ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Στην περίφημη δήλωσή του περί «ολιστικής» θεώρησης της ζωής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είπε αυτό ακριβώς που του καταλογίζουν. Δεν χαρακτήρισε, δηλαδή, τις χρηματικές απολαβές επουσιώδεις, ούτε υπονόησε κάτι τέτοιο. Ισα ίσα, υπογράμμισε πόσο σημαντικές είναι. Αυτό που είπε είναι ότι τα χρήματα δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για την αποτίμηση της ποιότητας ζωής που προσφέρει μια χώρα, εν προκειμένω η Ελλάδα. Και έχει δίκιο. Πράγματι, η ποιότητα ζωής είναι ένα ζήτημα πολυπαραγοντικό και η αξία των χρημάτων είναι σχετική (ανάλογα με την πόλη ή τη χώρα, για παράδειγμα, τα πολλά χρήματα μπορεί να είναι λίγα, και τα λίγα, επαρκή).
Παρά τους επαγγελματίες διαστρεβλωτές, όμως, που παραμονεύουν στις μίζερες γωνίτσες τους μέχρι να δοθεί η κατάλληλη αφορμή για να παροξύνουν ερεθισμένα νεύρα, η δήλωση Μητσοτάκη ήταν ατυχής και άστοχη· ο πρωθυπουργός «ανοίχτηκε» σε ένα θέμα το οποίο, ως προνομιούχος άνθρωπος, δεν γνωρίζει καλά και, λόγω ιδιότητας, δεν είναι αρμόδιος να αναπτύξει αποτελεσματικά και πειστικά.
Η ιδέα πως η Ελλάδα είναι μια χώρα με εξαιρετική ποιότητα ζωής είναι ένα στερεότυπο που αντανακλά περισσότερο ρομαντικούς ρεμβασμούς και πολυτελώς αποσπασματικά βιώματα παρά την καθημερινή εμπειρία της πλειονότητας. Θα έλεγε κανείς πως μια τόσο απλοϊκή μες στην απολυτότητά της άποψη είναι εξίσου αναξιόπιστη με τις γραφικότητες περί ελληνικού ήλιου, κρασιού, θάλασσας, «ψυχής» και φιλότιμου. Η Ελλάδα έχει μεν αναντίρρητα πλεονεκτήματα σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες (από τον καλό καιρό και την άρτια εστίαση μέχρι τις θερμές διαπροσωπικές σχέσεις και τα όμορφα νησιά της), αλλά τα πλεονεκτήματα αυτά αφενός δεν είναι ελληνικές αποκλειστικότητες, αφετέρου δεν αποτελούν αυταξίες. Η απόλαυση των εγχώριων αγαθών προϋποθέτει χρήμα και χρόνο, δύο στοιχεία εξαιρετικά δυσεύρετα σε μια χώρα όπου οι περισσότεροι δουλεύουν απλήρωτες υπερωρίες και αμείβονται με πολύ χαμηλούς μισθούς.
Ο μύθος της εξαιρετικής ποιότητας ζωής στην Ελλάδα έχει δύο ρίζες.
Η πρώτη είναι διαφημιστικού τύπου: η εμβληματική εικονοποιία του ελληνικού τουρισμού, δηλαδή το κυκλαδίτικο λευκό, το καταγάλανο Αιγαίο, ο λαχταριστός μουσακάς και τα γκρο πλαν του ηλιόλουστου Παρθενώνα έχουν εμφυσήσει στο συλλογικό ασυνείδητο πλασματικές εντυπώσεις μιας αρχετυπικής ωραιότητας. Τείνουμε να φανταζόμαστε τη χώρα ως συναρπαστική ταινία και τους εαυτούς μας ως μοιραίους πρωταγωνιστές της· ό,τι κι αν συμβαίνει στην Ελλάδα, στο τέλος της ημέρας τη θεωρούμε ακαταμάχητη, γιατί είμαστε εργοστασιακά ρυθμισμένοι να τη θεωρούμε.
Η δεύτερη ρίζα προκύπτει από το προνόμιο: ένα βασικό προσόν των ανθρώπων με περισσότερα χρήματα από τον μέσο όρο είναι ότι μπορούν να αποφεύγουν ό,τι είναι δυσάρεστο και να αποκομίζουν μια εικόνα του κόσμου που αποτελείται μόνο από την καλή εκδοχή των πραγμάτων. Οσοι έχουν λοιπόν τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να ζουν σε όμορφες γειτονιές, να τρώνε σε καλά εστιατόρια, να συναναστρέφονται κόσμο της επιλογής τους και να ανελίσσονται κοινωνικά και επαγγελματικά, μπορούν να θέσουν ψηλά τον πήχυ της ποιότητας στη ζωή τους και σταδιακά να ταυτίσουν το ειδικό με το γενικό, έχοντας χάσει την επαφή με το τελευταίο. Γι’ αυτούς, η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα είναι η ποιότητα της ζωής τους στην Ελλάδα.
Ακριβώς όµως επειδή δεν γίνεται να έχουν όλοι πρόσβαση στην πολυτέλεια και να επιτρέψουν σ’ αυτή να χρωματίσει τη ζωή τους με τα κολακευτικά της χρώματα, η ποιότητα ζωής μιας χώρας –αν θέλουμε να την εξετάσουμε μακροσκοπικά– εξαρτάται από τα βασικά, από τα μη πολυτελή δηλαδή, στα οποία έχουν ή πρέπει εκ του νόμου να έχουν πρόσβαση όλοι.
Δυστυχώς, μια χώρα όπου η επιχειρηματικότητα και η επαγγελματική επιτυχία σκοντάφτουν ακόμη σε απαρχαιωμένους νόμους και δυσβάσταχτα φορολογικά εμπόδια, όπου οι κεντρικοί δρόμοι της πρωτεύουσας μπορούν ανά πάσα στιγμή να κλείσουν ή να πάρουν φωτιά κι όπου οι πανεπιστημιακοί χώροι μαστίζονται από μαφίες και κομματικούς στρατούς, δεν είναι σε θέση να υπερηφανεύεται για την ποιότητα ζωής που παρέχει.
Εν τω μεταξύ, δεν είναι μόνο τα μεγάλα και ηχηρά προβλήματα που δυσχεραίνουν την κατάσταση, αλλά και τα πιο οργανικά, που έχουμε συνηθίσει ως εγγενή και μη αναστρέψιμα: η αστική ασχήμια και αφροντισιά, η έλλειψη πρασίνου, τάξης και καθαριότητας, η ανυπαρξία ευπρεπούς δημόσιου χώρου για αναψυχή, η αυθαιρεσία και η εγκληματικότητα είναι ψηφίδες μιας παρακμιακής σύνθεσης που κάνουν τη ζωή αφόρητη και τα λόγια περί ποιότητάς της να ηχούν ειρωνικά.
Πέραν των πραγματολογικών στοιχείων (είναι ή δεν είναι αβίωτος ο βίος στην Ελλάδα; Ο καθένας έχει τα δικά του κριτήρια), υπάρχει κάτι άχαρο και δυσοίωνο στην ευκολία με την οποία ο πρωθυπουργός παρατηρεί διαρκώς τριγύρω του εθνικούς θριάμβους.
Αχαρο, γιατί η δουλειά του δεν είναι τα όμορφα εμψυχωτικά λόγια, αλλά η διασφάλιση των συνθηκών που θα καταστήσουν τα λόγια αυτά περιττά.
Δυσοίωνο, γιατί...
όποιος δεν αντιλαμβάνεται το πρόβλημα δεν μας δίνει πολλές ελπίδες ότι θα το λύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου