"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ: ο χαμένος πόλεμος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ

Του Πετρου Παπακωνσταντινου

Τον Ιανουάριο του 1998, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι -μαζί με τον Χένρι Κίσινγκερ, ένα από τα πιο δυνατά μυαλά της αμερικανικής γεωστρατηγικής στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου- παραχώρησε αποκαλυπτική συνέντευξη στο γαλλικό περιοδικό Le Nouvel Observateur. Ξεχωριστό ενδιαφέρον είχαν οι αναμνήσεις του από την παραμονή Χριστουγέννων του 1979, την ημέρα που σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. 

Εκεί που η πλειονότητα των Αμερικανών αξιωματούχων έβλεπε τον κίνδυνο, ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου αναγνώριζε την ευκαιρία. Σε επιστολή του προς τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ έγραφε: «Μας δίνεται η δυνατότητα να δώσουμε στους Ρώσους τον δικό τους πόλεμο του Βιετνάμ». Εννέα χρόνια αργότερα, οι εισβολείς αποχωρούσαν ταπεινωμένοι από το Αφγανιστάν, προοιωνίζοντας τη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

Αν και η Αμερική του Ομπάμα βρίσκεται, γενικά, σε πολύ ισχυρότερη θέση από τη Σοβιετική Ενωση του Γκορμπατσόφ, στο θέμα του Αφγανιστάν μοιάζει να βαδίζει στα χνάρια της. Η δική της περιπέτεια στους ορεινούς όγκους της Κεντρικής Ασίας διανύει τον 11ο χρόνο, έχει στοιχίσει τη ζωή 3.000 στρατιωτών και είναι ήδη ο μακρύτερος πόλεμος στην αμερικανική Ιστορία. 

Την Κυριακή, 15 Απριλίου ισλαμιστές αντάρτες πραγματοποίησαν την πιο θεαματική επίθεση από την έναρξη του πολέμου. Επί 18 ώρες σφυροκοπούσαν στρατιωτικές βάσεις και κυβερνητικά κτίρια σε τέσσερις διαφορετικές επαρχίες, με αποκορύφωμα τις επιθέσεις τους μέσα στον «Ατσάλινο Δακτύλιο», την αυστηρότερα φρουρούμενη περιοχή στην καρδιά της πρωτεύουσας Καμπούλ, όπου πολιόρκησαν μέρα μεσημέρι το Κοινοβούλιο και πρεσβείες.


Στον διεθνή Τύπο η 15η Απριλίου παραλληλίστηκε με την «Επίθεση του Τετ», τις θεαματικές επιχειρήσεις των Βιετκόγκ, τον χειμώνα του 1968, που σήμαναν την αρχή του τέλους για τους Αμερικανούς. Η σκιά των γεγονότων της Καμπούλ θα πέσει βαριά στο Σικάγο, που θα φιλοξενήσει τον ερχόμενο μήνα σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, με κεντρικό θέμα την προγραμματισμένη για το 2014 αποχώρηση από το Αφγανιστάν. 

Το ερώτημα που απασχολεί τους πάντες είναι αυτονόητο: αν κοτζάμ ΝΑΤΟ, με 130.000 άνδρες και υπερσύγχρονο οπλισμό, δεν μπορεί να προστατεύσει σήμερα το κέντρο της Καμπούλ, τι τύχη θα έχουν αύριο τα στρατεύματα του προέδρου Καρζάι απέναντι στους αντάρτες, οι ηγέτες των οποίων έχουν συσσωρεύσει στρατιωτική πείρα 33 χρόνων, πολεμώντας δύο υπερδυνάμεις και αναρίθμητους εσωτερικούς ανταγωνιστές;


Οπως όλα τα κλισέ, ο χαρακτηρισμός του Αφγανιστάν ως «νεκροταφείου των Αυτοκρατοριών» περικλείει έναν ορθολογικό πυρήνα μέσα σε πολλές στρώσεις μυθολογίας και υπερβολής. 

Ναι, ο Μέγας Αλέξανδρος συνάντησε σφοδρή αντίσταση και λίγο έλειψε να σκοτωθεί από αφγανικό βέλος, κατάφερε όμως να επεκτείνει την αυτοκρατορία του μέχρι τον ποταμό Ινδό και τον Ινδικό Ωκεανό. Οι Βρετανοί γνώρισαν ταπεινωτική ήττα στην Καμπούλ το 1842 και σφαγιάστηκαν υποχωρώντας προς την Τζαλαλαμπάντ: από τους 16.500 στρατιώτες και πολίτες τους, γλίτωσε μόνο ένας για να αφηγηθεί τη φρίκη. Εστω και δύσκολα, όμως, η Βρετανία εδέησε να υπερισχύσει της Ρωσίας στο «Μεγάλο Παιχνίδι» για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας και της Ινδίας, μετατρέποντας το Αφγανιστάν σε μισοαποικία της με ένα δεύτερο, αιματηρό πόλεμο. Οσο για τους μουτζαχεντίν που απώθησαν τους Σοβιετικούς, δεν θα μπορούσαν ούτε να διανοηθούν ότι θα τα κατάφερναν χωρίς τους συμβούλους της CIA, τα όπλα της Αμερικής, τα χρήματα της Σαουδικής Αραβίας και τις βάσεις του Πακιστάν.


Ξυπόλυτα τάγματα
Αν αυτή τη φορά η Ουάσιγκτον κατόρθωσε να τα θαλασσώσει απέναντι στα εντελώς απομονωμένα, ξυπόλυτα τάγματα του μουλά Ομάρ, σε έναν πόλεμο όπου οι Αμερικανοί είχαν την υποστήριξη ακόμη και των Ρώσων και των Ιρανών, σε μια χώρα την οποία γνώριζαν, χάρη στην αντισοβιετική τζιχάντ, σαν την τσέπη τους, αυτό μάλλον δεν μπορεί να αποδοθεί στα φαντάσματα της Ιστορίας, αλλά σε πιο γήινους παράγοντες.

Το πρώτο, θεμελιώδες λάθος διέπραξε στην αρχή κιόλας του πολέμου το νεοσυντηρητικό επιτελείο Μπους, αντιγράφοντας για ειρωνεία της Ιστορίας τούς εξίσου ιδεοληπτικούς ηγέτες της μπρεζνιεφικής Σοβιετικής Ενωσης: Αν το Κρεμλίνο πίστευε ότι μπορούσε να φέρει πάνω στα τεθωρακισμένα τον ριζικό εκσυγχρονισμό της συντηρητικής, ισλαμικής κοινωνίας στο πρότυπο της «Λαϊκής Δημοκρατίας», η Ουάσιγκτον φαντασιώθηκε ότι μπορεί να ρίξει κάτω από τις φτερούγες των F-16 τους σπόρους μιας «Δημοκρατίας τύπου Τζέφερσον» και να τους δει να βλασταίνουν στα όρη και τις ερήμους του Αφγανιστάν. Ποντάροντας στη «Βόρεια Συμμαχία» των Τατζίκων και των Ουζμπέκων, αποξενώθηκε από τους Παστούν, την πολυπληθέστερη εθνότητα της χώρας, από τους οποίους προέρχονται οι Ταλιμπάν.

Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την επιλογή του παροιμιωδώς διεφθαρμένου Χαμίντ Καρζάι για τον ρόλο του κατοχικού προέδρου. Ιδού πώς τον περιγράφει ο Μάικλ Σόιερ, πρώην αξιωματούχος της CIA, επιφορτισμένος με το κυνήγι του Οσάμα μπιν Λάντεν:
«Χωρίς ισλαμικά διαπιστευτήρια και με ελάχιστη υποστήριξη από τις φυλές, ο Καρζάι, με σπουδές στην Ινδία, ήταν και παραμένει ένας άνθρωπος που διαθέτει την ικανότητα και την άνεση να συναγελάζεται με τις αμερικανικές και βρετανικές ελίτ, αλλά δεν έχει την ίδια έφεση στο να τρώει σκληρό κατσικίσιο κρέας με τα χέρια από μια κοινή γαβάθα, παρέα με μια ομάδα ρυπαρών ισλαμιστών ηγετών αντάρτικων και φυλετικών ομάδων».

Αυτός ο άνθρωπος ανακηρύχθηκε νικητής δύο εκλογικών αναμετρήσεων βίας και απροκάλυπτης νοθείας, πράγμα που δεν εμπόδισε τον Μπαράκ Ομπάμα να του τηλεφωνήσει για να τον συγχαρεί. Στο μεταξύ, 11 χρόνια πολέμου και κατοχής έχουν διαλύσει την οικονομία του Αφγανιστάν (το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι περίπου στο ένα ευρώ) με μόνη εξαίρεση την εθνική βιομηχανία της ηρωίνης: το 2001, επί Ταλιμπάν, η παραγωγή ηρωίνης μόλις έφτανε τους 185 τόνους, σήμερα ξεπερνά, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τους 5.800. Είναι παράξενο, υπό αυτό το πρίσμα, που μεγάλο μέρος των Αφγανών εχθρεύεται τους Αμερικανούς περισσότερο από τους εχθρούς τους;

Το σύνδρομο Γκορμπατσόφ
Ο Τζόναθαν Στιλ καλύπτει το Αφγανιστάν για λογαριασμό του βρετανικού Guardian εδώ και 30 χρόνια. Το 2001, ήταν ένας από τους ελάχιστους αναλυτές του Δυτικού κόσμου που προέβλεπαν ότι η αμερικανική εισβολή θα καταλήξει σε φιάσκο. Το περασμένο φθινόπωρο κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Φαντάσματα του Αφγανιστάν: Σκληρές αλήθειες και ξένοι μύθοι». Σ’ αυτό, ο έμπειρος δημοσιογράφος -σπούδασε στο Κέμπριτζ και στο Γέιλ, ενώ υπήρξε ανταποκριτής στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα- μοιράζεται τις γνώσεις και τις εμπειρίες του, παροτρύνοντας τον Μπαράκ Ομπάμα να αφομοιώσει τα μαθήματα από την αφγανική περιπέτεια του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Οταν ο τελευταίος Σοβιετικός ηγέτης, μας υπενθυμίζει ο Στιλ, κατάλαβε πόσο ουτοπική ήταν η φιλοδοξία να οικοδομήσει μια σύγχρονη «Λαϊκή Δημοκρατία» στο Αφγανιστάν, «άδειασε» τον κομμουνιστή Μπαμπράκ Καρμάλ και έβαλε στη θέση του τον Μοχάμεντ Νατζιμπουλάχ, αρχηγό της αφγανικής μυστικής αστυνομίας. Πραγματιστής και επιδέξιος, ο Νατζιμπουλάχ παραμέρισε τα κομμουνιστικά σύμβολα και άφησε ευρύ πεδίο δραστηριότητας στο πολιτικό Ισλάμ, ώστε να συγκρατήσει την ανερχόμενη επιρροή των μουτζαχεντίν, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούσε τα όπλα που του έδινε ο Γκορμπατσόφ για να τους τσακίσει στρατιωτικά. Ο Νατζιμπουλάχ κατάφερε να μείνει στην εξουσία σχεδόν τρία χρόνια μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών και δεν αποκλείεται να κέρδιζε τον εμφύλιο πόλεμο αν η χαοτική Ρωσία του Γέλτσιν δεν του έκοβε τη βοήθεια, με αποτέλεσμα να βρει φριχτό τέλος στα χέρια των Ταλιμπάν, το 1996 (τον κρέμασαν, αφού προηγουμένως τον ευνούχισαν).

Η συμβουλή του Στιλ στον Ομπάμα αναδύεται φυσιολογικά: Να ακολουθήσει με μεγαλύτερη συνέπεια τη λογική Γκορμπατσόφ, αδειάζοντας τον αποτυχημένο Καρζάι, διευκολύνοντας τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή των πιο λογικών Ταλιμπάν και στηρίζοντας αποφασιστικά το νέο καθεστώς, μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα. 

Πάντως, στο εσωτερικό της Αμερικής ο παραλληλισμός του Ομπάμα με τον Γκορμπατσόφ δεν προκαλεί και τόσο θετικούς συνειρμούς - αντιθέτως, αποτελεί βέλος στη φαρέτρα των Ρεπουμπλικανών, που αρέσκονται να εμφανίζουν τον Δημοκρατικό πρόεδρο ως αδύναμο ηγέτη, υποχωρητικό απέναντι στους εχθρούς της υπερδύναμης.

Ιnfo
- Μάικλ Σόιερ, «Αυτοκρατορική Υβρις», Εκδ. Α.Α. Λιβάνη, μτφ. Χρήστου Καψάλη, 2004.
- Jonathan Steele, «Ghosts of Afghanistan», Counterpoint, 2011.
- Bob Woodward, «Obama’s Wars», Simon & Schuster, 2010.
- Robert Fisk, «Watch us lead the UN donkey up the Khyber», The Independent, 31/3/2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια: