"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ο χαμένος δρομέας

Του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Υπάρχει μια αρχαία παράδοση που έφτασε έως τις μέρες μας και λέει πως κάθε χρόνο στην επέτειο της Μάχης του Μαραθώνα, ο θρυλικός δρομέας της νίκης, ο Φειδιππίδης, σηκώνεται από τον τάφο του

Εκκινώντας από την αφετηρία του, εκεί όπου σήμερα υψώνεται ο τύμβος των Μαραθωνομάχων, ξανακάνει τη διαδρομή και φτάνοντας ασθμαίνοντας στο Αστυ πριν πέσει αναίσθητος και πριν ξεψυχήσει ξανά και ξανά αναφωνεί: «Νενικήκαμεν». Η λαϊκή παράδοση αφηγείται πως τα τελευταία χρόνια αυτή η θαυμαστή νεκρανάσταση και η αναπαράσταση της θρυλικής διαδρομής νίκης δεν έγινε. Οι απλοϊκοί χωρικοί της περιοχής ισχυρίζονται πως πιθανόν και να επαναλαμβάνει ο δρομέας τον νικηφόρο δρόμο του αλλά, δυστυχώς, σήμερα δεν υπάρχει κανείς αλαφροΐσκιωτος να τον δει να περνάει στα γνωστά μονοπάτια. Γιατί γενιές και γενιές είχαν ακούσει από αυτά τα ευαίσθητα άτομα την επομένη του θαύματος να αφηγούνται πως από το παράδοξο ξύπνημα σε ώρα βαθιά νυχτερινή έγιναν αυτόπτες μάρτυρες της αθόρυβης και θριαμβικής διέλευσης από τον κάμπο και τα ριζά του βουνού του αναστημένου μαραθωνοδρόμου.

Αυτόν όμως τον ισχυρισμό τον κλόνισε ο μόνος εναπομείνας αλαφροΐσκιωτος, ένας τρελός του χωριού, που βεβαίωνε πως στις άγρυπνες νύχτες του με στυλά τα μάτια και με την οξυμμένη του ακοή ούτε είδε ούτε άκουσε σκιά ή βήματα στο χώμα να περνούν και να χάνονται στη δημοσιά προς το Αστυ. Στα εβδομήντα του χρόνια αυτός ο σαλός δεν έχει ποτέ, λένε οι χωρικοί, λαθέψει με όσα αόρατα για τους άλλους, ολοζώντανα γι΄ αυτόν ιστορεί.

Μια θερινή ημέρα όμως που κάτι φιλοπαίγμονες κολυμβητές στην παραλία του Μαραθώνα τον μέθυσαν με τσίπουρο και όπως ήταν άμαθος από ποτό έπεσε σε ένα είδος καταληψίας, άρχισε, με τον ήλιο να χτυπάει κατακούτελα, να αφηγείται μέσα σε παραλήρημα πράγματα παράξενα και σημαδιακά. Ελεγε λοιπόν πως ο αρχαίος εκείνος κήρυκας που αιώνες άφηνε τον τάφο του και τη μεγάλη Ημέρα ξανάκανε τη νικητήρια διαδρομή από τον τύμβο στο Αστυ, πριν από περίπου μισό αιώνα όταν ο σαλός του χωριού ήταν περίπου είκοσι χρονών ξεκίνησε όπως κάθε χρόνο από το 480 π.Χ., αλλά παραπλανήθηκε και χάθηκε. Μέσα στο παραμιλητό του ο τρελός αλαφροΐσκιωτος μεθυσμένος ισχυριζόταν πως ακόμη περιπλανιέται, πενήντα τόσα χρόνια και δεν βρίσκει το μονοπάτι που οδηγεί στο τέρμα. Οι φιλοπαίγμονες κολυμβητές στην αρχή μισοαστεία, ύστερα μισοσοβαρά, στο τέλος έντρομοι τον ρωτούσαν το πώς και το γιατί.

Oσαλός με μάτια ανοιχτά αλλά απλανή, ή καλύτερα προσηλωμένα στον μακρύ ορίζοντα ανιχνεύοντας κάτι, αρθρώνει τον ανήκουστο λόγο πως ο θρυλικός δρομέας κάθε τόσο στέκεται μέσα στα αμπέλια, στους κήπους και στις χωματερές και κλαίει απελπισμένα, γιατί ούτε τον δρόμο ξέρει να βρει που να τον οδηγήσει στην ανάπαυση του τάφου του ούτε, από την άλλη, τον εγκαταλείπει η ελπίδα πως κάποτε θα βρει τα ίχνη του μονοπατιού που θα τον οδηγήσουν στον τόπο όπου αιώνες πριν κάθε χρόνο αναφωνούσε, πεθαίνοντας: «Νενικήκαμεν». Ο σαλός μέσα στον παραλοϊσμένο λόγο του ακούστηκε να συλλαβίζει πως ο τραγικός δρομέας μονολογεί κλαίγο ντας: «Το μήνυμα, το μήνυμα, πρέπει να φτάσει το μήνυμα».

Οι φιλοπαίγμονες κολυμβητές συνέχισαν να απορούν και επίμονα τον ερωτούσαν το πώς και το γιατί. Και έκπληκτοι τον άκουσαν να αφηγείται: 
«Χάθηκε, παραστράτησε, περιπλανιέται, καθυστερεί σκοντάφτοντας στον πολιτισμό του τόπου. Λίγα μέτρα μετά την αφετηρία έπεσε πάνω σ΄ ένα χώρο διαρρυθμισμένο να υποδέχεται και να εξυπηρετεί εκατοντάδες ανθρώπους που δεξιώνονται. Κάποιο πριν λίγο νεόνυμφο ζευγάρι έκανε εκεί με καλεσμένους συγγενείς και φίλους τη γαμήλια δεξίωση. Στο ύπαιθρο αλλά με πελώριες ομπρέλες ανοιγμένες, με θερμαινόμενα σώματα για την περίπτωση ψύχους, Οκτώβριος ήταν, και βροχής. Τραπέζια στρωμένα, στολισμένα, κατάφορτα με φαγητά. Στο βάθος μια ορχήστρα να παίζει συνεχώς και διαχρονικά σουξέ, εναλλασσόμενα με ρεμπέτικα και τσάμικα, καλαματιανούς και μπάλους. Ο θρυλικός κήρυκας περνώντας κοντοστάθηκε και τότε ο κουμπάρος και οι βλάμηδες του γαμπρού τον κάλεσαν να πιει, να φάει, να ευχηθεί τα νιογάμπρια και να χορέψει. Ο δόλιος αφού ήπιε κι έφαγε και χαιρέτισε σεμνά νύφη, γαμπρό και συμπεθέρους κίνησε να φύγει, αλλά όλοι επέμεναν να σύρει τον χορό. Τους δήλωσε πως μόνο τον πολεμικό χορό και τον πυρρίχιο γνώριζε, αλλά τον ζόρισαν και χτυπώντας παλαμάκια τον έσπρωξαν στην πίστα, όπου αυτοσχεδίασε κάποιες παραπαίουσες φιγούρες. Ξαφνικά σαν να αφήνιασε τα παράτησε όλα, βγήκε στον δρόμο, αλλά δεν ήταν το μονοπάτι που οδηγούσε στο Αστυ. Εφτασε στην παραλία. Φθινόπωρο με αραιούς κολυμβητές αλλά οι ψαροταβέρνες γεμάτες. Στην αρχή πήραν τον Φειδιππίδη για ιδιότυπο τρελό, έτσι με το κοντό χιτώνιο και τα σανδάλια, κυρίως όμως με τον στέφανο των κηρύκων στην κεφαλή. Οταν αντιλήφθηκαν ποιος είναι, έριζαν ποιος θα τον πρωτοκεράσει καβουρόψιχα, σαγανάκι, γαριδίτσα, τζατζίκι και βαρελίσιο αρετσίνωτο κρασί. Ακόμη τώρα τρώει και πίνει, πήρε κιλά, βάρυνε, έγινε δυσκίνητος, συχνά τον παίρνει ο ύπνος από το πολύ φαΐ και το καλό κρασί.

Oταν κατόρθωσε να γλιτώσει από τη φαγοποτούρα ο παραπλανημένος βρέθηκε να χάνεται σε μεγάλα σούπερ μάρκετ, πελαγωμένος σε διαδρόμους με τυριά, γάλατα, κρέατα, κονσέρβες. Κολλητά στο σούπερ μάρκετ ήταν ένα αχανές κατάστημα ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών: τηλεοράσεις, βίντεο, σιντιέρες, κλιματιστικά, σκούπες, μίξερ, φωτορρυθμικά, κινητά τηλέφωνα. Ξεφεύγοντας ο χαμένος αγγελιαφόρος από τον ηλεκτρονικό κυκεώνα έπεσε πάνω σε μιαν έκθεση επίπλων και άλλων οικιακών αναγκαίων: κρεβατοκάμαρες, σαλόνια, σύνθετα, ντουλάπες, μονόζυγα, ζυγαριές, τηγάνια, φλιτζάνια, ποτήρια του νερού, του λικέρ, του ούζου, ψηλά για το ουίσκι, χαμηλά και σφαιρικά για το κονιάκ, πατάκια, μπουρνούζια, σαπούνια, αρώματα χώρου, αρώματα μπάνιου, λοσιόν, αποσμητικά κ.τ.λ.

Σε έναν όροφο που παγιδεύτηκε ο τραγικός μαραθωνοδρόμος ξαφνιάστηκε με την ποικιλία των ειδών κήπου, αλλού με τα αξεσουάρ αυτοκινήτου, τα παιδικά παιχνίδια, τα είδη κατάδυσης και ψαρέματος, τα είδη κυνηγιού και σε μια πάμφωτη αίθουσα με τα ερωτικά πριάπεια, σοδομικά, σαδιστικά και μαζοχιστικά αξεσουάρ. Εκεί ο χαμένος δρομέας καθηλώθηκε ρωτώντας, δοκιμάζοντας και επιθυμώντας διότι το μόνο νόμισμα που διέθετε ήταν ο χάλκινος οβολός που του έβαλαν στο στόμα όταν τον κήδεψαν στον Κεραμεικό».

Oσαλός μεθυσμένος αλαφροΐσκιωτος άρχισε να συνέρχεται και όταν αντιλήφθηκε τι είχε αποκαλύψει στο παραλήρημά του, παρακάλεσε τους φιλοπαίγμονες κολυμβητές να μη μιλήσουν πουθενά για όλα αυτά. Και ψιθύρισε: «Τον άκουσα να αναφωνεί: Οι Ασιάτες νενικήκασιν»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: