"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΟΥΡΓΕΛΟ-ΨΩΝΑΡΟ-ΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Δάκρυα για μια ζεϊμπεκιά (Αποχαιρέτα το το ζεϊμπέκικο που χάνεις)

 

Του Μπάμπη Καλογιάννη


Ένα ζεϊμπέκικο τις προάλλες στο Ζάππειο έχει την αποκλειστικότητα να είναι το πρώτο που γυρνάει μπούμερανγκ για τον δημοφιλή χορευτή του. Πολιτικά μιλώντας και με όρους επικοινωνίας. Και ακόμα κανείς δεν έχει καταλάβει ότι αυτό έγινε διότι ο χορός ο ίδιος, έχει χάσει εδώ και καιρό το νόημα του. 

”Η χώρα καίγεται κι αυτός χορεύει ζεϊμπέκικο”. Κοινώς χαίρεται. Πόσο λάθος προσέγγιση για έναν χορό με τέτοια ιστορία, πόση μετάλλαξη γνώρισε και αφομοίωσε το ζεϊμπέκικο στο πέρασμα των δεκαετιών.

Από την πλέον προσωπική γυροβολιά, με τους πιο σκληρούς να προβαίνουν σε ακραία βία αν τους ενοχλούσες εκείνη την ώρα, ο χορός κατήντησε φτηνό πανηγυράκι για παλαμάκια και επίδειξη ενός που είναι πιο ίσος από τους άλλους, όταν όλοι οι από κάτω είναι ίσοι.  

Για προβλήματα, νταλγκάδες, αδιέξοδα, ούτε κουβέντα. Για έναν χορό που ξεκίνησε ως αποτύπωση των έσχατων σημείων της απελπισίας, και της μη επαφής με το περιβάλλον, λόγω οδύνης φυσικά, η διαδρομή στο άλλο άκρο ολοκληρώθηκε. Κι ο ασθενής απέθανε.

Φυσικά και δεν είμαστε στο 1960 να συμβαίνουν τα προαναφερθέντα. Δεν είμαστε καν στη σκληρή μνημονιακή περίοδο όπου μια βαριά ζεϊμπεκιά ενός ταλαιπωρημένου αλλά πεισματάρη βιοπαλαιστή, θα μπορούσε να δικαιολογήσει πλήρως την ύπαρξη της. Ωστόσο, τη σταδιακή υποβάθμιση και γελοιοποίηση του χορού, τη ζήσαμε από την πρώτη στιγμή, όταν και άρχισαν να αλλάζουν οι αφορμές για να χορέψει κάποιος. Στις εποχές της ευμάρειας, επίπλαστης ή μη, τότε που ο κάθε τυχάρπαστος που έμαθε από το θειο του να ρίχνει δυο στροφές παραπάνω, κατάφερνε και κέρδιζε τα βλέμματα και τα παλαμάκια γύρω του, παίζοντας το κατατρεγμένος από τη ζωή, προφανώς γιατί είχε σκάσει το λάστιχο στο παπάκι του ή γιατί το παράνομο φλερτ του αποκοιμήθηκε χωρίς να του στείλει μήνυμα. Ενίοτε τον ξεφτίλιζε και κανένας κορίτσαρος που σηκωνόταν και χόρευε πολύ καλύτερα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.  

Μετά ήρθαν και τα τηλεοπτικά ζεϊμπέκικα που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από παραδοσιακό Ιρλανδικό χορό, και κάπως έτσι δικαιολογήσαμε και αγαπήσαμε τον Φλωρινιώτη με τα μπαλέτα του.

Αποχαιρέτα το το ζεϊμπέκικο που χάνεις. Κανονικά θα έπρεπε να το έχεις κηδέψει εδώ και πολύ καιρό. Για όσους τολμούσαν και το χόρευαν, θέλοντας από τον κόσμο να αποθεώσει τη χαρά τους. Με το χορό εξ ορισμού να χρησιμεύει ακριβώς στο αντίθετο, την απομόνωση της στεναχώριας και την ανάδειξη της απόγνωσης.  

Η φύση του ζεϊμπέκικου εκδικήθηκε κατά κάποιον τρόπο. Δήλωσε ευθαρσώς στον κόσμο πως δεν είναι εδώ για να εξωτερικεύει τη χαρά και την ανωτερότητα του κόσμου. Ας είναι η αφορμή να επιστρέψει στην αρχική του αποστολή. Αν δοθούν ποτέ ανάλογες αφορμές, αντίστοιχες με αυτές του (πολύ μακρινού) παρελθόντος.

Ο Διονύσης Χαριτόπουλος φυσικά τα έχει πει πολύ καλύτερα εδώ και καιρό. Το παρόν κείμενο είναι η συμπληρωματική ματιά ενός εκπροσώπου της γενιάς που είδε τη ζεϊμπεκιά να μετατρέπεται σε...

 

 μπαλέτο. 

Προς αναζήτηση για ένα κάποιο αντριλίκι που βιαζόταν να έρθει πριν την ώρα του..



Δεν υπάρχουν σχόλια: