"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΥΡΙΖΟΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Ο ερωτευμένος λαός



Είναι στιγμές που δεν είσαι αναγκασμένος να ψάχνεις την ψυχή σου στα συρτάρια και στους φωριαμούς του γραφείου σου – αν είναι και υπουργικό τόσο το καλύτερο. Είναι στιγμές που την ψυχή σου τη νιώθεις να πεταρίζει μέσα σου από έρωτα, κι ας είναι και φαλακρός σαν τον κυρ Γιάνη. Θέλεις να φωνάξεις, να μοιραστείς την ευτυχία σου, και θέλεις να μοιραστείς τον έρωτά σου με τον κόσμον όλον, το σύμπαν, τους αστερισμούς, τις τράπεζες, τα ΑΤΜ.  


Δύο μόλις χρόνια πέρασαν από την ημέρα εκείνη που ο φαλακρός λιμοκοντόρος γύρισε σπίτι του, ακούμπησε το λιτό του σακίδιο στον καναπέ, έβαλε ένα παγωμένο Chablis κι αφού ρούφηξε μια γουλιά σαν να φιλάει τα χείλη του κρυστάλλου, ψιθύρισε στη σύζυγό του: «Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες».  


Εκείνη ησχολείτο με καλλιτεχνικές εργασίες και δεν έδωσε σημασία. Οταν όμως εκείνος στάθηκε μπροστά στην τζαμαρία της βεράντας και έστρεψε το ξυρισμένο του κρανίο προς τον Παρθενώνα, εκείνη εγκατέλειψε το καλλιτεχνικό της εργόχειρο και τον αγκάλιασε: «Δεν πάνε στο διάολο οι τράπεζες. Ο έρωτας μετράει πάνω απ’ όλα».


Εν τω μεταξύ ο εν λόγω Ερως είχε αρχίσει να κυκλοφορεί στους δρόμους της χώρας. Από ψυχή σε ψυχή παρέσυρε νέους και γέρους οι οποίοι, τυφλοί από έρωτα, έπιαναν ουρές στα ΑΤΜ. Κοίταζε ο ένας τον άλλον στα μάτια και σιγοψιθύριζαν εν χορώ: «Και τι μας νοιάζουν οι τράπεζες; Το παιδί να ’ναι καλά που παλεύει για το καλό μας. Ερως ανίκατε μάχαν, που λέει κι ο Παπαμιχαήλ στη Βουγιουκλάκη»


Κάποιοι παραδόπιστοι, διότι υπάρχουν και τέτοιοι, απαιτούσαν τα εξήντα τους ευρώ απ’ το μηχάνημα. Ο ερωτευμένος λαός τούς απομόνωσε, τους χλεύασε, τους έβαλε στη θέση τους: «Η Ελλάδα αντιστέκεται, κι εσύ κάνεις φασαρία για εξήντα ευρώ;». Αντε να γυρίσουμε στη δραχμή να τελειώνουμε μ’ αυτά τα εξήντα ευρώ. Γέροντες, γρηγορείτε.


Κι ύστερα ήρθε το δημοψήφισμα, ερωτικό κι αυτό, σαν τη Θεσσαλονίκη. Το δίλημμα ήτο γριφώδες, όμως όταν είσαι ερωτευμένος, δεν κολλάς σε τέτοιες λεπτομέρειες. Οταν είσαι ερωτευμένος, δεν σε νοιάζει αν συμπλέεις με τη Χρυσή Αυγή και το κακό συναπάντημα. Ο έρωτας είναι αίσθημα. Δε νογάει από πολιτικές και ναζισμούς, νέους ή παλιούς. 


Ο ερωτευμένος λαός, για ακόμη μία φορά, πήρε τους δρόμους της ψυχής του. Καταδίκασε τους ευρώδουλους, τα μνημόνια και τους μνημονιακούς, τους εκ φύσεως κακούς. Και είπε «Οχι!». «Οχι σε τι;». «Οχι, ρε παιδί μου. Πώς να στο πω;».


Κακόβουλοί τινες, δύο χρόνια μετά, διατείνονται ότι ο λαός, εν τη απαθεία του, ίνα μη είπω άλλον τι, όλα τα χωνεύει. Και τους ελέγχους κεφαλαίων, και το γεγονός ότι τα δύο τρίτα του χρόνου του δουλεύει για να πληρώνει φόρους


Ξεχνούν...

 τη γλυκόξινη οσμή των απορριμμάτων. 


Είναι το άρωμα του έρωτά μας. Κι όταν έχεις ερωτευθεί μία φορά, σου φτάνει για μια ολόκληρη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: