"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Να βάλουμε τέλος στην αυτομαστίγωση

Αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, δ/ντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της Νέας Εστίας.


Α​​σφαλώς δεν είναι κάτι πρωτότυπο για τον ελληνικό τρόπο σκέψης: προτιμούμε πάντα την αναζήτηση ευθυνών σε πρόσωπα και ομάδες από την ανάλυση των βαθύτερων αιτιών του προβλήματος. 


Η καταγγελία και η στρεψοδικία ταιριάζουν αναμφισβήτητα πολύ καλύτερα σε έναν ψυχισμό δομικά ενοχικό, όπως ο νεοελληνικός, και η κρίση ανέδειξε αυτή τη στάση σε κυρίαρχη στις δημόσιες αντιπαραθέσεις.  


Από τις πιο χαρακτηριστικές εκδοχές αυτής της ιστορίας ήταν ο τρόπος που αντιμετώπισαν οι εγχώριες ελίτ την ελληνική κοινωνία. 


 Είδαμε δύο στάσεις, αμφότερες υποτιμητικές με τον τρόπο τους: 


Είτε εκείνη μιας σνομπ πολιτισμικής ελίτ που έβγαζε φλύκταινες επειδή ο «ανώριμος» λαός «δεν είναι κόσμιος», «δεν διαβάζει βιβλία», «κοιτάζει την πάρτη του», «και συνεχίζει να γεμίζει τα mall και τις ταβέρνες παρά την κρίση». 


Είτε, αντίστροφα, εκείνη που αποθέωνε μεν τον λαό και τον θεωρούσε αμόλυντο και υπεράνω κάθε ευθύνης για την κρίση, αλλά που ακριβώς επειδή του φερόταν σαν ανήλικο παιδί, τον αντιλαμβανόταν εντέλει ωσάν ένα ανεύθυνο υποκείμενο που χρειάζεται την άνωθεν χειραγώγηση.


  Εφθασε, μάλιστα, να υποτιμήσει τόσο πολύ τη νοημοσύνη του, που διοργάνωσε και δημοψήφισμα για να του θέσει το αστείο ερώτημα «αν του αρέσει να είναι πλούσιος και υγιής ή φτωχός και ασθενής»…



Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά σε βαθιές κρίσεις που δεν είναι μόνον οικονομικές αλλά αφορούν σχεδόν όλες τις όψεις ενός κράτους και του πληθυσμού του, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αυτή την περίοδο σε μια φάση μετάλλαξης, την οποία η πολιτική αδυνατεί να παρακολουθήσει και να κατανοήσει. Εξ ου και η αμφιθυμία των ελίτ μας απέναντί της. Δεν υπάρχει οπωσδήποτε εδώ ο χώρος για κοινωνιολογικές αναλύσεις.



Εκείνο που μπορεί όμως κανείς να αναδείξει όσον αφορά την ελληνική κοινωνία –που δεν είναι ούτε απάνθισμα ατόμων ούτε και «λαός»– είναι οι απλές πρακτικές που εφαρμόζει για να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα που βιώνει: ότι εξακολουθεί να επενδύει από το υστέρημά της στο εκπαιδευτικό κεφάλαιο όσο λίγες κοινωνίες στον κόσμο, ότι η επινοητικότητά της στη μικροεπιχειρηματικότητα είναι συχνά αξιοθαύμαστη, ότι εν πολλοίς διατήρησε την κοινωνική της συνοχή παρά τη συχνά δραματική και απότομη πτώση του εισοδήματός της, που δεν είχε προηγούμενο στο σύγχρονο ευρωπαϊκό κόσμο. Ούχ ήττον, πλάι σε αυτά, θα βρει κανείς και τη μαζική φοροδιαφυγή, τον οικογενειακό αμοραλισμό και μια ροπή εναλλάξ στην εθνική αυταρέσκεια και την αυτοενοχοποίηση.



Δεν της αξίζει όμως της ελληνικής κοινωνίας άλλη αυτομαστίγωση ούτε άλλη ισοπεδωτική κριτική. Πρόκειται για μια καθαρά ευρωπαϊκή κοινωνία, φυσικά με τη δική της ιδιοσυστασία, που δεν έχει πάψει ούτε στιγμή στη νεότερη Ιστορία της να επιθυμεί να συντονίσει το βήμα της με τα πιο προχωρημένα κέντρα του δυτικού κόσμου όσον αφορά τη γνώση, την κατανάλωση, τις πολιτισμικές μόδες. Βεβαίως, τις δεξιώνεται πάντα με το ιδιαίτερό της ύφος (γίνεται άραγε αλλιώς;), ενώ είναι αυτονόητο ότι στο εσωτερικό της διακρίνονται χάσματα κυρίως πολιτισμικά, γύρω από τα οποία οργανώνονται οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και φυσικά οι συγκρούσεις. Αλλά θα πρότεινα σε όσους θεωρούν την ελληνική κοινωνία κατά βάση συνονθύλευμα αγροίκων να κάνουν μια σύγκριση του «λαϊκού» Ελληνα π.χ. με τον «λαϊκό» Αγγλο και τον «λαϊκό» Ιταλό. Θα είναι πολύ διαφωτιστική ως προς τις ομοιότητές τους. Η κοινωνία, λοιπόν, ξέρει να επιβιώνει και να στοχάζεται με τα δικά της εργαλεία όσα της συμβαίνουν. Και ενώ ατομικά θα βρει τις διεξόδους της, θα παραμείνει στο τέλμα της συλλογικά ως έθνος αν η πολιτική της ηγεσία δεν καταφέρει να κάνει αυτό που είναι η δουλειά της: 


Να την καθοδηγήσει βάσει σχεδίου προς το μέλλον, χωρίς ούτε να κολακεύει κάποιον επινοημένο «λαό», ούτε και να περιφρονεί ως άλλη μαντάμ Σουσού ορισμένες «αντιαισθητικές» της έξεις.



Καθόλου τυχαία το πολιτικό λεξιλόγιο του «κυβερνάν» προέρχεται από τον κόσμο της ναυτιλίας και της θάλασσας. Και σε αυτόν, το πιο χρήσιμο όργανο για έναν κυβερνήτη είναι η πυξίδα και η στιβαρότητα στο να κρατηθεί το καράβι στην πορεία του


Τότε μόνο ένα καλό πλήρωμα, με όλες τις αντιφάσεις του, θα δεχθεί ένθερμα να συνταχθεί πίσω από τον καπετάνιο του. Και τότε μόνο θα ευτυχήσει συλλογικά και όχι ως «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Δεν υπάρχουν σχόλια: