"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Στον κόσμο των λωτοφάγων του οραματισμού

Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ

Το όραμα είναι, κατ’ αρχάς, το ορώμενο. Αυτό, δηλαδή, που βλέπει κανείς εμπρός στα μάτια του και το οποίο κάποιος άλλος, που στέκεται δίπλα του, δεν θα το αμφισβητήσει, γιατί το ίδιο ακριβώς βλέπει και αυτός. Κατ’ επέκταση, όμως, όραμα είναι και το αντικείμενο της προόψεως. Αυτό που προβλέπει κάποιος: που το βλέπει, δηλαδή, προτού ακόμη το δει κάποιος άλλος. 

Πώς γίνεται αυτό; 

Είτε επειδή έχει πράγματι την αντικειμενική δυνατότητα να το δει (έχει σκαρφαλώσει, λ. χ., στην κορυφή του όρους Νεβώ και βλέπει από εκεί την Γη της Επαγγελίας...), είτε επειδή απλώς έτσι νομίζει, γιατί έχει κάνει χρήση παραισθησιογόνων, του έχει στρίψει κ. λπ. Αυτή η δεύτερη σημασία του οράματος είναι γενικώς πολύ δημοφιλής. (Ισως δεν είναι τυχαίο ότι και αυτός ακόμη ο εκλεκτός θεράπων του Θέσπιδος Κώστας Πρέκας ονόμασε το θέατρό του «Οραμα Κώστα Πρέκα»...)

Γιατί το όραμα είναι δημοφιλές; 

Πρωτίστως, διότι βολεύει. Ισως εκ του λόγου ότι η ροπή προς την οκνηρία και την ασφάλεια είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση, ένα όραμα του μέλλοντος, στο οποίο δίνουμε την πίστη μας, είναι κάτι που αναπαύει και γαληνεύει. Μας απαλλάσσει από την αγωνία της αναζήτησης, αλλά και από τον μόχθο της αναμέτρησης και του συγκερασμού των απόψεων για τη μορφή των πραγμάτων που έρχονται. Βλέπει κάποιος άλλος, κάποιος σπουδαίος και τρανός, τη Γη Χαναάν κι εσύ ακολουθείς, ήσυχος, με τη βεβαιότητα ότι, όταν βρεθείς εκεί, θα είναι όλα όπως τα φαντάστηκες.

Το όραμα είναι πολύ επικίνδυνη υπόθεση στα χέρια δημαγωγών που θα το χρησιμοποιήσουν προς ίδιον όφελος. Το φτιάχνουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να περιέχει κάτι για τον καθένα. Το μυστικό της παρασκευής του είναι η σαγηνευτική ασάφεια των όρων. Αυτοί πρέπει να είναι θελκτικοί και, συγχρόνως, να μπορούν να διαστέλλονται, ώστε ο καθένας προς τον οποίον απευθύνεται το όραμα να δίνει στις λέξεις το περιεχόμενο που ταιριάζει με τις δικές του επιθυμίες. Ετσι το όραμα γίνεται το τέλειο δίχτυ στα χέρια του επιδέξιου πολιτικάντη για να ψαρέψει τους χάνους - ψηφοφόρους.

Υπό την παραπάνω σημασία του, η επικράτηση του οράματος στην πολιτική είναι η βασική αιτία της έκπτωσης του πολιτικού λόγου στο επίπεδο της πομπώδους κενολογίας. Ο δε εθισμός μας στην ευκολία του οραματικού λόγου –που δεν απαιτεί από τον ακροατή ανάλυση και επαλήθευση, αλλά μόνον καλή πίστη και διάθεση διαφυγής από την πραγματικότητα– έγινε ένας από τους λόγους της καταστροφής μας. Μάθαμε να θεωρούμε το όραμα ανώτερο της πραγματικότητας. Ισως μάλιστα κάτι ακόμη περισσότερο: μάθαμε να το θεωρούμε ως μία ανώτερης μορφής πραγματικότητα, που γίνεται αντιληπτή μόνον από τους ξεχωριστούς, τους προικισμένους, τους πιο ευαίσθητους, τους δημιουργικούς, εκείνους που μπορούν να ονειρεύονται! (Σχετικό, οπωσδήποτε, είναι και το γεγονός ότι ένα από τα συχνότερα παράπονα που διατυπώνουν οι οργισμένοι νέοι της εποχής είναι εκείνο το λιγωτικά μελωμένο σαν μπακλαβάς: «Μου στερούν το δικαίωμα να ονειρεύομαι»...)

Ολα τα χαρακτηριστικά που αποδίδουμε στο όραμα υποδηλούν και κολακεύουν την αντίληψη ανωτερότητας που έχει ο Eλληνας για τον εαυτό του. (Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι τουλάχιστον οι μισοί Eλληνες γράφουν ποίηση ή, ακριβέστερα, νομίζουν ότι γράφουν ποίηση...) Η πραγματικότητα, η ακριβής περιγραφή της, η μέτρηση των δεδομένων που την ορίζουν είναι για τους πεζούς, τους αβαθείς, τους επίπεδους, τους στερούμενους φαντασίας: για κάτι δυστυχισμένους τύπους σαν τους Ελβετούς, τους οποίους κατά βάθος περιφρονούμε και κάποτε (εφόσον είμαστε στις καλές μας) τους λυπόμαστε κιόλας.

Δεν πρέπει να είναι συμπτωματικό ότι μια πνευματώδης ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου, όπου διατυπώνεται η διάκριση μεταξύ ευημερίας των αριθμών και ευημερίας των ανθρώπων, στο πλαίσιο του τρέχοντος οραματικού λόγου, έχει αναχθεί σε υψίστη και αξεπέραστη σοφία. Ούτε είναι τυχαίο ότι ένας υψιπέτης πολιτικός «που δεν τα πάει καλά με τους αριθμούς», όπως έγραψαν οι Financial Times για τον Ευάγγελο Βενιζέλο, συμβαίνει να είναι ένας από τους πλέον πετυχημένους.

Ακόμη και η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τη μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ, εκτυλίσσεται μέσα στο πλαίσιο του οραματικού λόγου, με αποτέλεσμα να θυμίζει –μέχρι στιγμής τουλάχιστον– διαγωνισμό στομφώδους μεγαλοστομίας, ο οποίος το μόνο που αποκαλύπτει είναι η ένδεια των ιδεών που μαστίζει τους μεγαλόσχημους παράγοντες του χώρου ή, ενδεχομένως, τον φόβο τους να μιλήσουν ευθέως σε ένα κοινό οραματιστών λωτοφάγων. Πώς πρέπει να είναι το ανανεωμένο ΠΑΣΟΚ; Τίθεται το ερώτημα. Πρέπει να είναι το ανανεωμένο ΠΑΣΟΚ, έρχεται η απάντηση, μέσα από ποταμούς καλλιεπούς αρλουμπολογίας. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της ερώτησης ταυτίζεται με την πρόταση της απάντησης. Τίποτε το συγκεκριμένο, τίποτε το σαφές, εντέλει τίποτε πολιτικό.

Τα οράματα που καταναλώναμε κατά κόρον την τελευταία τριακονταετία μας έβλαψαν. Τώρα αδυνατούμε να μιλήσουμε για την πραγματικότητα, αφού τόσα χρόνια κάναμε ό, τι μπορούσαμε για να την αποφύγουμε. Από μια πλευρά, έχουμε τις δικαιολογίες μας: η πραγματικότητα είναι δύσκολη, συχνά αντιπαθής. Αυτό όμως που την κάνει ακόμη αντιπαθέστερη είναι ότι όταν την αγνοείς σε εκδικείται. Και για όποιον βρεθεί σε αυτή τη δεινή θέση, τα οράματα δεν μπορούν να βοηθήσουν..

Δεν υπάρχουν σχόλια: