Εν αρχή ην ο μύθος, και ο προσωποποιημένος Χρόνος του μύθου είχε θυγατέρα ή σύντροφό του την Ανάγκη, ίσως επειδή οι παλαιοί σοφοί κατάλαβαν ότι η αδυσώπητη προέλασή του παράγει κάτι σαν αναγκαστικό δίκαιο. Και πάλι στον μύθο, ο Χρόνος συναιρέθηκε κάποια στιγμή με τον Κρόνο, εκείνον τον αδηφάγο Τιτάνα που έτρωγε τα παιδιά του. Και το γιατί ο Χρόνος ταυτίστηκε με τον παιδοφάγο Κρόνο δεν θέλει και πολλή εξήγηση.
Και δεν μοιάζει να έχει άδικο ο Δάσκαλος: αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε μια στιγμή του χρόνου, αυτό που ανακαλούμε και μπορούμε να περιγράψουμε είναι κάποιο περιστατικό ταυτισμένο με εκείνη τη στιγμή και όχι η στιγμή καθεαυτή στη χρονική της διάσταση. Ακούμε, ίσως, ή νομίζουμε ότι ακούμε, τον χρόνο στο συμβατικό τικ-τακ του ρολογιού, αλλά πόσο πιο βαθιά τον κατανοούμε;
Στο τέλος παρατεταμένης φιλοσοφικής αγρυπνίας, ο ιερός Αυγουστίνος πάλευε ακόμη με το αίνιγμα: «Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν κανείς δεν μου κάνει την ερώτηση, το ξέρω. Αν πρέπει να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτάει, δεν ξέρω».
Και ύστερα, αν ο θεωρητικός στοχασμός, η πείσμων αισιοδοξία μας ή κάποια στιγμή οργασμικής ευφορίας μάς επιτρέπουν την αίσθηση ενός, ελάχιστου και ευάλωτου έστω, παρόντος, οι υψηλής τεχνολογίας πανόπτες κάποιας καλπάζουσας νευροεπιστήμης άλλα ευαγγελίζονται: αφού χρειάζεται ένα χρονικό διάστημα για να διαβιβασθούν στον εγκέφαλο τα μηνύματα των αισθητηρίων οργάνων, αυτό που τελικά αντιλαμβανόμαστε, όταν το αντιλαμβανόμαστε, είναι ήδη παρελθόν.
Αν ο χρόνος είναι τέταρτη διάσταση, κατά τη θεωρία της σχετικότητας, τότε τα μέλλοντα είναι ήδη εκεί και απλώς περιμένουν να συμβούν. Και αν αντί για τη θεωρία αυτή προτιμούμε την υπαρξιστική φαινομενολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, τότε ο χρόνος είναι αυτή η ίδια η ουσία της ύπαρξής μας. Στον χρόνο εναποθέτουμε ελπίδες και προσδοκίες, ο χρόνος, ως τραυματικό παρελθόν ή αδιάγνωστο μέλλον, ενορχηστρώνει τους φόβους μας.
Σε παλαιά αφηγήματα ο χρόνος μπορεί να είναι χρήμα, σήμερα μπορεί να είναι «ποιοτικός», «δομημένος ή μη», μπορεί ακόμη να είναι και νεύρωση που αξιώθηκε τη δική της ονομασία, τη «χρονοφοβία». Και ενώ αδυσώπητος μας κάνει παρανάλωμά του, σε τελική ανάλυση άλλο δεν μπορούμε να κατορθώσουμε από το...
να τον μετρούμε συμβατικά ως ευέλπιδες ή επιφυλακτικοί υπήκοοί του, αναθέτοντας στο «Καλή Χρονιά» να δώσει κάποια τάξη και κάποιο νόημα στο συνεχές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου