Toυ ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Τα Τέμπη ήταν η αιματηρή συνειδητοποίηση εκείνου που γνωρίζαμε ήδη: το κράτος πάσχει· οι υποδομές και οι μηχανισμοί του, σε τεχνικό, σε ανθρώπινο και σε φιλοσοφικό επίπεδο, έχουν διαχρονικά βασιστεί στην προχειρότητα, στην κακοτεχνία και σε μια συνταρακτικά πλημμελή αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτό που συνέβη δεν ήταν ακριβώς μια εξαίρεση σε έναν κατά τ’ άλλα βιώσιμο κανόνα, αλλά ένα προδιαγεγραμμένο ατύχημα, ανάμεσα σε πολλά άλλα μη τετελεσμένα που περιμένουν τη θρυαλλίδα τους.
Το γνωρίζαμε, αλλά τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να το παραδεχθούμε: στην Ελλάδα δεν σχεδιάζουμε με άξονα τις ανάγκες μας, αλλά πελαγοδρομούμε με στόχο την πρόσκαιρη ικανοποίησή μας· δεν επενδύουμε σε μια συλλογικά λειτουργική ζωή, αλλά βλέπουμε τη δυσλειτουργικότητα ως γεννήτρια ευκαιριών για ατομικό όφελος.
Η ευτελής, κομματικώς φιλτραρισμένη, αναζήτηση μεμονωμένων υπευθύνων που παρακολουθούμε να διενεργείται αυτό το διάστημα από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση είναι ταυτόχρονα ανούσια και διαφωτιστική: ανούσια, επειδή με αποδιοπομπαίους τράγους δεν λύνονται συστημικά προβλήματα· διαφωτιστική, επειδή με το παραταξιακό της πρόσημο, αυτή η όψιμη μανία για επικοινωνιακή δικαιοσύνη υπογραμμίζει άθελά της το συστημικό πρόβλημα: το κομματικό κράτος και τα παρελκόμενά του.
Οι πολίτες που διαμαρτύρονται έχουν δίκιο. Ειδικά οι νεότεροι σε ηλικία: εκείνοι που δεν ψήφισαν ποτέ πελατειακά, δεν ευνοήθηκαν από ρουσφέτια, δεν συντήρησαν χαμηλής αξίας πολιτικά τζάκια, δεν διαβρώθηκαν από τον κομματικό φανατισμό, δεν απορροφήθηκαν από τον παλαιικό συνδικαλισμό του μικροσυμφέροντος και της συντήρησης, έχουν λόγο να παίρνουν τους δρόμους και να εκδηλώνουν τη δυσαρέσκειά τους. Οι γενιές που καλούνται κατόπιν εορτής να μαζέψουν τα σπασμένα δεκαετιών, χωρίς να έχουν καμία συμμετοχή, άμεση ή έμμεση, στη γενική διάλυση, έχουν βάσιμο θυμό και το ψυχολογικό κεκτημένο μιας κληρονομημένης αδικίας.
Τίθεται όμως εδώ, όπως και σε κάθε έκρυθμη κοινωνική φάση, η ανάγκη μιας σημαντικής διάκρισης: είναι άλλο πράγμα ο θυμός και άλλο ο μηδενισμός· είναι διαφορετικής ποιότητας καταστάσεις η έλλειψη εμπιστοσύνης και η τυφλή απαξίωση.
Ο κίνδυνος που διαφαίνεται στον ορίζοντα δεν είναι μόνο ένα νέο δυστύχημα, αλλά η αποπολιτικοποίηση των πολιτών· η οριστική έξοδος από το πεδίο της λογικής στην παιδική χαρά των αγανακτισμένων.
Στους πολιτικούς και στους επικοινωνιολόγους τους (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η αφηρημένη ιδιότητα, έτσι όπως αναπαύεται πάνω στα φύκια που πουλάει για μεταξωτές κορδέλες) αρέσει να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα ως «κλίμα»· κλίμα που καλλιεργείται, που αντιστρέφεται, που ευνοεί ή επιβαρύνει. Η κοινωνική αναταραχή, λοιπόν, ερμηνεύεται συχνά ως συγκυριακό φαινόμενο το οποίο μετράει μόνο στον βαθμό που επηρεάζει τη δημοτικότητα του εκάστοτε κόμματος. Ας μην ανησυχούμε υπερβολικά, τα πράγματα θα ηρεμήσουν μέχρι τις εκλογές· η οργή θα ξεθυμάνει· οι πολίτες θα ξεχαστούν· η επικαιρότητα θα μεταβληθεί.
Ο κυνικός αυτός τρόπος σκέψης παραγνωρίζει έναν σημαντικό παράγοντα: στην κοινωνία, οι δικαιολογημένα οργισμένοι συνυπάρχουν με μια σταθερή πληθυσμιακή ομάδα μόνιμα αγανακτισμένων. Το θέμα δεν είναι πόσο θα κρατήσει η οργή, αλλά πού θα τη χυτεύσουν οι επαγγελματίες της διαρκούς έντασης· τι τέρας θα δημιουργήσουν όσοι ζουν από και για την καταστροφή, αξιοποιώντας τα υλικά της ανθρώπινης απόγνωσης.
Η εκμετάλλευση του ολέθρου δεν είναι κλίμα, αλλά μια αταλάντευτη δύναμη κοινωνικής αποδόμησης, που δεν πρόκειται να πάει πουθενά.
Τι σχέση έχει ο θάνατος 57 ανθρώπων με το μένος εναντίον δημοσιογράφων και τα επιθετικά πλακάτ εναντίον τους;
Γιατί συγχέεται η κρατική ευθύνη για την κρατική ανεπάρκεια με τις ιδιωτικοποιήσεις ως πρακτική;
Πώς η ειρηνική διαμαρτυρία μετατρέπεται σε φθοροποιό δύναμη που σπάει μάρμαρα και βανδαλίζει τοίχους;
Με ποια λογική η διαδήλωση για ένα δυστύχημα γίνεται χοάνη για κάθε λογής πολιτικό και υπαρξιακό παράπονο;
Αυτές οι συζεύξεις δεν είναι τυχαίες: ο λόγος που στην Ελλάδα τα συντριπτικά γεγονότα αποσπώνται από το πλαίσιό τους και μεταμορφώνονται σε εξεγερσιακά όπλα δεν είναι τάχα η ροπή μας στην αντίδραση ή κάποιος ολοκληρωτισμός που μας καταδυναστεύει. Οι κίβδηλες επαναστάσεις ενθαρρύνονται με κάθε ευκαιρία επειδή είναι ιδιαίτερα επικερδείς: την τελευταία δεκαετία, οι κρίσεις έχουν γεννήσει παρατάξεις εξουσίας, έχουν χαρίσει δύναμη σε προσωπικότητες που διαφορετικά θα μας ήταν άγνωστες, έχουν χτίσει ολόκληρες βιομηχανίες («ανθρωπιστικές», μιντιακές και άλλες) που εμπορεύονται τον πόνο και που χωρίς αυτόν θα κατέρρεαν. Η υπόθεση των Τεμπών έχει εκφυλιστεί, επειδή ο εκφυλισμός εξυπηρετεί την επιχειρηματική ατζέντα των εχθρών της πολιτισμένης ρουτίνας.
Oσο κι αν αποφεύγουμε τη λέξη από επιφύλαξη για τις συνδηλώσεις της, αυτή θα επανέρχεται με το καταδηλωτικό της πνεύμα: η κανονικότητα δεν είναι εργαλείο πολιτικού μάρκετινγκ, αλλά στοιχειώδες ζητούμενο σε μια δημοκρατική κοινωνία· ο τρόπος ζωής που, με τα καλά και τα κακά του, επιτρέπει στους πολίτες να ζουν και να αναπτύσσονται ασφαλείς κι ευτυχισμένοι, μακριά από τους πειρασμούς της καταστροφικότητας.
Η κανονικότητα είναι αυτό που δεν συμβολίζει η επαναφορά του Παύλου Πολάκη και του Κώστα Αχ. Καραμανλή.
Αυτό που...
για να επιτευχθεί κοινωνικά, προϋποθέτει ένα πολιτικό θάρρος αρκετά αντικανονικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου