"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Της Μακρoνήσου το μασκαριό



Μελαγχόλησα πολύ. Παρατηρώντας της Μακρονήσου τους «εκδρομείς». Γύρισα με τη σκέψη στα παλιά. Κάθε σπίτι, κάθε φαμίλια, είχε και τον κομμουνιστή συγγενή του. Εκείνον που τον κρατούσαν σε ασφαλή απόσταση, μη και μας κολλήσει καμία μεταδοτική ασθένεια δεοντολογίας. Και που όποτε μιλούσε, σ’ εκείνα τα Κυριακάτικα τραπέζια, οι λοιποί κουνούσαν το κεφάλι λέγοντας «Λόγια! Ωραία λόγια! Κομμουνιστής, τι περιμένεις; Ξάπλα και ωραία λόγια» και ενώ εκείνος επέμενε να μιλάει για ιδανικά, περιγράφοντας έναν κόσμο παραδείσου, τον αποστόμωναν «άντε λοιπόν, πήγαινε στη Ρωσία να δεις το φως το αληθινό».


Κάθε κυριακάτικο τραπέζι που σεβόταν τον εαυτό του, είχε και έναν πολιτικό καβγά αλλά έκλεινε με χαμόγελα, χτυπήματα στην πλάτη και γλυκό μωσαϊκό. Το «κομμουνιστής» έσερνε ιστορίες, που λίγο τις έλεγαν και λίγο τις απέκρυπταν. Όπως της αδελφής του Βαγγέλη «που περπατώντας έφτασε μέχρι τη Ρωσία στο παιδομάζωμα» ή «του θείου Νίκου που έφυγε για Τασκένδη λέγοντας στη μάνα του «θα γυρίσω με κούρσα, μάνα!»» και που όταν γύρισε ρακένδυτος, η μάνα του ούρλιαζε «πού είναι η κρούσα που θα σου έδιναν βρε;». Η «κούρσα» που έγινε «κρούσα» σκέπαζε με άφθονο γέλιο ένα ενδεχομένως δράμα.

Άλλες εποχές! Οι ανατολικές χώρες αμπαρωμένες. Ούτε καν αεροπλάνα δεν επιτρεπόταν να πετάνε στους αιθέρες τους. Η Γερμανία χωρισμένη στα δυο. Η Αλβανία ούτε λόγος… Διπλό-αμπαρωμένη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία, η Τσεχοσλοβακία… Τις επισκέπτονταν αραιά και πού κανένας για ιατρικούς λόγους και είχε να λέει «φτώχεια! φτώχεια!». Γι’ αυτό και το «να πας βρε στη Ρωσία αν δεν σ’ αρέσει εδώ» έκλεινε τις συζητήσεις.  


Ωστόσο, αν διάβαζες για παράδειγμα το «Ταξιδεύοντας στη Ρουσία» του Καζαντζάκη, ένιωθες ρίγη συγκίνησης. Κι αν διαβάσεις τους «Δρόμους του Αρχάγγελου» του Μίκη Θεοδωράκη, εκεί στις σελίδες που αναφέρεται στο ταξίδι του στην εξορία της Μακρονήσου, γράφει χαρακτηριστικά, ότι ενώ έξω έκλαιγαν οι μανάδες τους αποχαιρετώντας τους, εκείνος απολάμβανε το ταξίδι νοιώθοντας, «ότι πάει να τρυπήσει τον ορίζοντα». Πόση ποίηση χωρούσε ο αγώνας τους και άντεχαν βασανιστήρια και μαρτύρια και «έπαιζαν» με τις αντοχές των βασανιστών τους! Ασε! Τι να λέμε; Τότε, δικαιούνταν ακόμα όνειρα η ανθρωπότητα. Μετά;


Μετά έπεσε ο μπερντές του Τείχους. Δεν υπήρχε χώρος πια για «αθωότητες». Μόνο αυτός που δεν ήθελε να δει, δεν έβλεπε. Μόνο οι αποτυχημένοι και οι καιροσκόποι, μετέφεραν άκριτα «τραύματα» στην επόμενη γενιά τους, για να κατορθώνουν οντότητα. Θυμάμαι με συγκίνηση τον Λεωνίδα Κύρκο, τον έντιμο, μορφωμένο, επιεική, ανοιχτόμυαλο πολιτικό άνδρα -που είχαμε την τύχη να γνωρίσει η γενιά μας- να μονολογεί μελαγχολικά και σαρκαστικά «δηλαδή στην Πράγα κατέβηκαν τα τανκς για να χορέψουν βαλς στους δρόμους;».


Μελαγχολικά παρατηρούσα της Μακρονήσου τους εκδρομείς… Πόσος καιροσκοπισμός! Πόση φθήνια! Πόσο βόλεμα! Πόσο δούλεμα!  
Επρεπε ακόμα κι αυτό να το εξευτελίσουν;  


Εμείς βουρκώναμε με τα ποιήματα του Ρίτσου. Εμείς διαβάζαμε και ονειρευόμασταν. Εμείς χωρέσαμε στην ψυχή μας ακόμα και όταν είδαμε. Ποιος να δει τον Κατρούγκαλο και τον Σκουρλέτη και να μην… Ασε! Τι να λέμε; 


 Αλλά, στις τόσες και τόσες ιστορίες, εκείνων των κυριακάτικων τραπεζιών, η μνήμη μου ξέβρασε και μια φράση:
  Περιέγραφε κάποιος τον Εμφύλιο και είπε με χαρακτηριστική προφορά στον παππού μου: «Άστα ρε Στέλιο! Ένα μασκαριό βγήκε σα όξω κι ένα μασκαριό μπήκε σα μέσα».  


Τότε δεν είχα καταλάβει. Τώρα… Το κατάλαβα κι αυτό. Ευτυχώς αναζητώ την ποίηση στους ποιητές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: