"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ακριβή μου Δημοκρατία

Του Νικου Mαραντζιδη
Αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Περισσότερο ίσως και από κοινοβουλευτική δημοκρατία, το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης μπορεί να χαρακτηριστεί κομματική δημοκρατία. Ποτέ τα κόμματα δεν είχαν τόση ισχύ αποτυπωμένη στο ελληνικό Σύνταγμα, την ευρύτερη νομοθεσία και, εντέλει, μέσα στην κοινωνία και τους θεσμούς της. Ποτέ άλλοτε το Κοινοβούλιο δεν υπήρξε τόσο αδύναμο μπροστά στις κομματικές ηγεσίες και γραφειοκρατίες. Ποτέ άλλοτε η δημόσια διοίκηση και θεσμοί όπως η Δικαιοσύνη ή το Πανεπιστήμιο δεν υπήρξαν τόσο εξαρτημένοι από κομματικά δίκτυα.

Τελικά, ποτέ άλλοτε, η δημοκρατία δεν κόστισε τόσο ακριβά στους πολίτες. Τα ποσά που εκταμιεύονται από την κοινωνία με προορισμό τα κόμματα είναι μυθικά, ιδιαίτερα αν προσθέσουμε στο ρευστό χρήμα και τις άλλες πλουσιοπάροχες κρατικές παροχές.

Είναι αλήθεια πως αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Παντού στην Ευρώπη, η μεταπολεμική δημοκρατία χαρακτηρίστηκε από τη διογκούμενη ισχύ των πολιτικών κομμάτων. Στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες τα κόμματα συγκροτούν ισχυρούς μηχανισμούς με πρόσβαση σε τεράστιο όγκο πόρων. Βεβαίως, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, στη χώρα μας, λόγω της απληστίας των ελληνικών κομμάτων, η δημοκρατία κοστίζει ακριβότερα συγκριτικά με άλλες, πλουσιότερες μάλιστα, ευρωπαϊκές χώρες.

Το κρίσιμο όμως ερώτημα βρίσκεται αλλού: πιάνουν τόπο τα λεφτά των φορολογουμένων που πηγαίνουν στα κόμματα;  

Οι υποστηρικτές της υποχρεωτικής δημόσιας χρηματοδότησης των κομμάτων αναπτύσσουν μια σειρά από επιχειρήματα. 

Πρώτα απ’ όλα, πως η κρατική χρηματοδότηση επιτρέπει την αυτονομία του πολιτικού συστήματος από τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Κατά την παραπάνω άποψη, χάρη στη δημόσια χρηματοδότηση το πολιτικό σύστημα μπορεί να εκπροσωπεί τους πολίτες αδέσμευτο από κέντρα που διαστρέφουν τη λαϊκή κυριαρχία. 

Αμφιβάλλω έντονα.

Η κρατική χρηματοδότηση όχι μόνο δεν περιόρισε τις σχέσεις διαπλοκής αλλά αντίθετα, στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων, που η ποσότητα των χρημάτων των φορολογουμένων προς τα κόμματα αυξήθηκε κατακόρυφα, οι σχέσεις ανάμεσα στο επιχειρηματικό κεφάλαιο, τα ύποπτα συμφέροντα και το πολιτικό προσωπικό έγιναν εξαιρετικά στενές. Θα τολμούσα μάλιστα να ισχυριστώ πως όσο πιο πολλά χρήματα προσέφεραν οι φορολογούμενοι προς τα κόμματα τόσο περισσότερο προς τη διαπλοκή ωθείτο το πολιτικό σύστημα.

Η αύξηση του κόστους λειτουργίας των κομμάτων -στην οποία συντελεί η κρατική χρηματοδότηση- οδήγησε τα τελευταία στην υπερ-εξάρτηση από οικονομικά κέντρα και τον ασύστολο δανεισμό τους από τράπεζες. Κατ’ αναλογία με το ελληνικό κράτος, όπου ο εύκολος και φθηνός δανεισμός δεν συνέβαλε σε πραγματική οικονομική ανάπτυξη, αλλά σε κρίση χρέους, η αφθονία πόρων για τα άπληστα πολιτικά κόμματα όχι μόνο δεν περιόρισε τις εξωγενείς εξαρτήσεις τους, αλλά αντίθετα τις όξυνε. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως προκειμένου να καλύψουν το εξωφρενικό κόστος λειτουργίας τους, τα κόμματα προσφεύγουν σε δανεισμό από τις τράπεζες βάζοντας ως εγγύηση τις μελλοντικές τους χρηματοδοτήσεις. Συμπεριφέρονται δηλαδή όχι ως εντολοδόχοι του λαού, αλλά ως σπάταλοι εισοδηματίες με εγγυημένο εισόδημα.

Τα κόμματα δεν έχουν, πια, ανάγκη τα μέλη τους για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους. Κατ’ επέκταση, δεν ενδιαφέρονται για προσέλκυση νέων ατόμων, αλλά μόνο για ψήφους που φέρνουν χρήματα. Ακόμη και το ΚΚΕ δεν εξαρτά ούτε στο ελάχιστο την επιβίωσή του από τα κουπόνια των μελών του, καθώς ένα ασήμαντο ποσοστό των εσόδων του προέρχονται από εκεί. Ας είναι, λοιπόν, καλά τα κορόιδα του καπιταλισμού που πληρώνουν φόρους για να αγοράσουν το σχοινί που θα τους κρεμάσουν μελλοντικά οι σύντροφοι!

Ενα άλλο επιχείρημα υπέρ της κρατικής χρηματοδότησης σχετίζεται με το ζήτημα της ανανέωσης και του εμπλουτισμού της πολιτικής ζωής. Κατά την παραπάνω άποψη, η δημόσια χρηματοδότηση των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού συμβάλλει στην ανανέωση της πολιτικής ζωής, επειδή επιτρέπει την είσοδο στον πολιτικό στίβο σε άτομα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν τη δυνατότητα αυτή. Δεν συμφωνώ ούτε εδώ.

Η κομματική δημοκρατία λειτούργησε ως μια κλειστή αγορά, ένα ολιγοπώλιο. Το κόστος ένταξης στην πολιτική τόσο για νέες συλλογικές δυνάμεις όσο και για τον μέσο πολίτη ξεχωριστά είναι δυσβάστακτο, και αυτό παρά το γεγονός ότι τα νέα μέσα (Διαδίκτυο) διευκολύνουν την πρόσβαση στα κοινά. Το διαπιστώνουμε όλοι, πως λίγοι σοβαροί ή καταξιωμένοι άνθρωποι θέλησαν τα τελευταία χρόνια να ρισκάρουν για να εισέλθουν στην πολιτική. Ετσι η πολιτική γίνεται ένα κλειστό επάγγελμα. Αυτό εξηγεί, εξάλλου, γιατί οι «κληρονόμοι» έχουν μεγάλο βάρος στην ελληνική πολιτική ζωή. Οι υπόλοιποι μπορούν, φυσικά, να νομίζουν πως συμμετέχουν μουντζώνοντας με αγανάκτηση το Κοινοβούλιο. Εξάλλου, είναι τζάμπα!

Τελικά, η δημόσια χρηματοδότηση ισχυροποίησε το κατεστημένο κομματικό σύστημα. Χάρη στα χρήματα του φορολογουμένου, τα κόμματα έγιναν τα αφεντικά της δημοκρατίας. Η ακριβή δημοκρατία δεν συνεισέφερε τίποτε στην αυτονομία της πολιτικής, δεν συνέβαλε ούτε κατ’ ελάχιστο στην ανανέωση του πολιτικού συστήματος. Το κομματικό σύστημα κατέληξε σπάταλο και διεφθαρμένο.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, άμεσα δραστικό περιορισμό της κομματικής χρηματοδότησης. Στο μέλλον, πρέπει να σταματήσει κάθε κομματική χρηματοδότηση χωρίς την ατομική συναίνεση του φορολογουμένου. Αυτό είναι υποχρέωση της πολιτείας προς την ίδια τη δημοκρατία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: