Ε-Ξ-Α-Ι-Ρ-Ε-Τ-Ι-Κ-Ο
ΑΡΘΡΑΡΑ
Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ
Πλέον άμα χάσει κάποιος φανατικός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ένα δικό του πρόσωπο, μητέρα, πατέρα, παιδί, σύζυγο, μπορεί να επικοινωνεί μαζί του και μετά θάνατον, μέσω Instagram ή Facebook. Αλλιώς δεν εξηγείται, αφού βλέπουμε πως μόλις κάποιος, ή κάποια λυθεί από τα δεσμά του σώματος, ο συγγενής, αντί να βιώσει το πένθος του σιωπηρά και μοναχικά, βγάζει τον πόνο του στο Διαδίκτυο, απευθυνόμενος, μάλιστα, προσωπικώς στον μεταστάντα, λες και μπορεί εκείνος να διαβάσει το μήνυμα στο ουράνιο κινητό του.
(Πώς πεθαίνει κανείς χωρίς κινητό; Πώς βγάζεις χωρίς κινητό, χωρίς τάμπλετ, μιαν ολόκληρη αιωνιότητα; Νομίζω αυτό είναι το πιο σημαντικό φιλοσοφικό πρόβλημα της εποχής – ο Πλάτων θα έμενε με την απορία).
Γνωστή infuenser (τι δουλειά κι αυτή) με επηρμένα λοφοειδή προσόντα, μόλις έχασε τη μητέρα της, δεν κάθισε να θρηνήσει μόνη της, βουβά, τη μεγάλη απώλεια, αλλά έσπευσε να τη βγάλει στη διατίμηση και να γράψει διάφορα στο Instagram, μέσω αυτού να της απευθυνθεί προσωπικά στο Υπερπέραν και βέβαια να της πει πόσο σημαντική και καλή μανούλα ήτανε – όταν κάποιος υμνεί δημόσια τον γονέα του (για να το διαβάσουν άλλοι) επαινεί έμμεσα τον εαυτό του, διότι δεν μπορεί παρά το μήλο να έπεσε κάτω απ’ τη μηλιά. Πρόκειται για ναρκισσιστικό αυτο-εγκώμιο. Μαμά, μανούλα, δες τι μεγαλειώδες παιδί γέννησες. (Ετερον εκατέρωθεν, που έλεγε η θεία μου).
Ακόμα και τα πλέον προσωπικά, τα κρύφια και τα άρρητα, ακόμα και ο θρήνος (ας πούμε) κι ο οδυρμός (ως πόζα) βγαίνουνε συνειδητά στη γύρα, απέκτησαν ανταλλακτική αξία και προβάλλονται θεληματικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σαν εκείνες τις εύθυμες χήρες που οδύρονται, μόνο σε περίπτωση που γύρω τους υπάρχει πολύς κόσμος. Αλλιώς, τι νόημα θα είχε; (Οπως με την υστερία: γνωρίζετε, βέβαια, ότι η υστερία ξεσπάει μόνο όταν υπάρχουν παρόντες τρίτοι).
Ο δημόσιος θρήνος πουλάει πάντα, ιδίως τώρα που μπορείς να έχεις χιλιάδες ακολούθους και ακόμα περισσότερους ευκαιριακούς, ξέμπαρκους αναγνώστες με αδυναμία στις κηδείες.
Το μοιρολόι, η μακαριά, έχουνε πάντα γκραν σουξέ – οπότε, γιατί κι αυτό να μην το εκμεταλλευτούμε;
Αν, δε, ο χαμός δεν είναι φυσιολογικός, τότε ακόμα καλύτερα – είναι βασικός όρος στο σινεμά και στην αφήγηση γενικότερα πως ένας ήσυχος θάνατος του ήρωα είναι αδιάφορος για τον θεατή. Λίγο κόκκινο, λίγο αίμα, ή ένας φόνος, πάντα ευχαριστεί το φιλοθεάμον κοινό – παρά να πεθάνει ο πρωταγωνιστής στο Ιπποκράτειο από κοινή γρίπη, από πέσιμο, ή από το ομοιοκατάληκτό του.
Αυτό έχει γίνει πλέον κατανοητό ακόμα και από μη ειδικούς οπότε βγαίνει ο καθείς κι εμπορεύεται τον πόνο του στο Ιντερνετ – αν όχι με την έννοια του οικονομικού κέρδους (όπως ορισμένοι Influensers) αλλά τουλάχιστον εισπράττει οίκτο, συμπάθεια κι αγάπη.
Μεγάλη υπόθεση η digital αγάπη. Το like.
Η πενιχρή δόξα του Διαδικτύου παρηγορεί πλέον κάθε λυσσασμένη καρδιά, κάθε λαβωμένο «εγώ», κάθε έναν που ψάχνει για λίγη αποδοχή. Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω. Πάσχοντες και μη πάσχοντες αλληλολιβανίζονται γενναιόδωρα κι έτσι κερδίζουμε την κοινωνική συνοχή, την αλληλεγγύη του επώδυνου επαίνου. Διότι ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει ακόμα και χωρίς αγάπη, αλλά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς έπαινο – οποιασδήποτε μορφής. Για έναν καλό λόγο ζούμε όλοι μας, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι. (Γι’ αυτό οι κόλακες έχουν παντοτινό σουξέ).
Μια φορά παρουσίαζα με τον Μανόλη Ρασούλη ένα βιβλίο του στην Κατερίνη κι έρχεται μια γηραιά κυρία και μου λέει:
– Εσείς είστε ο κύριος Σκαμπαρδώνης;
– Μάλιστα.
– Α, (μου λέει), έχω ακούσει πολλά καλά λόγια εις βάρος σας.
Πώς μπορεί να ξεχάσει κανείς έναν τέτοιον έπαινο εις βάρος του;
Διότι απ’ την άλλη, αρνητική διαφήμιση δεν υπάρχει. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκβιάζουν τη συμπάθεια, έστω, ακόμα και την ύβρη, ή, την όποια χθαμαλή αποδοχή, επαιτώντας την στο παγκόσμιο χωριό, χρησιμοποιώντας ακόμα και τα πιο προσωπικά δεδομένα, τα πιο ιδιωτικά, τα πιο ιερά, τα απολύτως τιμαλφή. Ακόμα κι εκείνα που βιώνει απολύτως μόνος του, όπως τον θρήνο και το βαρύ πένθος για την απώλεια της μητέρας του ή του παιδιού του. (Ο μη γένοιτο).
Κυριαρχεί, πλέον, ένας αφόρητος κυνισμός. Αβάσταχτος κι απάνθρωπος. Ενα είδος λύσσας για λίγη αυτοδιαφήμιση με κάθε τρόπο, κάθε τίμημα. Το οτιδήποτε χρησιμοποιείται με αντάλλαγμα ένα ψωρο-like.
H ασθένεια, η αναπηρία, το ελάττωμα, ο αλκοολισμός, η διολίσθηση στα ναρκωτικά, η φυλακή, ακόμα και ο θάνατος κοντινού προσώπου μπορούν να πουληθούν ως εμπόρευμα, να γίνουν «ανάρτηση», υλικό δηλαδή προς ανταπόδοση προσοχής, συμπάθειας και αλληλεγγύης. Αρκεί να βαυκαλιστεί, πάση θυσία, ο ναρκισσισμός του διψαλέου για λίγο ενδιαφέρον από άγνωστους τρίτους.
Διότι όταν κάποιος μεταστεί εις Κύριον και ο άλλος δήθεν του απευθύνεται γράφοντας στο Ιντερνετ, δεν πρόκειται για συνοικιακή μεταφυσική, αλλά για από σπόντα απεύθυνση στους ζωντανούς, με επίκεντρο όχι τον θανόντα, βέβαια, αλλά εκείνον που κάνει τη δημοσίευση. (Διαβάστε πόσο θρηνώ. Πόσο ευαίσθητος είμαι. Δοξάστε με). Αυτός μέσω του δημοσιοποιημένου οικτιρμού ζητάει έπαινο για τον εαυτό του και μόνο, χρησιμοποιώντας ωμά και αδίστακτα έναν θανόντα.
Ολοι και όλα προς χρήση. Κανονική σκύλευση. Εν ψυχρώ εμπόριο και βεβήλωση – ψιλά γράμματα, θα μου πεις. Διότι...
τι αξία έχει μια μητέρα, ένας αδελφός, μπροστά σε εκατό like;
Αλλος βγάζει τα ημικώλιά του στο Διαδίκτυο, άλλη τους μαστούς, άλλος τη μιζέρια του ως ανταλλακτικό προϊόν, έτερος το κουσούρι του ως προτέρημα, άλλος το ραχητικό αριστεριλίκι του ως παντογνωσία, κι άλλος και άλλη τον υποτιθέμενο θρήνο τους προς άγραν δημοσιότητας, δια του συμπάσχειν: μάρκετ του μελό. Αβυσσαλέα επιθυμία για δημοσιότητα, για κάποια αποδοχή.
Δεν εξαιρούνται ούτε καν τεθνεώτες γονείς, παιδιά κι αδέρφια.
Η δόξα του ψωροφιλότιμου.
– Δώσαμε, κυρία μου, δώσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου