Νίκος Γαβριήλ Παντζίκης (1908 -1993)
(...) “Απορώ με τ’ ανθρώπινο σχήμα που το συνηθίζουμε και μας φαίνεται σταθερό. Ερωτώ, τι λογής είναι το κεφάλι, τα χέρια, το κορμί; Η όρθια στάση τι μπορεί να σημαίνει; Τι μπορώ να πω; Ποια μαρτυρία να δώσω;
Καμιά ισχυρή μαρτυρία δεν βρίσκω. Πού χρειάζεται να προχωρήσω; Σε ποιο βάθος πρέπει να κατέβω; Να συλλάβω τ’ αληθινό νόημα, να βρω τη βάση, την εξήγηση που εγώ στέκουμαι όρθιος ενώ με ειδοποιεί για το μέλλον ο άλλος πλαγιασμένος παντοτινά.
Είμαι υποχρεωμένος να κλείσω τα μάτια μου και να δω με τη μνήμη. Για ν’ ανακαλύψω το σχήμα που έσβησε σταθερότερα, πρέπει να περιορίσω τις ανάγκες μου, να μείνω φτωχό περισσότερο με τη δίψα παρά με το νερό που πίνεται στη βρύση. Σκύφτω μέσα στο λάκκο που τον έχουν κάψει βαθύ.
Πού ‘ναι ο θεμέλιος λίθος;
Πού υψώνεται, η πολύεδρη οικοδομή, η ευρύτερη από το χώρο, η ακατάλυτη από τον χρόνο;
Διακρίνω μόνο πλήθος ποικίλες αναγκαίες απόψεις. Σκέφτουμαι. Συλλογιέμαι τον τρόπο που θα φύγω από τον καθημερινό δρόμο.
Πώς θα καθαριστώ από το ιδιωτικό μου συμφέρον που με βρωμίζει;
Πώς θα μπορέσω να δεχτώ τα λόγια που ξεπερνούν τις διαστάσεις από κάθε κτίσμα;
Ράντισέ με ουρανέ με ύσωπο για να καθαριστώ, να πλυθώ, ν’ ασπρίσω περισσότερο από το χιόνι. Σκυμμένος απάνω στο μνήμα των δικών μου, γυρεύω παρήγορο χαιρετισμό.
Πού να ‘βρω το ουρανόχρωμο του ερχομού της άνοιξης λουλούδι; Πώς να περπατήσω στο περιβόλι που αποδρά κάθε θλίψη και στεναγμός;
Σαν παιδί ακουμπώ στο σταυρό που ‘ναι η μαρτυρία του πατέρα μου, τρομάζοντας την έλλειψη κάθε υλικής παρουσίας.
Τα δάκρυα της περισσότερης δυστυχίας καίνε το μαντίλι που σφουγγίζοντας το κάθιδρο πρόσωπό του αποτύπωσε τη φυσιογνωμία του, Πώς θα μπορέσω να πιστέψω την απ’ τον τάφο ανάσταση του Χριστού;
Δεν μπορώ να καταλάβω τη βεβαιότητα μιας αναμονής της ενδόξου ανάστασης, την ώρα που το σώμα κρέμεται από το ξύλο σταυρωμένο, καταστρέφοντας κάθε υπόσχεση χαράς.
Πώς μπορώ να εννοήσω ότι ο θάνατος είναι η συνέχεια που μας συμπληρώνει, ενώ βλέπω όρθιο τον παπά πάνω στον τάφο, να ρίχνει με το φκυάρι το πρώτο χώμα που θα κρύψει το πρόσωπο;
Βροντούν τα σβολάρια του χώματος κατρακυλώντας ανακατωμένα με το κρασί που αδειάσαν , σχηματίζοντας λάσπη που λερώνει τ’ άσπρο βαμβάκι, που ‘ναι στρουμωγμένο στο στόμα.
“Χριστός Ανέστη”, ακούω ξανά εγώ ο άπιστος δούλος, ο αρνητής.
“Χριστός Ανέστη” την ώρα που βλέπω όλη τη ζωή μου, και την ξανακερδίζω με τη μνήμη.
“Χριστός Ανέστη”, η φωνή των αιώνων επιμένει και...
καταλαβαίνω το χρέος μου…”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου