Οι εκλογές, αδέρφια, είναι ποσοτική και όχι ποιοτική διαδικασία, και ενίοτε όσα συμβαίνουν είναι κωμικοτραγικά. Εχω έναν φίλο αδερφικό, τον Γιώργο Μεσσάρη, με καταγωγή από την παγκόσμια πρωτεύουσα των ωραίων τρελών, το Ληξούρι, και Κηφισιώτη στην ανατροφή. Προπονητής ιππασίας, καταγόμενος εξ αγροτών, όταν τα ΒΠ ήταν ακόμη εξοχή.
Θυμίζω, δε, πως τα άλογα τα αγοράζουν αυτοί που έχουν λεφτά, αλλά τα καβαλάνε όσοι έχουν ψυχή. Κι αυτό δεν αγοράζεται. Εκτός από φίλος και προπονητής, φρόντιζε πολλά χρόνια το άλογό μου, τον Fadengo, έχουμε δε γυρίσει με τα άλογα όλα τα πάλαι ποτέ δάση του Τατοΐου, παίζοντας το αγαπημένο μας παιχνίδι, διαλόγους από ελληνικές ταινίες, και συζητήσεις σουρεαλιστικού χιούμορ, μετά την πνευματική εμπειρία του ελεύθερου τροχασμού και καλπασμού σε έναν Παράδεισο που κατάπιαν οι τελευταίες φοβερές πυρκαγιές, αλλά ήμασταν τυχεροί γιατί προλάβαμε και τον ζήσαμε.
Μορφή του λαϊκού πενταγράμμου από τις λίγες, θα μπορούσα να γράψω δίτομο έργο με τις ατάκες του, όπως την απάντησή του σε ερώτηση αρχάριας έντρομης αμαζόνας: «Κύριε Γιώργο, γιατί το άλογο κουνάει το κεφάλι του;» «Γιατί, κυρία μου, είναι άλογο και όχι ποδήλατο». Μια Κυριακή μεσημέρι έχει πάει στον όμιλό μας τηλεοπτικό συνεργείο με την Μπεζαντάκου. Αυτή με γόβες, προσπαθεί ο Γιώργος να την ανεβάσει στο άλογο για να πάρουν πλάνο, και κάποια στιγμή, με την αριστερή γόβα σφηνωμένη στον αναβολέα, τη σπρώχνει κι ο Γιώργος με τα χέρια από πίσω, παραπαίρνει κι αυτή φόρα πιασμένη από τις αψίδες της σέλας, ανεβαίνει και φεύγει από την άλλη μεριά και σκάει στην άμμο του στίβου. Οπότε της λέει, και έπαιξε πανελληνίως: «Τι να σε κάνω, είσαι και μπροστόβαρη!»
Οτε ήτο νεανίας ο φίλος μου πέρασε και από το ραδιόφωνο. Εκανε, κάπου αρχές του 1990, μαζί με τον αείμνηστο Βασίλη Διαμαντόπουλο τη βραδινή καθημερινή εκπομπή, μεσάνυχτα με 2 το πρωί, «Sofrano ή Stavento» στο Ράδιο Αθήνα του Κουρή. Είχε κυλήσει ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Τρελοί για δέσιμο, μια μέρα, όταν είχαν πρωτοβγεί τα κινητά, που τα έβλεπες μόνο σε χέρια φραγκάτων, πανάκριβα γαρ, πήγαν για μπάνιο και μοστράρανε στην άμμο ένα θηριώδες τηλέφωνο σπιτιού, στιλ Μεσοπολέμου, από όνυχα, με αναλογικό πληκτρολόγιο – κάποτε τα δίνανε και δώρο στους κουμπάρους μαζί με μπομπονιέρα!
Του είχαν βάλει κι ένα κόλπο με μπαταρία κι ένα κουμπάκι, και το κάνανε να χτυπάει, είχε δε κάτι κουδούνες, σαν συναγερμός πυροσβεστικού σταθμού. Οπως λοιπόν μερικοί τύποι πουλάγανε μούρη μιλώντας με τα κινητά στην παραλία, έρχονται οι δυο λεγάμενοι, βγάζουν πετσέτες κ.λπ., βγάζουν την κουμούτσα από όνυχα, την ακουμπάνε στην άμμο, ανάβουν και πούρα, το βάλανε να χτυπάει κάθε τόσο, το σήκωνε ο Γιώργος και έκανε πως μιλάει με τον χρηματιστή του, λέγοντάς του «Πούλα! Πούλα! Αγόρασε! Πούλα! Αγόρασε!». Τρολάρανε ολόκληρη παραλία και κυρίως τους νεόπλουτους με τα ακριβοθώρητα κινητά.
Στην εκπομπή, μια μέρα, επέκειντο εθνικές εκλογές και αποφάσισαν να κάνουν τηλεφωνική ψηφοφορία για τους υποψήφιους βουλευτές της Ν.Δ. στην Αθήνα. Ηταν τότε που πρωτοκατέβαινε στον πολιτικό στίβο και ο Μίλτος Βαρβιτσιώτης, το τελευταίο κάστρο των εργένηδων, που έπεσε πρόσφατα σαν τη Γλαρέντζα. Ανάμεσα στους υποψηφίους, που καλούσαν τον κόσμο να δείξει τηλεφωνικά την προτίμησή του, κοτσάρανε και έναν καινούργιο, παντελώς άγνωστο πολιτευτή, τον Κονάκο, τον οποίο όμως εκθείασαν και πούσαραν μεροληπτικώς με το σύνθημα «Σταυρό στον Κονάκο»!
Ελεγαν πως είναι πολύ ταπεινής καταγωγής αλλά είναι αλάνι, της πιάτσας, και αυτό είναι πλεονέκτημα, ανάμεσα σε τόσους γόνους, πως είναι πιστός και δεν θα προδώσει ποτέ τον αφέντη της χώρας, που είναι ο λαός, πως φωνάζει πολύ αλλά είναι ανεξίκακος και απλός στη συμπεριφορά του, πως μπορεί να μην είναι του Κολλεγίου αλλά έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου, της επιβίωσης, πως δεν μεγαλοπιάνεται και πως όποιος τον γνωρίζει, τον συμπαθεί αμέσως και άλλα πολλά.
Ο Κονάκος, καίτοι πανάγνωστος, αφού πολλοί ακροατές τηλεφωνούσαν και ρωτούσαν απορημένοι ποιος στο κέρατο είναι, οι δε κομματικοί της Ν.Δ. είχαν βραχυκυκλώσει, είχε λαμπρή επίδοση στην τηλεφωνική ψηφοφορία. Δεν πέρασε τους προβεβλημένους υποψηφίους, όπως ο φίλος μου ο Μίλτος, από πολιτικό «τζάκι», όμως νιώσανε την ανάσα του, αφού πήρε δεκάδες τηλεφωνικές ψήφους σε μικρή απόσταση.
Η έδρα όμως δεν κινδύνευσε να περιέλθει στα χέρια του λαϊκού δεξιού Κονάκου, διότι απλούστατα...
δεν είχε χέρια, αλλά τέσσερα πόδια. Ο Κόναν -«Κονάκος» το χαϊδευτικό του- ήταν ο κόπρος σκύλος του Γιώργου.
Οσα είπαν γι’ αυτόν ήταν αλήθεια. Αλάνι του πεζοδρομίου, πιστός, συμπαθής, αλλά -φευ- σκύλος και όχι άνθρωπος. Ο εκλογικός νόμος δεν επέτρεψε την έναρξη μιας λαμπρής -ίσως- πολιτικής καριέρας και δεν θα μάθουμε ποτέ τις απόψεις του, πλην του ότι σημάδευε και φύλαγε αυστηρά την περιοχή του, ήταν λιτοδίαιτος και δεν θα πούλαγε ποτέ το αφεντικό του.
Οι ακροατές δεν έμαθαν ποτέ πως ο υποψήφιος βουλευτής ήταν αλανιάρης κύων, όμως πολλοί μάσησαν από όσα άκουσαν και τον επέλεξαν.
Το σύνθημα «Σταυρό στον Κονάκο!» δόνησε για λίγο τα ερτζιανά, γέννησε μερικούς οπαδούς και πολλές απορίες, και νομίζω δίνει μερικά διδάγματα.
Κάτι λέγαμε στην αρχή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου