Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗ
Αυτή η συζήτηση για τον «άγνωστο πρωθυπουργό» ή τον «πρωθυπουργό χωρίς όνομα» κινείται στα όρια της ψυχεδέλειας.
Για τρεις λόγους.
Πρώτον είναι υποθετική. Κανείς δεν ξέρει σήμερα αν αρχές Ιουλίου, μετά από τρεις μήνες και δυο εκλογές, θα χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση συνεργασίας για να της ψάχνουμε πρωθυπουργό. Ενδεχομένως να έχουμε εκλέξει εν τω μεταξύ και κυβέρνηση και πρωθυπουργό.
Δεύτερον είναι προσχηματική. Κανείς δεν πιστεύει το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας» του Ανδρουλάκη για τον απλούστατο λόγο ότι μια πρωθυπουργία Τσίπρα δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα κι ούτε προκύπτει από κάπου. Συνεπώς το πραγματικό νόημα είναι «ούτε Μητσοτάκης». Και σωστά το κατάλαβαν και ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας.
Τρίτον είναι παραπειστική. Διότι αν, μέσα Ιουλίου και μετά από δυο εκλογές, δεν έχουμε ούτε κυβέρνηση, ούτε πρωθυπουργό, υποψιάζομαι ότι ο Ανδρουλάκης θα πάει τον Μητσοτάκη στο Μαξίμου αγκαλιά. Να του ανοίξει την πόρτα μην κουράζεται.
Μεταξύ μας, λογικό. Αν θεωρήσουμε ότι ο Μητσοτάκης σήμερα είναι ο ισχυρότερος παράγοντας του πολιτικού συστήματος (κάτι το οποίο συνομολογούν όλοι οι υπόλοιποι) χρειάζεται σίγουρα κάτι περισσότερο από έναν αφελή συνδικαλισμό αμφιθεάτρου για να τον εκτοπίσεις ή να τον περιορίσεις.
Η κουβέντα λοιπόν είναι ανούσια για να μην πω ανόητη.
Αλλά έχει το γούστο της.
Μια εμπλουτισμένη εκδοχή διατύπωσαν διάφοροι συνταγματολόγοι ή πολιτικοί παράγοντες (κυρίως αλλά όχι μόνο της πλευράς ΠΑΣΟΚ) υποστηρίζοντας ότι καμία συνταγματική διάταξη δεν επιβάλει την πρωθυπουργία του αρχηγού του πρώτου κόμματος σε περίπτωση κυβέρνησης συνεργασίας, ούτε απαγορεύει την πρωθυπουργία άλλου προσώπου (Χ. Ανθόπουλος, Κ. Χρυσόγονος, Π. Δουδωνής 27-28/3).
Εχουν δίκιο και προφανώς αυτό ισχύει. Μόνο που δεν είναι αυτή η συζήτηση.
Αυτονόητα ο οιοσδήποτε έλληνας πολίτης μπορεί να γίνει πρωθυπουργός αν πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα βγάλουμε την πρωθυπουργία στο «τώρα που γυρίζει».
Η πολιτική άλλωστε δεν είναι κλάδος της νομικής, ακόμη λιγότερο του συνταγματικού δικαίου.
Στις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις συνεργασίας της τελευταίας δεκαετίας την πρωθυπουργία ανέλαβε σχεδόν αυτονόητα ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος.
Ο Αντ. Σαμαράς στην κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ του 2012-2014. Και ο Αλ. Τσίπρας στις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ του 2015-2019.
Οχι επειδή ήταν υποχρεωτικό. Αλλά επειδή ήταν λογικό. Διότι αν αποσυνδέσεις το πρόσωπο του πρωθυπουργού από την ψήφο, τότε δεν έχεις πρωθυπουργό. Εχεις γενικό διευθυντή του υπουργικού συμβουλίου.
Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ σε κάτι πασιφανώς αυτονόητο. Ακόμη περισσότερο που η πολιτική παράδοση της δημοκρατίας μας (έως ένα σημείο και το Σύνταγμα…) αναγνωρίζει στον εκάστοτε πρωθυπουργό έναν ιδιαίτερο και σημαντικό ρόλο, το οποίο δεν θα μπορούσε να ασκήσει χωρίς κάποιας μορφής λαϊκή νομιμοποίηση.
Συνεπώς η θεωρία ενός «πρωθυπουργού με ρεφενέ» δεν πάσχει συνταγματικά. Πάσχει πολιτικά. Και κυρίως πάσχει δημοκρατικά.
Αν η ανάπτυξη της δημοκρατίας τον 19ο αιώνα και μετά στηρίχτηκε στην απόρριψη του δικαιώματος του μονάρχη να διορίζει πρωθυπουργό τον θυρωρό του, τότε είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να εκχωρήσουμε ανάλογο δικαίωμα σε κανέναν αρχηγό κόμματος. Ακόμη λιγότερο σε κάποιον αρχηγό περιορισμένης πολιτικής ισχύος.
Καλώς ή κακώς, στην πολιτική όπως και αλλού, το μέγεθος μετράει.
Στην ουσία όμως το βασικότερο επιχείρημα εναντίον του ρεφενέ είναι η ίδια η δημοκρατία.
Αφενός επειδή η αποσύνδεση του πρωθυπουργού από τη λαϊκή ψήφο είναι εκτρωματική επιλογή για ένα δημοκρατικό σύστημα. Και δεν μιλάμε φυσικά για ολιγόμηνες εξαιρέσεις περιορισμένου χρόνου και προσδιορισμένου έργου.
Αφετέρου επειδή ένας «πρωθυπουργός με ρεφενέ» καθίσταται εκ των πραγμάτων «πρωθυπουργός αστάθειας». Το είχαμε σημειώσει εδώ και παλαιότερα («Πού 'ν' τος, πού 'ν' τος ο πρωθυπουργός», 18-19/6/2022).
Σκεφτείτε λίγο ένα απλό σενάριο. Το πρώτο κόμμα παίρνει 147 βουλευτές και το τρίτο 30. Το τρίτο κόμμα (που είναι μάγκες και καραμπουζουκλήδες) επιβάλλει έναν πρωθυπουργό της αρεσκείας του και σχηματίζεται κυβέρνηση.
Προφανώς, όσο καραμπουζουκλήδες κι αν είναι, αποκλείεται να επιβάλλουν και την αλλαγή αρχηγού του πρώτου κόμματος.
Αποτέλεσμα;
Θα έχουμε στη Βουλή ένα κόμμα με 147 βουλευτές και τον αρχηγό του. Ενα κόμμα με 30 βουλευτές και τον αρχηγό του. Και έναν πρωθυπουργό αρχηγό του εαυτού του, άρα έρμαιο των δύο άλλων, που θα είναι υποχρεωμένος να κυβερνήσει.
Με τον αρχηγό του πρώτου κόμματος μάλιστα να θεωρεί ότι αδίκως ή υπόπτως του στέρησαν την πρωθυπουργία. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του πρωθυπουργού αλλά και του καραμπουζουκλή που τον επέβαλε!
Στην πραγματικότητα όλη αυτή η ανόητη αλλά επικίνδυνη κατασκευή στηρίζεται σε ένα σαθρό και αναπόδεικτο επιχείρημα. Οτι...
Μητσοτάκης και Τσίπρας δεν δικαιούνται την πρωθυπουργία επειδή (κατά την εκτίμηση του Ανδρουλάκη) «απέτυχαν».
Μόνο που στη δημοκρατία τα πιστοποιητικά επιτυχίας ή αποτυχίας τα εκδίδουν οι ψηφοφόροι, όχι τα κομματικά όργανα ή οι αντίπαλοι.
Ας πούμε λοιπόν ότι ο Τσίπρας απέτυχε επειδή καταψηφίστηκε το 2019. Τι εμποδίζει να επιστρέψει με κάποια άλλη εκλογή;
Ο Ανδρέας Παπανδρέου καταψηφίστηκε σε τρεις απανωτές εκλογές (1989-1990) και το 1993 επανήλθε στην πρωθυπουργία.
Αλλά ο Μητσοτάκης πότε ακριβώς απέτυχε;
Εως τώρα δεν έχει χάσει όχι μόνο εκλογή αλλά ούτε δημοσκόπηση. Ενώ το πιθανότερο σενάριο είναι να κερδίσει (δηλαδή να βγει πρώτος) και στις δυο επόμενες αναμετρήσεις.
Ποιος θα αποφασίσει λοιπόν ότι απέτυχε; Κλιμάκιο περιφερόμενων ευρωβουλευτών υπό τη μαντάμ Σοφί;
Το ευχάριστο βεβαίως με όλα τα παραπάνω είναι πως κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τα ζήσουμε ποτέ.
Οχι μόνο επειδή δεν υπάρχουν «πρωθυπουργοί χωρίς όνομα» αλλά επειδή το είδος «πρωθυπουργός με ρεφενέ» κάνει καριέρα μόνο στα καφενεία. Μαζί με την πρέφα..
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου