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή που, σύμφωνα με την αστυνομία, αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα κοντά καταστράφηκαν. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν οι βομβιστικές επιθέσεις συνδέονται μεταξύ τους ή για το ποιος βρίσκεται πίσω από αυτές.
Από το 2018, έχουν σημειωθεί σχεδόν 500 βομβιστικές επιθέσεις —ναι, βομβιστικές— σε μια από τις πιο ήσυχες και σταθερές κοινωνίες στον κόσμο.
Ωστόσο, δεν υπάρχει μόνο το πρόβλημα των βομβιστικών επιθέσεων. Υπάρχουν και πυροβολισμοί.
Η Σουηδία, η οποία έχει πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων, έχει τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό θανατηφόρων πυροβολισμών μεταξύ 22 ευρωπαϊκών χωρών. Σαράντα επτά άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από πυροβολισμούς μέχρι στιγμής φέτος, κάτι που, αν και απέχει από τα αμερικανικά επίπεδα ανθρωποκτονιών με όπλο, είναι μια κατάσταση ακραία για την Ευρώπη. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρακολουθούν πλέον τη Σουηδία με φρίκη.
Μπορεί να είναι σοκαριστικό για τους Αμερικανούς να μαθαίνουν ότι στη Σουηδία -τη χώρα του ΙΚΕΑ, του Spotify και της Greta Thunberg- συμβαίνουν όλα αυτά.
Ίσως ο λόγος που δεν το γνωρίζουν είναι εξαιτίας της εξωπραγματικής αιτίας του πώς φτάσαμε ως εδώ.
Μεταξύ των υπόπτων για πυροβολισμούς, το 85% είναι μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς, σύμφωνα με την εφημερίδα Dagens Nyheter, καθώς οι γειτονιές των μεταναστών έχουν γίνει εστίες για εγκλήματα συμμοριών. Ο επίτροπος της Εθνικής Αστυνομίας Anders Thornberg περιέγραψε τη βία ως «ένα εντελώς διαφορετικό είδος βαρβαρότητας από ό,τι έχουμε δει στο παρελθόν» και ο αναπληρωτής του, Mats Löfving, υποστηρίζει ότι 40 εγκληματικές συμμορίες δρουν πλέον σε όλη τη χώρα.
Πρόκειται και για ομάδες που σπέρνουν το φόβο για τις λεγόμενες «ληστείες εξευτελισμού», που στοχεύουν παιδιά και νέους, στις οποίες τα θύματα υφίστανται εξευτελιστική μεταχείριση από τους επιτιθέμενους, όπως ούρηση. Μόλις αυτή την εβδομάδα, τέσσερις άνδρες καταδικάστηκαν για ληστεία, ξυλοδαρμό και ούρηση σε έναν 18χρονο, ο οποίος επίσης βιντεοσκοπήθηκε από τους βασανιστές του.
Όλα αυτά είναι ο λόγος που, για πρώτη φορά, η εγκληματικότητα αναδείχθηκε σε κορυφαία προτεραιότητα μεταξύ των ψηφοφόρων στις γενικές εκλογές του περασμένου Σαββατοκύριακου. Οι Σουηδοί εξέφρασαν τις ανησυχίες τους την Κυριακή, όταν έδωσαν στο πιο σκληρό αντιμεταναστευτικό κόμμα της χώρας περισσότερο από το 20% των ψήφων.
Οι Σουηδοί Δημοκράτες, ή SD, είναι τώρα το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο και το μεγαλύτερο του δεξιού μπλοκ —κερδίζοντας περισσότερες ψήφους από το πιο παραδοσιακό κεντροδεξιό κόμμα των Μετριοπαθών (απομένει να δούμε αν ο Ulf Kristersson, ηγέτης των Μετριοπαθών, μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση με την υποστήριξη του SD, ενώ θα τηρήσει την υπόσχεσή του να μην επιτρέψει στο κόμμα να συμμετάσχει στον κυβερνητικό συνασπισμό).
Πώς λοιπόν το περίφημο φιλελεύθερο εκλογικό σώμα της Σουηδίας έδωσε τη νίκη σε ένα κόμμα με ρίζες στην ακροδεξιά;
Με μια λέξη: Άρνηση.
Ως απάντηση στα αυξανόμενα προβλήματα της Σουηδίας με τη βία των συμμοριών και τις κοινωνικές αναταραχές στα προάστια των μεταναστών, η στρατηγική της κυβέρνησης για πολλά χρόνια ήταν να αρνείται το πόσο σοβαρή είχε γίνει η κατάσταση. Στο μεταξύ, εκείνοι που παρατηρούσαν το πρόβλημα -πολλοί από τους οποίους ήταν στην εργατική τάξη- και μιλούσαν για τη μειωμένη ασφάλειά είχαν κατηγορηθεί για ρατσισμό από κορυφαίους πολιτικούς, τον κυρίαρχο Τύπο και τις πολιτιστικές ελίτ. Μόνο ένα πολιτικό κόμμα δεν το έκανε: Το SD. Και από εκλογές σε εκλογές, κέρδισαν όλο και μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη.
Αυτή είναι μια ιστορία για το τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι που διαχειρίζονται πράγματα και καταστάσεις προσπαθούν να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους.
Ο ξένος πληθυσμός της Σουηδίας που γεννήθηκε στη χώρα έχει διπλασιαστεί κατά 20% από το 2000. Καμία άλλη χώρα δεν δέχτηκε περισσότερους κατά κεφαλήν μετανάστες κατά το κύμα του 2015 —από χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σχεδόν το 23% των Σουηδών ενηλίκων γεννήθηκαν στο εξωτερικό (στο απόγειο της αμερικανικής μετανάστευσης, το 1890 αυτό το στατιστικό ήταν ελαφρώς μικρότερο από 15%). Και οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο ήταν άνδρες. Το 2015, για παράδειγμα, το 70% όσων αναζητούσαν καταφύγιο στη Σουηδία ήταν άνδρες.
Αρκετοί μετανάστες έχουν ενσωματωθεί καλά στη σουηδική κοινωνία, αλλά πάρα πολλοί έχουν καταλήξει σε διάφορα προάστια, όπου η ανεργία είναι υψηλή και η εγκληματικότητα είναι ανεξέλεγκτη. Σε μια περιοχή όπως το Ρόζενγκαρντ του Μάλμε, για παράδειγμα, η συμμετοχή των ενηλίκων στο εργατικό δυναμικό είναι μικρότερη από 50% και το 21% των νοικοκυριών στηρίζονται στην κοινωνική πρόνοια.
Η Σουηδία είναι ένα από τα πιο γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας στον κόσμο: Αν και αυτές οι γειτονιές χαρακτηρίζονται από υψηλή ανεργία, δεν υπάρχει στέρηση υλικών αγαθών. Η υγειονομική περίθαλψη παρέχεται με ένα συμβολικό κόστος. Η οδοντιατρική περίθαλψη είναι δωρεάν για άτομα κάτω των 19 ετών, όπως και τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Η κάλυψη των κοινωνικών υπηρεσιών είναι καθολική.
Ωστόσο, η αστυνομία αγωνίζεται να διατηρήσει τον έλεγχο σε περίπου 60 γειτονιές με πλειοψηφία μεταναστών —που επισήμως χαρακτηρίζονται ως «ευάλωτες περιοχές»— στις οποίες συμμορίες και φυλές ανταγωνίζονται το κράτος για την τοπική εξουσία. Σε ορισμένες από αυτές τις γειτονιές, όπως η Γκοτσούντα στην πανεπιστημιακή πόλη της Ουψάλα, η ταχυδρομική υπηρεσία αναγκάστηκε να ακυρώσει τις παραδόσεις για λόγους ασφαλείας. Η UPS σταμάτησε προσωρινά την παράδοση δεμάτων στο Ρόζενγκαρντ το 2019.
Τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, η σουηδική δημόσια τηλεόραση, SVT, επισκέφτηκε τη γειτονιά Τιάρνα Άνγκαρ στο Μπορλάνγκε, τη βορειότερη «ευάλωτη περιοχή» της Σουηδίας. Στοχοποιήθηκαν με πέτρες την πρώτη τους νύχτα και αντιμετώπισαν την εξής απαίτηση: «Μην κακολογείτε την Τιάρνα Άνγκαρ». Αυτό συνέβη δύο χρόνια αφότου ένα φορτηγό-ψυγείο με παγωτά ακύρωσε τη στάση του στην Τιάρνα Άνγκαρ για λόγους ασφαλείας.
Οι παραδόσεις εφημερίδων νωρίς το πρωί ακυρώθηκαν για τον ίδιο λόγο. Τέτοιες ακυρώσεις είναι συνήθως προσωρινές, αλλά μπορούν ωστόσο να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε «ευάλωτες γειτονιές»: Σε τμήματα του «ευάλωτου» προαστίου Τένστα στη Στοκχόλμη, για παράδειγμα, η περιοχή ήταν σε χάος κυκλοφοριακά για εννέα μήνες, μεταξύ 2016 και 2017, επειδή κρίθηκε μη ασφαλής για τους τροχονόμους.
Εδώ και χρόνια, οι οδηγοί ασθενοφόρων και οι πυροσβέστες πρέπει να περιμένουν τη συνοδεία της αστυνομίας πριν εισέλθουν σε ορισμένες γειτονιές. «Ξέρω ότι είναι ευαίσθητο και αμφιλεγόμενο», μου είπε ο Gordon Grattidge, επικεφαλής του συνδικάτου οδηγών ασθενοφόρων σε συνέντευξή του το 2017. «Αλλά για εμάς είναι πραγματικά απαγορευτικό γιατί έχουμε οδηγίες να μην μπαίνουμε σε επικίνδυνες καταστάσεις». Ένας άλλος νοσηλευτής είπε στον Τύπο πέρυσι: «Αφού εργαζόμαστε σε ευάλωτες περιοχές, γνωρίζουμε πώς μερικοί άνθρωποι δεν σέβονται τη ζωή των άλλων. Δεν δίνουν δεκάρα ότι είμαστε διασώστες».
Μετά, υπάρχουν και οι βομβιστικές επιθέσεις. Πριν από μερικά χρόνια, άρχισαν να εμφανίζονται χειροβομβίδες μεταξύ των εγκληματικών συμμοριών στη Σουηδία. Πλέον, οι βόμβες είναι συχνά αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί.
Το φθινόπωρο του 2019, μια ομάδα αστυνομικών του Νιου Τζέρσεϊ ταξίδεψε στη Στοκχόλμη για να μάθει από πρώτο χέρι για τις βομβιστικές επιθέσεις. «Σοκαρίστηκα από τη χρήση χειροβομβίδων στη Σουηδία», είπε στο Svenska Dagbladet ο Rick Fuentes, πρώην επικεφαλής της αστυνομίας του Νιου Τζέρσεϊ. «Δουλεύω στην αστυνομία για 40 χρόνια και δεν έχω ακούσει ή δει ποτέ κάτι παρόμοιο».
Μέχρι εκείνη την εποχή, η χρήση εκρηκτικών μεταξύ των εγκληματικών συμμοριών της Σουηδίας είχε φτάσει σε επίπεδα που η αστυνομία περιέγραφε ως μοναδικά, όχι μόνο για τη Σουηδία ή την Ευρώπη, αλλά για οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο που δεν βρισκόταν σε πόλεμο.
Μετά την έκρηξη μιας ιδιαίτερα ισχυρής βόμβας σε ένα κτίριο κατοικιών στο Όστερμαλμ, ένα εύπορο τμήμα του κέντρου της Στοκχόλμης, τον Ιανουάριο του 2020, ένας από τους τραυματίες είπε στον Τύπο πώς παρακολουθούσε το Netflix όταν η έκρηξη τον έκανε να πεταχτεί στο πάτωμα. Το μισό του αριστερό αυτί του πετάχτηκε στον αέρα και μήνες αργότερα υπέφερε ακόμη από μειωμένη ακοή. Τα δύο παιδιά του τρόμαξαν τόσο πολύ από την επίθεση που από τότε αρνούνται να κοιμηθούν δίπλα στο παράθυρο.
«Είναι απαίσιο. Ζω στη Σουηδία για 35 χρόνια και δεν έχω βιώσει ποτέ μια τέτοια κατάσταση. Για δύο, τρεις ώρες, ήμουν κουφός, δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα», είπε ένας κάτοικος ενός κτιρίου που έγινε στόχος στο Χάσμπι λίγο περισσότερο από μια εβδομάδα αργότερα. Περίπου 50 άτομα χρειάστηκε να εκκενώσουν κτίριο και περιέγραψαν αυτό που έμοιαζε με «σκηνή πολέμου» -μια πολύ συνηθισμένη επιλογή λέξης που χρησιμοποιούν όσοι έχουν βιώσει βομβιστικές επιθέσεις στη Σουηδία από πρώτο χέρι.
Επειδή οι περισσότερες επιθέσεις δεν φτάνουν ποτέ στα δικαστήρια -οι αποδείξεις κυριολεκτικά ανατινάζονται και ένας ισχυρός κώδικας σιωπής σηματοδοτεί τη δράση των συμμοριών– είναι δύσκολο να αναφερθούμε στα κίνητρα πίσω από κάθε επίθεση. Αλλά όταν οι δημοσιογράφοι εξέτασαν τις νομικές ετυμηγορίες σε τέτοιες υποθέσεις μεταξύ Ιανουαρίου 2018 και Ιανουαρίου 2020 -20 εκρήξεις με 32 δράστες- βρήκαν κίνητρα που είχαν να κάνουν με απόπειρες δολοφονίας, εκβιασμούς και εκδίκηση εξαιτίας απιστίας. Σημείωσαν επίσης ότι δεν σχετίζεται κάθε έκρηξη με τη δράση των συμμοριών, αν και οι περισσότερες έχουν σχέση.
Οι επιθέσεις στρέφονται κυρίως κατά υλικών -όπως αυτοκίνητα και κτίρια- και όχι κατά ατόμων, γεγονός που εξηγεί γιατί δεν έχουν υπάρξει περισσότεροι θάνατοι. Ωστόσο, στα θύματα περιλαμβάνεται ένα 4χρονο κορίτσι που σκοτώθηκε από βόμβα σε αυτοκίνητο στο Γκέτεμποργκ (2015), ένα 8χρονο αγόρι που κοιμόταν όταν ρίχτηκε χειροβομβίδα στο διαμέρισμα όπου διέμενε στο Γκέτεμποργκ (2016) και ένας 63χρονος που σήκωσε μια χειροβομβίδα που βρισκόταν στο δρόμο σε ένα προάστιο της Στοκχόλμης, νομίζοντας ότι ήταν παιχνίδι (2018). Το 2019, μια 23χρονη φοιτήτρια στην πανεπιστημιακή πόλη Λουντ υπέστη σοβαρά τραύματα στο πρόσωπο όταν έτυχε να περάσει από ένα κατάστημα έξω από το οποίο, σε έναν κάδο απορριμμάτων, εξερράγη βόμβα. Η όρασή της μειώθηκε στο 2%. Είπε στον Τύπο σε συνέντευξή της ότι ακόμα δεν τολμάει να περπατήσει δίπλα σε κάδους απορριμμάτων.
Ο Σουηδός ποινικολόγος Amir Rostami περιέγραψε την επιδημία των βομβιστικών επιθέσεων στη Σουηδία ως μέρος ενός κύκλου βίας μεταξύ εγκληματικών συμμοριών, που χρονολογείται πριν από περίπου 15 χρόνια: «Πρώτα πυροβολούσαν στα πόδια, μετά άρχισαν να πυροβολούν ο ένας τον άλλον, μετά υπήρξαν περισσότεροι πυροβολισμοί, καθαρά εκτελέσεις και ταπείνωση των θυμάτων. Τώρα έχουμε ακραίες επιθέσεις και σε αριθμό», είπε στην εφημερίδα DN το 2019.
Καθώς αυτή η εξέλιξη επιταχύνονταν, θεωρήθηκε κακό να λεχθεί ότι η μετανάστευση και η αποτυχημένη ένταξη είχαν οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα εγκληματικής δράσης —ή ακόμη και ότι η εγκληματικότητα ήταν ένα αυξανόμενο πρόβλημα.
Αυτό άλλαξε το φθινόπωρο του 2020, όταν ο τότε πρωθυπουργός Stefan Löfven των Σοσιαλδημοκρατών, του αριστερού κόμματος που ήταν η κυρίαρχη δύναμη στη σουηδική πολιτική τον περασμένο αιώνα, παραδέχτηκε αυτό που όλοι γνώριζαν: Ότι η μετανάστευση είχε επηρεάσει την εγκληματικότητα με αρνητικό τρόπο.
Η διάδοχός του, η πρωθυπουργός Magdalena Andersson το επανέλαβε στην πρόσφατη προεκλογική της εκστρατεία. «Δεν αναγνωρίζουμε τη Σουηδία μας», είπε και τόνισε ότι η κυβέρνησή της περιόρισε τις μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα.
Πολλοί ψηφοφόροι πίστεψαν, προφανώς, ότι οι πολιτικοί ξύπνησαν πολύ αργά.
Όταν άρχισαν να εμφανίζονται ιστορίες σχετικά με τις συμμορίες και τις επιθέσεις σε ανθρώπους που επισκέπτονταν γειτονιές μεταναστών, που μερικές φορές αναφέρονται ως «απαγορευμένες ζώνες», μια κυβερνητική υπηρεσία ξεκίνησε εκστρατεία δημοσίων σχέσεων για να τις μετονομάσει σε «ζώνες μετάβασης». Η κυβέρνηση είχε βοήθεια από τα αριστερά σουηδικά μέσα ενημέρωσης. Το 2015, το άρθρο γνώμης του Dagens Nyheter, για παράδειγμα, έγραφε ότι οι άνθρωποι που εκφράζουν ανησυχίες για το έγκλημα ήταν «αρνητές σε θέματα ασφάλειας» και τους συνέκρινε με τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής. Η σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα Aftonbladet ανέφερε το 2017 ότι η ιδέα ότι η Σουηδία έπρεπε να στρατολογήσει περισσότερους αστυνομικούς ήταν «λαϊκισμός στο χειρότερο του πρόσωπο», δεδομένου ότι «η εγκληματικότητα μειώνεται».
Εν τω μεταξύ, η σύνδεση μεταξύ μετανάστευσης και εγκληματικότητας μετατράπηκε σε θέμα ταμπού.
Η Aftonbladet, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι δεν υπήρχε ανάγκη οι αρχές να δημοσιεύουν στατιστικά στοιχεία για τους μετανάστες και το έγκλημα, επειδή η ίδια η ιδέα ήταν εγγενώς ρατσιστική. Ο τότε πρωθυπουργός Stefan Löfven επανέλαβε το ίδιο αφήγημα όταν ρωτήθηκε εάν η μετανάστευση επηρέαζε τα επίπεδα εγκληματικότητας. «Θα πρέπει να ενεργούμε ενάντια σε ό,τι είναι λάθος και εγκληματικό, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο και την αιτία. Δεν θέλω να συνδέσω το έγκλημα με την εθνικότητα», είπε το 2020 –σαν να μην υπήρχαν εύλογες ερωτήσεις σχετικά με το πώς η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησής του είχε επηρεάσει το έγκλημα.
Επειδή οι συνέπειες της αποτυχημένης ενσωμάτωσης –όπως τα εγκλήματα συμμοριών και οι κοινωνικές αναταραχές– ήταν πιο έντονες σε λιγότερο εύπορες περιοχές, έδωσε ουσιαστικά τη δυνατότητα στις ελίτ να αγνοούν τα προβλήματα για περισσότερο από ό,τι θα μπορούσαν μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος.
Μεταξύ των προοδευτικών, όπως η τραγουδίστρια της όπερας Malena Ernman –σήμερα κυρίως γνωστή ως μητέρα της Greta Thunberg, η ιδέα ότι «η Σουηδία είναι πιο ασφαλής από ποτέ» έγινε σύνθημα και έμβλημα πολιτικού ανήκειν.
Την ίδια στιγμή, αυτές οι ελίτ απέρριπταν οποιαδήποτε κριτική για τη μεγάλης κλίμακας μετανάστευση ως «ρατσισμό». Η πολιτική συντάκτρια της σελίδας σύνταξης της Aftonbladet, Karin Pettersson, για παράδειγμα, ισχυρίστηκε το 2014 ότι δεν μπορούσε καν να φανταστεί ένα επιχείρημα υπέρ της μείωσης της μετανάστευσης που να μην ήταν ρατσιστικό. Ακόμη και το 2021, καθώς τα προβλήματα της Σουηδίας είχαν γίνει πολύ εμφανή, ο αρθρογράφος της Aftonbladet, Jan Guillou, υποστήριζε ότι οι προειδοποιήσεις για τη βία των συμμοριών ήταν θέμα ρατσισμού: «Για το σουηδικό κοινό, οι ολισθηρές μπανιέρες αποτελούν πολύ μεγαλύτερη απειλή από τις ένοπλες εφηβικές συμμορίες με τη φιλοδοξία να πυροβολούν ο ένας τον άλλον». Ωστόσο, το 2020, ένα άτομο πέθανε σε μπανιέρα στη Σουηδία, ενώ 48 ήταν θύματα ανθρωποκτονίας με όπλο, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία.
Το SD (Σουηδοί Δημοκράτες), που ιδρύθηκε το 1988, έχει ρίζες σε ακροδεξιούς κύκλους. Σύμφωνα με μια λευκή βίβλο που δημοσίευσε το κόμμα από έναν «ανεξάρτητο» ιστορικό (αποδείχθηκε ότι ήταν μέλος), ένας σημαντικός αριθμός ιδρυτών της SD είχαν δεσμούς με ναζιστικά ή φασιστικά κινήματα. Και τα σκάνδαλα συνεχίζουν να συγκλονίζουν το κόμμα καθώς μεμονωμένοι υποψήφιοι δείχνουν να έχουν ρατσιστικές απόψεις.
Αλλά το κόμμα έχει μεταρρυθμιστεί από τις πρώτες μέρες του ως περιθωριακό κίνημα της ακροδεξιάς. Η SD διώχνει συστηματικά μέλη που έχουν εκφράσει ρατσιστικές απόψεις, συμπεριλαμβανομένης της αποκοπής ολόκληρης της πτέρυγας της νεολαίας της. Το σημερινό πρόγραμμα του κόμματος είναι αυτό ενός τυπικού σκανδιναβικού εθνικολαϊκιστικού κόμματος —και τέτοια κόμματα έχουν ήδη συμμετάσχει σε κυβερνήσεις και υποστήριξαν κυβερνήσεις σε άλλες σκανδιναβικές χώρες.
Το να απορρίπτεις τους ψηφοφόρους του κόμματος ως «ρατσιστές» σημαίνει επίσης ουσιαστική παρανόηση της Σουηδίας και αυτού που ζητήθηκε από τους Σουηδούς να ομαλοποιήσουν.
Φίλοι με παιδιά στην εφηβεία, ακόμα και στα είκοσί τους, μου λένε ότι ο φόβος του εγκλήματος διαμορφώνει τη ζωή των παιδιών και των φίλων τους. Πράγματι, οι εκλογές στα σχολεία αυτόν τον μήνα έδειξαν ότι οι έφηβοι κλίνουν πλέον προς τα δεξιά, με την πλειοψηφία να ψηφίζει κόμματα του δεξιού μπλοκ, συμπεριλαμβανομένου του 21% για το SD.
Αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα που περιορίζεται στο στερεότυπο των δυσαρεστημένων «χαμένων της παγκοσμιοποίησης». Το κύμα εγκληματικότητας έχει ωθήσει τους Σουηδούς ψηφοφόρους -πλούσιους και φτωχούς- να ανησυχούν για τις πιο στοιχειώδεις τους ανάγκες: Την ασφάλεια των αγαπημένων τους, με τρόπους που απλά δεν είχαμε συνηθίσει.
Όπως μου είπε ένας γνωστός τις προάλλες, όταν μιλούσαμε για τις εκλογές: «Το μόνο που θέλω είναι να μην απαχθεί το παιδί μου και το κατουρήσουν».
Ο Ulf Kristersson, ηγέτης του Κόμματος των Μετριοπαθών, και η Ebba Busch, ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών –των δύο κομμάτων στην καρδιά του δεξιού μπλοκ- παρατήρησαν σε ένα πρόσφατο άρθρο ότι η Σουηδία αντιμετώπισε την απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια με μια ιστορική προσπάθεια για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Όμως, ρώτησαν: «Τι θα χρειαστεί για να αντιμετωπίσει σοβαρά η Σουηδία τις μεγάλες εσωτερικές απειλές που αντιμετωπίζουμε σήμερα;». Προειδοποίησαν επίσης ότι «η εγκληματικότητα πλησιάζει σε επίπεδα που να απειλούν το [δημοκρατικό] σύστημα».
Έχουν δίκιο.
Οι «ευάλωτες» περιοχές της Σουηδίας έχουν μετατραπεί σε...
θύλακες που απειλούν τα ιδανικά, τις αξίες, ακόμη και την ικανότητα του σουηδικού κράτους να τηρεί την τάξη. Ο έλεγχος των συμμοριών απειλεί επίσης την ασφάλεια και περιορίζει την ελευθερία άλλων μεταναστών, δυσκολεύοντας τη ζωή όλων όσων επιδιώκουν να ενσωματωθούν στη σουηδική κοινωνία.
Αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια απειλή για τη σουηδική δημοκρατία. Είναι καιρός η αντιπολίτευση της Σουηδίας να δραστηριοποιηθεί για να αντιμετωπίσει αυτήν την απειλή —ακόμα κι αν είναι με την υποστήριξη των Σουηδών Δημοκρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου