"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ: "Η ζυγαριά να είναι χαλασμένη και ο μπακάλης να το ξέρει"

gcostoulas@gmail.com


Θεωρώ τη φράση του τίτλου τον πιο σύντομο, περιεκτικό και πλήρη ορισμό του Λαϊκισμού. Συγχρόνως, η φράση υπογραμμίζει πως, ό,τι κάνει αποκρουστικό τον λαϊκισμό είναι ακριβώς αυτή η εξαπατητική επίγνωση, η κυνική υστεροβουλία αυτών που τον μετέρχονται. Αυτή η άκρα ιδιοτέλεια της χρησιμοποίησής του προς ίδιον όφελος. Κάτι που επαληθεύει τον αφορισμό: "Τον λαϊκισμό τον μετέρχονται οι μεγάλοι και τον υφίστανται οι μικροί".
 


Εξάλλου η πιο εμφανής μορφή του λαϊκισμού είναι η πολιτική πρακτική της λειτουργίας του ως βάσης ενός κοινωνικού χειραγωγικού συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο οι πολιτικοί παρέχουν απλόχερα κρατικές προσόδους σε ομάδες ή άτομα, με αντάλλαγμα τη ψήφο τους. Υπομιμνήσκει, συγχρόνως, ο λαϊκισμός τη φιλόξενη θαλπωρή του πολιτικού γραφείου.
 


Παραπέμπει σε μια  αποζημιωτική επανορθωτική δικαιοσύνη απέναντι "στα δικά μας παιδιά". Απαιτεί την φροντίδα για τον φίλο, τον κουμπάρο, τον συγχωριανό...
 


Έτσι, και παίζοντας με τις έννοιες, στη γλώσσα των λαϊκιστών: Το πατερναλιστικό και πελατειακό κράτος αποκαλείται φιλολαϊκή πολιτική, η κάθε συντεχνιακή ρύθμιση συνδέεται με την έννοια της κοινωνικής προστασίας, η προσοδοφορία ορίζεται ως λαϊκό δικαίωμα και η καταπάτηση των νόμων ως επαναστατική ανυπακοή.
 


Κατά τα άλλα, ο λαϊκισμός είναι ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και συμπεριφορών, που περιλαμβάνει τον εξισωτισμό (την επιθυμία ισοπέδωσης προς τα κάτω), την αναζήτηση του ατομικού βολέματος εκτός  νόμων και εις βάρος του κοινού συμφέροντος, την ολοκληρωτική αποποίηση κάθε ατομικής ευθύνης και τη συστηματική αφαίμαξη προσόδων από το κράτος.
 


Το θέσφατο ότι  "ο λαός είναι υπεράνω των θεσμών"  δείχνει πόσο ο λαϊκισμός αντιβαίνει στην έννοια του κριτικά και ορθολογικά σκεπτόμενου πολίτη. Κι ακόμα τη διαμετρική αντίθεση ανάμεσα στη θεσμική λογική που κανοναρχεί, ελέγχει, ιεραρχεί προτεραιότητες  και στη λαϊκίστικη λογική που απορρυθμίζει, ισοπεδώνει και χυλοποιεί.
 


Κατά τον Ernesto Laclau, Αργεντινό κορυφαίο  μελετητή του φαινομένου, η λαϊκιστική λογική, είτε προέρχεται από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους "προνομιούχους" και τους "μη προνομιούχους". Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους -παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας- και ζητάει την υποστήριξη τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον κατεστημένο.
 


Ως "λαός" εννοείται το τμήμα εκείνο της κοινωνίας που χαρακτηρίζεται (ή/και αυτοχαρακτηρίζεται) ως μη προνομιούχο, το οποίο κατά τούτο εμφανίζεται ως ενιαίο, αδιαίρετο και αξιωματικά αθώο, άσπιλο και αμόλυντο, ενώ ευθύς εξαρχής οριοθετούνται εχθροί, στους οποίους αποδίδεται, εξίσου αξιωματικά, η ευθύνη της κακοδαιμονίας του λαού ή του έθνους. Και καθώς λαϊκισμός σημαίνει εσωστρέφεια, γενικευμένη ξενοφοβία, εθνική μεγαλοστομία, μετάθεση της ευθύνης σε αλλότρια κέντρα, η επιρροή του εύκολα διευρύνεται.
 


Έτσι καλλιεργείται, υποθάλπεται και κυρίως κολακεύεται ένα είδος λαϊκού ή/και εθνικού ναρκισσισμού και εξιδανίκευσης και ταυτόχρονα προωθείται ένα ιδιότυπο είδος μνησικακίας προς όποιους, κάθε φορά, εξυπηρετεί να στοχοποιούνται ως εχθροί του λαού ή του έθνους. Αυτή είναι μια βασική αντίφαση του λαϊκισμού: ενώ ρητορεύει στο όνομα του ενός αδιαίρετου υποκειμένου "Λαός-Έθνος", υιοθετεί πάντα διχαστικές λογικές.
 


Συμπερασματικά ο λαϊκισμός είναι πολυπρόσωπος και πολυπλόκαμος, διαπερνά οριζόντια  το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, συμπεριλαμβανομένων της λεγόμενης διανόησης και της τέχνης και δεν είναι πάντα εύκολα αναγνωρίσιμος. Ενώ είναι πάντα δυσχερέστατα αντιμετωπίσιμος.
 


Αναμφισβήτητα, ο λαϊκισμός είναι το πιο τοξικό κληροδότημα του πρόσφατου πολιτικού παρελθόντος μας. Εγκαταστάθηκε στην πολιτική και κοινωνική ζωή μας ως κυρίαρχη ιδεολογικο-πολιτική στάση και έχει συσσωρεύσει πολλά δεινά στη χώρα. Και σε μας τους ίδιους: 


Η διαρκής θυματοποίηση του "λαού" οδηγεί στη μείωση της ικανότητας αυτογνωσίας μας. Η αποκοπή των πράξεων από τις συνέπειές τους καλλιεργεί την ανευθυνότητα και την απληστία. Το συνεχές χάιδεμα, ενισχύει στο λαό-πελάτη τη νηπιακή επιθυμία να ικανοποιούνται όλες του οι επιθυμίες (αν ζητήσεις από ένα νήπιο να διαλέξει μεταξύ δυο πραγμάτων, θα διαλέξει... και τα δυο).

Το χειρότερο: 
Η απλοϊκή διάκριση της κοινωνίας σε προνομιούχους και μη, τοποθετεί ανάμεσα στους προνομιούχους και τους άριστους.  Ο λαϊκισμός εχθρεύεται την αριστεία με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των αρίστων. Για να ισχύσει για μια φορά ακόμα ο νόμος του Γκρέσαμ που θέλει το κακό νόμισμα να διώχνει το καλό.
 


Και βεβαίως, όλα αυτά δεν συμβαίνουν από λάθος, δεν είναι ένας στιγμιαίος "θόρυβος" που μολύνει το καθαρό σήμα. Ούτε μια ατέλεια σε ένα κατά τα άλλα λογικό σύστημα. Ο λαϊκισμός είναι από μόνος του σύστημα.  Ο λαϊκισμός δεν είναι απλώς μια κακόγουστη ρητορική. Είναι σχολείο, είναι τακτική,  παρέχει λεξιλόγιο, διαμορφώνει νοοτροπίες, παράγει αποτελέσματα. Παράλληλα είναι μια έννοια τόσο γενική και αφηρημένη που δίνει περιθώρια σε όσους θέλουν να τον επικαλεσθούν, να τον πλάσουν και να τον μετέλθουν κατά βούληση. Το βασικό κόλπο του λαϊκισμού είναι ότι για κάθε πρόβλημα βρίσκει πάντα έναν ένοχο αντί μιας λύσης.
 


Συγχρόνως είναι και ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Από τη στιγμή που θα ενδώσεις στον "άλλο", είναι    πολύ δύσκολο να ξαναγίνεις ο εαυτός σου...
 


Και γιατί να ξαναγίνεις; 


Ο λαϊκισμός είναι τόσο βολικός: Όταν συνωστίζονται πολλοί στη πόρτα, την μεγαλώνουμε για να περάσουν όλοι, αρκεί να μην χρειαστεί να επιλέξουμε. Πιο βολικός δε γίνεται.


  (...) Οι πολιτικοί ασπάζονται τόσο βολικότατα τον λαϊκισμό γιατί κάνει τα πάντα τόσο απλά. Κυρίως μέσα από την απαλλαγή των πολιτών-ψηφοφόρων από τις ευθύνες  τους.  


Στην Ελλάδα, δυστυχώς, μεταφέρουμε και τις ευθύνες της κοινωνίας των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Ψηφίζουμε τους πολιτικούς  που μας υπόσχονται τα εύκολα και μετά τους εγκαλούμε γιατί δεν υλοποιούν τα δύσκολα.
 


Και βεβαίως, οι πολιτικοί θα δικαιώνονται διαχρονικά, όσο οι πολίτες θα παραμένουν "θεατές των λόγων και ακροατές των έργων". Κατά την περιλάλητη φράση του Θουκυδίδη: "Ειώθατε θεαταί μεν των λόγων γίγνεσθαι, ακροαταί δε των έργων, τα μεν μέλλοντα έργα από των ευ ειπόντων σκοπούντες ως δυνατά γίγνεσθε, τα δε πεπραγμένα ήδη, ου το δρασθέν πιστότερον όψει λαβόντες ή το ακουσθέν από των λόγων καλώς επιτιμησάντων". Δηλαδή, συνηθίζετε να είστε θεάται των λόγων και ακροαταί των έργων, κρίνοντες το δυνατόν των μελλόντων γεγονότων από τους ωραίους λόγους των ρητόρων, ενώ ως προς τα ήδη τετελεσμένα πιστεύετε λιγότερο σε ό, τι είδατε να γίνεται μπροστά σας, παρά στο ό, τι ακούσατε  να λέγεται από ευφραδείς επικριτές.
 


Σ΄ αυτό στάθηκε και ο Αριστοτέλης, εντοπίζοντας τον εντυπωσιασμό των ανθρώπων  από το μακρινό και θαυμαστό, μέσα από την φράση: "Θαυμασταί γαρ των απόντων εισίν, ηδύ δε το θαυμαστόν εστίν".
 


Και ο Πλάτωνας, επίσης, συμπλέει αριστοτεχνικά: "Δια των πιθανοτάτων[ ...] εκπλήξαι και ψυχαγωγήσαι, δια την απάτην των θεωμένων".
 


Το πράγμα φαίνεται ότι άγγιζε, πλέον, και την αντικειμενικότητα της ιστορίας, για να αναγκάσει και τον Πολύβιο να υψώσει τη φωνή του κατά της μεταφοράς και στην ιστοριογραφία, που τον ενδιέφερε, των επιδεξιοτήτων της ρητορικής: "επ΄ απάτη και γοητεία".
 


Δυστυχώς, η πολιτική συνεργάζεται με τη ρητορική, στην από αιώνων μεγαλύτερη επικοινωνιακή απάτη: Την παραγωγή νοήματος δια της γλώσσας, με βάση τον σκοπό τον οποίο, κάθε φορά, εξυπηρετεί η χρήση της. Οι λέξεις και το νόημά τους στην υπηρεσία αυτών που τις χρησιμοποιούν.
 


"Την ειωθυίαν  αξίωσιν των ονομάτων εις τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει", λέει ο  Θουκυδίδης:  Δηλαδή, με σκοπό τη δικαιολόγηση των πράξεών τους, αλλάζουν αυθαίρετα και όπως τους βολεύει, ακόμα και τη συνήθη σημασία (αξίωσις) που έχουν οι λέξεις. Έτσι, για παράδειγμα, την παράλογη τόλμη ονομάζουν ανδρεία, τη διστακτικότητα δειλία, τη σωφροσύνη ανανδρία, την ανάλυση υπεκφυγή.
 


Φορείς της παραπάνω περιγραφόμενης  ρητορικής οι περίφημοι χαρισματικοί ηγέτες. 


Όσο μεγαλύτερη ένδεια υπάρχει στην παραγωγή πολιτικής σκέψης και στη αποτελεσματική  εφαρμογή της, τόσο η ατάκα θα κλέβει την παράσταση. Η ατάκα: αυτή η μεμονωμένη φράση-κλειδί που συνοψίζει, υποτίθεται, τη σχολιαστική ετοιμότητα και ευστοχία του ομιλητή, αυτή η αβανταδόρικη καντρίλια της  ανταλλαγής καινοφανών φράσεων, αυτή η αδιαφιλονίκητη συγκομιδή στιγμιαίων επικοινωνιακών κερδών. Οπού, λεκτικά μορφώματα υποκαθιστούν την ουσία, εκτονώνουν τις εντάσεις, αποπροσανατολίζουν τη λογική, διασκεδάζουν τη σκληρή πραγματικότητα...
 


Δύσκολο να βρεθεί πολιτικός  που θα αντισταθεί στη γοητεία της, ενώ σπανίως αμφισβητείται η επικοινωνιακή της δύναμη. Μια απόδειξη: Πιο εύκολο είναι να περιγράψει κανείς  τον μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτικό μας βίο μέσα από ατάκες και συνθήματα, παρά μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις. Παραδείγματα: Οι πιπίλες για "περήφανα και τιμημένα γηρατειά", για το κράτος που "επανιδρύεται", με "σεμνότητα και ταπεινότητα", για την αλλαγή που θα  να φέρει "ακόμα καλύτερες μέρες".
 


Ναι. Είναι τόσο εύκολο για τους τεχνίτες του είδους "τον ήττω λόγον κρείτω ποιείν".
 


Κατά τον Laclau, Αργεντινό μελετητή του φαινομένου, οι χαρισματικοί ηγέτες εμφανίζονται όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου θεσμικού συστήματος. Με την εμφάνισή του ο χαρισματικός, λαϊκιστής ηγέτης απορρίπτει τους θεσμικούς μεσάζοντες και αυτοπαρουσιάζεται και επιβάλλεται ως άμεσος εκπρόσωπος του λαού, εκφραστής των συμφερόντων του και όχημα πραγμάτωσης του "πεπρωμένου" του.
 


Τα κοινά, τυπικά χαρακτηριστικά των υπηκόων-θυμάτων των χαρισματικών ηγετών δεν έχουν αλλάξει, ούτε κατά κεραίαν από την εποχή που ο Θουκυδίδης προσπαθούσε να νουθετήσει τα πλήθη: "[...] και μετά καινότητος μεν λόγου απατάσθε άριστοι, μετά δεδοκιμασμένου δε μη ξυνέπεσθαι εθέλειν, δούλοι όντες των αεί ατόπων". Δηλαδή, είστε οι πρώτοι και καλύτεροι στο να γοητεύεστε με καινούργια σχήματα λόγου και στο να αντιδράτε σε δοκιμασμένα επιχειρήματα, δούλοι κάθε παραδοξολογίας.

Είκοσι πέντε αιώνες μετά, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Ούτε σε ό,τι χαρακτηρίζει τα χαρισματικά αναρριχητικά, ούτε τους πιστούς λογοφάγους υπηκόους τους. Με τους δεύτερους, έχοντας μάθει να κατανοούν τον εαυτό τους μόνο υπό το πρίσμα του θυματοποιητικού λαϊκισμού, να προσέχουν πάντα τα λόγια και όχι τα λεγόμενα των πρώτων.

 


Οι χαρισματικοί ηγέτες... Μοιραίους να τους ονομάσουμε;  Σε όλη  τους τη ζωή δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να παίζουν την τυφλόμυγα. Εύκολα μπορεί κανείς να τους καταδικάσει, αλλά πολύ δύσκολα να αρνηθεί τη γοητεία τους. Πανάλαφροι, επισφαλείς, επίφοβοι, επικίνδυνοι, όχι όμως γι΄ αυτό λιγότερο ελκυστικοί.
 


Υπόδειγμα αξεπέραστο ο Αλκιβιάδης: "Πιο λάγνος στους Πέρσες, όσο κανείς Πέρσης, πιο αυστηρός στη Σπάρτη, όσο κανείς Λακεδαίμων".  Αυτός που στη Σπάρτη είχε ζήσει σαν Σπαρτιάτης, "ψυχρολουτών και μάζη συνών και ζωμώ μέλανι χρώμενος", έζησε κατόπιν τη μαλθακή ζωή του σατράπη.
Αυτά από τον Πλούταρχο.

 


Στο πρόσωπο των χαρισματικών ηγετών, όλες οι αντιθέσεις συντιθέμενες σε μια μοναδική αρμονία. Η γοητεία τους; Να ακούς να σου λένε ναι, χωρίς να έχεις κάνει καμιά ερώτηση.

Αναφορές: Με το θέμα έχουν ασχοληθεί, κατά καιρούς, οι: Στ. Καλύβας, Μ. Κατσουνάκη, Θ. Λίποβατς, Π. Μανδραβέλης, Ν. Ξυδάκης, Γ. Παγουλάτος, Χ. Τσούκας. Τμήματα και ιδέες από κείμενά τους περιλαμβάνονται και στο δικό μου κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: