Κάτι που τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει καταλυτικά στη ζωή μας (και τη ζωή μας) είναι η σχέση μας με τη φωτογραφία. Από εκείνα τα οβάλ πορτρέτα που δέσποζαν στα σπίτια των παππούδων μας, κορνιζαρισμένα σε τεράστια κάδρα και με πολύ πασπαρτού τριγύρω, έως τις σημερινές σέλφι μεσολαβεί μια νοοτροπία, μια αιωνιότητα, μια τεχνολογική επανάσταση και ένας Στιβ Τζομπς. Τα πάντα δηλαδή.
Για να θυμηθούμε τι σήμαινε μια φορά κι έναν καιρό το «Βγαίνω φωτογραφία».
Μια ιεροτελεστία που μπορούσε να κρατήσει και μέρες, ειδικά εάν επρόκειτο για οικογενειακή φωτογράφιση. Επρεπε να βγουν τα επίσημα ρούχα από τις ντουλάπες, να ξεσκονιστούν, να φρεσκαριστούν, να προετοιμαστεί η οικογένεια, να «ανοικοδομηθεί» η κυρία, να ξυριστεί ο κύριος, να σουλουπωθούν τα παιδιά για να κορδωθούν απέναντι από τον φωτογράφο.
Ο μπαμπάς και η μαμά στο νοητό κέντρο, τα μεγάλα παιδιά πίσω με το χέρι στον ώμο των γεννητόρων, τα μικρότερα αριστερά – δεξιά και τα κούτσικα στα γόνατα ή στην αγκαλιά. Ολοι δε βλοσυροί. Ακόμη και μια υποψία χαμόγελου είχε κάτι το ενοχικό. Οπως το λέει η Κωστούλα Μητροπούλου στο τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη με τον Μανώλη Μητσιά: «Ασπρη – μαύρη η φωτογραφία / είχε ένα χαμόγελο μισό / στο δεξί πλευρό του η κυρία / και στο στήθος του ένα φυλαχτό». Ή ο Γιάννης Ξανθούλης στη «Φωτογραφία» του Σταμάτη Σπανουδάκη με την Αλκηστη Πρωτοψάλτη: «Μια ευτυχισμένη Κυριακή του ’33 / κάναμε το αίσθημα σεμνή φωτογραφία / κι ύστερα κάτσαμε να φάμε στο τραπέζι μας ψητό / σαλάτα, φρούτο και βανίλια παγωτό».
Τέλος πάντων, αυτά γίνονταν παλιά. Στα δικά μας τα χρόνια οι φωτογραφίες ήταν πιο ενσταντανέ, δεν πολυπροσέχαμε και τα φλας και βγαίναμε με κόκκινα μάτια σαν τα παιδιά του κόμη Δράκουλα. Και αργότερα – επηρεασμένοι «φωτογράφοι» και «μοντέλα» από τα περιοδικά – πιο ποζάτες. Μάθαμε και τη γωνία λήψης και το «κοντρ λιμιέρ» τρομάρα μας.
Ζήσαμε την «επανάσταση» της Polaroid που δεν φτούρησε διότι οι φωτογραφίες δεν ήταν καλής ποιότητας και ύστερα από λίγους μήνες ξεθώριαζαν, ενώ εμείς, τότε, στοκάραμε αναμνήσεις. Στα συρτάρια μου έχω ακόμη εκείνες τις τριπλές εκτυπώσεις – μια μεγάλη, δύο μικρότερες στο ίδιο «χαρτί». Και θυμάμαι πολύ καλά τις συγκεντρώσεις που οργανώναμε μετά τις διακοπές «για να δούμε τις φωτογραφίες που βγάλαμε». Αυτές που βλέπουμε σήμερα και νοσταλγούμε τα νιάτα μας.
Κι αυτά όμως είναι πλέον παλιά. Πολύ παλιά. Αν πεις σε έναν νέο – ή όχι και πολύ νέο – άνθρωπο σήμερα «θα μαζευτούμε να δούμε τις φωτογραφίες των διακοπών», θα μας κοιτάξει με τρόπο στην πλάτη μήπως και έχει αρχίσει να φυτρώνει η ουρά του Ομπερον από το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ. Οι φωτογραφίες, δηλαδή οι σέλφι, των διακοπών, που δεν χρειάστηκε να περιμένουμε μέρες για να εκτυπωθούν, έχουν προ πολλού αναρτηθεί στα σόσιαλ και έχουν καταγράψει τα likes που τους αξίζουν. Διότι τι να τις κάνεις τις διακοπές και τα «ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις» και τα «όλα τα πρωινά του κόσμου» και τα μοχίτο και τις αποδομημένες χωριάτικες αν δεν μπορείς να τις αναρτήσεις;
Και γιατί τα γράφω εγώ όλα αυτά;
Διότι...
μέσα στον χαμό των ημερών προέκυψε ειδησεογραφικά και το θέμα των φωτογραφιών (με ειδικές εφαρμογές που κάνουν το 1,60 να φαίνεται 1,85) από τις χλιδάτες διακοπές του ζεύγους Βανδή – Μπισμπίκη σε πισίνες με πλωτά κρεβάτια. Και ξεσπάθωσαν οι χρήστες των σόσιαλ, που κάνουν ακριβώς το ίδιο, ότι είναι «αχάμπαροι» διότι η χώρα καίγεται κι αυτοί τη ζωάρα τους.
Ξεχνάμε – ή δεν ξέρουμε – ότι οι φωτογραφίες σήμερα, αν είσαι λιγουλάκι διάσημος, όχι κοτζάμ «ζεύγος της χρονιάς», αποτελούν και ένα είδος free pass. Ποστάρεις φωτογραφία που δείχνει τις ομορφιές του ξενοδοχείου, προσθέτεις το όνομά του και ένα τύπου «Ουάου» και τζάμπα η διαμονή. Δημοσιότητα διασημοτήτων, τα πάντα διασημότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου