Δεν θέλουμε ανθρώπους εξαρτημένους από επιδόματα΄'.
— Αίολος (@aiolosthessalos) February 20, 2024
Θέλουμε ανθρώπους εξαρτημένους από pass. 🤡🤡#κυβερνηση_Μητσοτακη #ΝΔ_ΞΕΦΤΙΛΕΣ #κουλης #ΝΔ #Μητσοτακη pic.twitter.com/bxKzwkY7EJ
Γράφει ο Τάκης Παππάς
Πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας
Τι σημαίνει για μια δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα να «τα πηγαίνει καλά»;
Είναι οι μακροοικονομικοί δείκτες;
Η ευτυχία των πολιτών;
Οι χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα;
Οσο κι αν θέλουμε να βρούμε μια μοναδική απάντηση, η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σύνθετη. Υπάρχουν όμως πέντε βασικά κριτήρια που μας δείχνουν την πραγματική εικόνα.
Πρώτον, η κυβερνητική σταθερότητα.
Μόνο σταθερές κυβερνήσεις μπορούν να σχεδιάσουν μακροπρόθεσμες πολιτικές και να πραγματοποιήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, οι ασταθείς κυβερνήσεις είναι αναποτελεσματικές και συχνά επιρρεπείς σε πολιτικές κρίσεις. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σημερινή Γαλλία. Μετά την επανεκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία, οι κυβερνήσεις του έχουν βρεθεί σε μόνιμη αδυναμία να εξασφαλίσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφήνοντας κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, όπως το συνταξιοδοτικό, εκτεθειμένες σε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις και πολιτικό αδιέξοδο. Η χώρα βιώνει συχνά γενικές απεργίες, μαζικές διαδηλώσεις και εντάσεις που υπονομεύουν την κυβερνητική αποτελεσματικότητα, ενώ ταυτόχρονα η πολιτική σκηνή είναι βαθιά κατακερματισμένη, πράγμα που επιτείνει ακόμη περισσότερο την προοπτική σταθερότητας.
Δεύτερον, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό είναι το κατεξοχήν πεδίο των οικονομικών δεικτών της αύξησης του ΑΕΠ, των επενδύσεων και της απασχόλησης, με την εξής μάλιστα υποσημείωση: η σταθερή ανάπτυξη, ακόμη κι αν είναι μέτρια, είναι προτιμότερη από τους έντονους κύκλους ανάπτυξης – ύφεσης, καθώς επιτρέπει καλύτερο προγραμματισμό και δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες. Η οικονομία της Γερμανίας, για παράδειγμα, βρίσκεται σε τεχνική ύφεση και παρουσιάζει φθίνουσα ανταγωνιστικότητα, ειδικά στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της ενέργειας, ενώ η εξάρτησή της από τις εξαγωγές την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς, όπως η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας. Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία, αν και αναγκαία, προχωράει με αργούς ρυθμούς και συνοδεύεται από υψηλό κόστος.
Τρίτον, η χαμηλή ισχύς αντισυστημικών δυνάμεων, ιδίως της Ακροδεξιάς.
Οσο τέτοιου είδους κόμματα είναι αδύναμα, επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συναίνεση ως προς τις βασικές αρχές λειτουργίας της δημοκρατίας και της οικονομίας. Αντίθετα, τα ισχυρά ακραία κόμματα επηρεάζουν αρνητικά την πολιτική και κοινωνική ζωή. Για παράδειγμα, η εκλογική επιτυχία στην Ολλανδία του κόμματος Ελευθερίας του Γκέερτ Βίλντερς υπονομεύει τις αξίες της πολυπολιτισμικότητας και της ανεκτικότητας που ιστορικά χαρακτήριζαν την ολλανδική κοινωνία, εντείνοντας τις κοινωνικές εντάσεις και φέρνοντας στην επιφάνεια τον εθνοκεντρισμό και την ξενοφοβία. Με κεντρικό σύνθημα τη μείωση της μετανάστευσης και την αντίθεση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Βίλντερς εντείνει την πόλωση, δυσχεραίνει τη δυνατότητα συνεργασιών ανάμεσα στα παραδοσιακά κόμματα και ενισχύει τη δυσπιστία των πολιτών προς τους θεσμούς.
Τέταρτον, η ισχυρή δημοκρατική ηγεσία.
Αντίθετα από τις αυταρχικές χώρες των παντοδύναμων ηγετών, η ισχυρή ηγεσία στις φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι εκείνη που κινητοποιεί την κοινωνία προς κοινούς στόχους με σεβασμό στους θεσμούς, με συναίνεση και, όταν χρειάζεται, με αποφασιστικότητα για δύσκολες αποφάσεις. Τέτοιοι ηγέτες σήμερα σπανίζουν. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αδύναμης ηγεσίας είναι ο Πέδρο Σάντσες, πρωθυπουργός της Ισπανίας, που σήμερα πασχίζει να αντιμετωπίσει την πολιτική πόλωση, τις εσωτερικές διαφωνίες στον κυβερνητικό συνασπισμό και την αυξανόμενη επιρροή των περιφερειακών κομμάτων. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνησή του αδυνατεί να προωθήσει μακροπρόθεσμες στρατηγικές και να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα. Ανάλογα παραδείγματα ανίσχυρων και ασταθών πολιτικών ηγεσιών αφθονούν σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ιρλανδία αλλά και σε αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Πέμπτον, η μειούμενη κοινωνική ανισότητα.
Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα κρίσιμο δείκτη που αφορά το σύνολο της κοινωνίας και επηρεάζει καθοριστικά την κοινή πρόσληψη για την ποιότητα της δημοκρατίας. Η κοινωνική ανισότητα αναφέρεται στο κόστος ζωής (ιδίως αφορά την προσιτότητα στέγασης και ενέργειας), καθώς επίσης στο ποσοστό κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ενας χαμηλός δείκτης ανισότητας συνήθως συνδέεται με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, καλύτερη λειτουργία των θεσμών και υψηλότερη εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα. Αντίθετα, η υψηλή ανισότητα μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές εντάσεις και πολιτική αστάθεια. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, τα πρωτεία της κοινωνικής φτώχειας κατέχει η Ρουμανία, με τη Βουλγαρία να ακολουθεί σε μικρή απόσταση.
Τα πέντε παραπάνω κριτήρια αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και, αναλόγως, παράγουν είτε θετικά είτε αρνητικά αποτελέσματα. Σε μια τυπικά αγαθή αλληλουχία, η κυβερνητική σταθερότητα κάτω από ικανή και αποτελεσματική ηγεσία που δρα σε ένα πολιτικό σύστημα δίχως σημαντικά ακροδεξιά ή ακροαριστερά κόμματα είναι ο βασικότερος παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Αντίθετα, η κομματική πόλωση, η αναποτελεσματική ηγεσία και η κυβερνητική αστάθεια αποτελούν συστατικά στοιχεία δυνητικών πολιτικών κρίσεων με τελικό –και μοιραίο– αποτέλεσμα την εθνική υστέρηση και την επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
«Και η Ελλάδα το 2025;», ευλόγως θα αναρωτηθείτε.
Για την απάντηση, δεν έχετε παρά να αναλογιστείτε …
πόσο καλά ή όχι τόσο καλά τα πηγαίνουμε σε σχέση με τα παραπάνω κριτήρια.
Ενα, όμως, είναι βέβαιο: η επιτυχία ή αποτυχία στους πέντε αυτούς τομείς θα καθορίσει αν η χώρα μας θα συνεχίσει την πορεία ανάκαμψης ή θα επιστρέψει σε παλαιότερα προβληματικά πρότυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου