"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Το τελευταίο δώρο


«Είναι εξωφρενικό και προσβλητικό το να ζητάμε από τους φτωχούς να κάνουν οικονομία. Είναι σαν να λέμε σε έναν πεινασμένο να τρώει λιγότερο», έγραφε ο Οσκαρ Ουάιλντ που, αν ζούσε σήμερα, ίσως να έλεγε ότι είναι ανήθικο το να ζητάμε από τους φτωχούς συνταξιούχους να κάνουν οικονομία - τουλάχιστον τις μέρες των γιορτών. 

Τα φετινά Χριστούγεννα είναι η μοναδική τους ευκαιρία να κάνουν μικρές σπατάλες μια που πήραν χριστουγεννιάτικο δώρο για τελευταία φορά. Μικρή σπατάλη είναι να πάνε στο θέατρο ή να αγοράσουν πετρέλαιο ή ένα στρώμα κατακλίσεων (αν είναι κατακεκλιμένοι) ή να βάλουν σιδεράκια στα δόντια του σπιτιού (δηλαδή κάγκελα ασφαλείας) ή να βγουν για ψώνια και να μην τρέμει το φυλλοκάρδι τους τη στιγμή που ο χασάπης ζυγίζει το κρέας και το κομμάτι που ζήτησαν αποδεικνύεται βαρύτερο και άρα ακριβότερο απ’ ό,τι υπολόγιζαν, σύμφωνα με τα χρήματα που κρατούν πάνω τους.
«Αφαίρεσε, κόψε κάτι...» λένε ψιθυριστά.
«Μα τι να κόψω στα 900 γραμμάρια αρνί; Δεν κόβεται! Xεράκι, ποδαράκι, δεν υπάρχει ενδιάμεσο».

Είναι ένας καθημερινός διάλογος στου πάγκους του σούπερ μάρκετ, ενώ το γεγονός ότι υπάρχουν και χειρότερα (μηδέν σύνταξη, ανεργία, συσσίτια, κάδοι κ.λπ.) δεν τον καθιστά λιγότερο ταπεινωτικό.

Τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και καλοκαιρινής άδειας καθιερώθηκαν επισήμως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε εποχές ισχνών, ισχνότατων αγελάδων -πιο ισχνών δεν γίνεται, το ζώο μας αφήνει χρόνους. Το δώρο του μισθωτού (ή μάλλον εκείνου που είναι ακόμα μισθωτός) σώθηκε - μέχρι στιγμής. Του συνταξιούχου κουρεύτηκε, για την ακρίβεια φωτολύθηκε, τσουρομαδήθηκε για τα καλά, δεν θα ξαναφυτρώσει.
Μια φορά κι έναν καιρό πολλοί μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα κατάφερναν να χτίσουν σπίτι χάρη στα έκτακτα επιδόματα.

Η κατοικία ήταν ένα «έργο εν προόδω» (house in progress). Με το δώρο των Χριστουγέννων, τα πλακάκια ή τα κουφώματα ή ο «ψιλός σοβάς» και οι ελαιοχρωματισμοί. Με το δώρο του Πάσχα, ο θερμοσίφωνας. Δεν ήταν σπίτια-σπιταρόνες, αλλά η απαλλαγή από το νοίκι, ένα ημιτελές κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας που, ωστόσο, οι ένοικοί του δεν το χρωστούσαν (το κεραμίδι εννοώ, γιατί σήμερα η Ελλάδα χρωστά και το κεφάλι της και τα κεφάλια των παιδιών της).


Δεν είναι όλοι οι συνταξιούχοι αξιολάτρευτα αθώα γεροντάκια όπως στις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Ο χρόνος δεν μας γλυκαίνει. Η γενναιοδωρία της νεότητας εξαερώνεται και συχνά οι άνθρωποι γίνονται πιο εγωιστές, ξεροκέφαλοι και φοβισμένοι όταν γερνούν. Ομως σε όλους αξίζει να περάσουν τα Χριστούγεννα χωρίς μιζέρια, χωρίς να μετρούν τις μπουκιές τους, χωρίς να εξαρτώνται από την εποχική καλοσύνη των συγγενών που θα τους καλέσουν στο οικογενειακό τραπέζι.

Φέτος η τρίτη ηλικία παίρνει δώρο για τελευταία φορά. Μακάρι το δώρο αυτό να διατεθεί για τη χαρά της ζωής και όχι για τις ανάγκες της επιβίωσης. Το σίγουρο είναι ότι οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες του 2013 θα είναι πολύ διαφορετικές από τις φετινές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: