"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Χρόνια Πολλά καλέ μου άνθρωπε

Σήμερα ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ του Ελληνικού κινηματογράφου ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ συμπληρώνει 84 χρόνια ζωής. Διάλεξα λοιπόν να αναρτήσω ένα παλαιότερο άρθρο του φίλου του Γιωργου Λαζαρίδη  που αναφέρεται σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του αγαπημένου ηθοποιού. Χρόνια σου πολλά καλέ μου άνθρωπε...

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

Σήμερα να πούμε μερικά για έναν παλιό καλό φίλο, τον Θανάση Βέγγο. Και τονίζω αυτά τα περί «φίλου» και «παλιού» γιατί και τα δύο μετράνε σαν το παλιό κρασί που όσο το κρατάς τόσο η γεύση και η δύναμη μεγαλώνουν για να σε «φτιάχνουν» κάθε φορά που γεμίζεις το ποτήρι σου. Αφορμή για να ξαναγεμίσω το «ποτήρι» ήταν μια συνέντευξή του στην «Καθημερινή», όπου η συντάκτριά του Μαρία Κατσουνάκη έγραφε τα ακόλουθα, που αξίζουν να τα μεταφέρω:
«Στις δοκιμές του ''Τρελού του λούνα παρκ'' (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. ''Δάσκαλε, αδύνατον να φρενάρω, είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το'', έλεγε και ξανάλεγε στον Κωστή Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. ''Κι όμως, Θανάση μου, στη σκηνή του μονόλογου που λες για τη ζωή σου, πρέπει να κάτσεις σ' αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς δεν βγαίνει η συγκίνηση''.

Και πράγματι στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Όρθιοι χειροκροτούσαν όλοι όσοι, θεατρίνοι κυρίως, είχαν από περιέργεια γεμίσει το θέατρο στη γενική δοκιμή. Τρέχει συγκινημένος ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια για να του πει: ''Είδες, Θανάση μου, που είχα δίκιο για το σκαμνάκι;» και η απάντηση του Θανάση: ''Δάσκαλε, δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση που ήθελες. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά…''».

Αυτά, μαζί και με πολλά άλλα, όπως τα έχω σημειώσει στο βιβλίο «Φλας Μπακ, μια ζωή σινεμά» σχετικά με τον «παλιό καλό φίλο». Και ήταν τότε που αρχίσαμε τη συνεργασία σίγουρα στην πιο δύσκολη εποχή του, γιατί μπορεί στη Μακρόνησο να έτρωγε περισσότερη σκόνη απ' ό,τι είχε μέσα η καραβάνα του συσσίτιου, όμως για την περιπέτεια της εποχής που ανταμώσαμε χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερη αντοχή για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες και τα προβλήματα.

Με τους δικαστικούς κλητήρες να περιμένουν κάθε μέρα έξω από την πόρτα να εκτελέσουν για χρέη που είχαν αφήσει προηγούμενες «Θου Βου, ταινίες γέλιου» και με μισοτελειωμένο τον «Φαλακρό πράκτορα, επιχείρηση Γης Μαδιάμ», ουσιαστικά το πρώτο σενάριο της συνεργασίας μας και που για να ολοκληρωθεί αναγκάστηκε να πουλάει σε τοκογλύφους και άρπαγες ποσοστά περισσότερα από το 100% του έργου, έτσι δηλαδή που όσο περισσότερο θα δούλευε η ταινία τόσο το χρέος της θα μεγάλωνε, κάτι ανάλογο με τους «Τρελούς παραγωγούς» του Μελ Μπρουκς, μόνο που εκεί είχαμε να κάνουμε με μιούζικαλ και κωμωδία, ενώ στην περίπτωση του Θανάση γινόταν σκέτη τραγωδία!

Και στη συνέχεια ακολούθησε μια στενή συνεργασία σε είκοσι, μπορεί και περισσότερα, έργα, από τα οποία ξεχωρίζω το «Ασύλληπτο κορόιδο», το «Ξένοιαστος καβαλάρης», τις «Διακοπές στο Βιετνάμ», το «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ», το «Τσαρλατάνος», το «Φαλακρός πράκτορας», το «Βεγγαλικά», τα ογδόντα επεισόδια του «Αστυνόμος Παπαθανάσης» και τόσα άλλα.

Ο «AΛΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ»…
Και τότε εμφανίστηκε η περίπτωση του Βαγγέλη Λιβαδά που μου ζήτησε θεατρικό έργο για τη Σμαρούλα Γιούλη στο θέατρο «Αμιράλ» και αντιγράφω πάλι από το βιβλίο μου που προανέφερα:
«Τι έφερε τότε τον Βαγγέλη Λιβαδά σ' εμένα; Δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Ίσως γιατί το κινηματογραφικό μου όνομα κυκλοφορούσε πολύ, ίσως γιατί μια προηγούμενη γνωριμία μας του είχε εμπνεύσει εμπιστοσύνη, αλλά δεν αποκλείεται και η άρνηση άλλων θεατρικών συγγραφέων να ρισκάρουν ένα έργο στο αμφίβολης αποδοτικότητας ''Αμιράλ'' να τον οδήγησαν σ' αυτήν τη λύση. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι η πρόταση Λιβαδά με άφησε ασυγκίνητο, αλλά ήθελα να αποφύγω και το ρίσκο μιας πολύ πιθανής αποτυχίας. Και τότε σκέφτηκα τον Θανάση, χωρίς να είμαι καθόλου βέβαιος αν θα δεχόταν τη θεατρική του αποστασία από την κινηματογραφική παράταξη, όπου σημείωνε επιτυχίες παρά τα οικονομικά του ναυάγια.
Τον πρότεινα στον Λιβαδά και η απάντησή του ήταν θετική, όπως και ο Θανάσης συμφώνησε με τη σκέψη μου, για να εξασφαλίσει έτσι ένα μεροκάματο και πάντα με την αγωνία ''για τη Μίνα και τα παιδιά''. Το ίδιο βράδυ στο σπίτι μου έγιναν τα συμβόλαια, ανταλλάχτηκαν οι καθιερωμένοι ''όρκοι πίστης, αφοσίωσης και αγάπης'' και με την ξεκαθαρισμένη δήλωση του Θανάση:
''Βαγγέλη, υπογράφω μόνο και μόνο επειδή θα μου γράψει ο Γιώργος''. Ιδιαίτερα τιμητική η δήλωση του Θανάση όσο και πολύ βαριά η ευθύνη για έναν πολύ απλό λόγο, ενώ οι υπογραφές μπήκαν έργο δεν υπήρχε. Και το πιο σπουδαίο ότι δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπίσουμε την αποτυχία και μάλιστα σε ένα πεδίο ναρκοθετημένο και με έναν Βέγγο οικονομικά εξοντωμένο, στα όρια της παραφροσύνης. Και με πόσες δυσκολίες.

Σε μια σκηνή τόση δα όπως του ''Αμιράλ'', και που στην περίπτωση ενός συνηθισμένου έργου με ένα σαλόνι και ένα γραφείο, όπως τα περισσότερα εκείνης της εποχής, όπου ο Θανάσης θα τιναζόταν στον αέρα από σκηνική ασφυξία. Και με τι κωμωδία. Όταν το μεγαλύτερο απόθεμα κωμικών και φαρσικών καταστάσεων είχε εξαντληθεί από όσους είχαν ασχοληθεί ως τότε μαζί του.

Άρα έπρεπε να βρεθεί το άλλο πρόσωπο του Θανάση, αυτό που ως εκείνη τη στιγμή ΚΑΝΕΝΑΣ δεν είχε ασχοληθεί, η ''πίσω μεριά του φεγγαριού'', που δεν ήταν άλλη από την τραγική του πλευρά, αυτή δηλαδή που θα δικαιολογούσε τη χαρακτηριστική του τρεχάλα για να γλιτώσει από τον εφιάλτη του Χτες, να προλάβει το Σήμερα και να αντιμετωπίσει το Αύριο.

Αυτό το στοίχημα για τον ''άλλο Βέγγο'' ήταν ανάγκη να βρεθεί και ύστερα από δέκα εφιαλτικές ημέρες που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, ένα βράδυ κατεβαίνοντας τη Λεωφόρο Συγγρού για μια ανάσα μέσα στο καλοκαιρινό καμίνι, όταν για μια στιγμή περνώντας από το παλιό λούνα παρκ ''Ροντέο'', για όσους το θυμούνται, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου: ''Ένα λούνα παρκ! Γιατί όχι; Ένας άλλος χώρος που με μια έξυπνη σκηνογραφική φαντασία θα μπορούσε να εξουδετερώσει τη σκηνική ασφυξία του ''Αμιράλ'', δίνοντας συγχρόνως και στον Θανάση τη δυνατότητα να κινηθεί πιο άνετα, ένας τρελός, ένας κατατρεγμένος Ρωμιός, όχι βέβαια σαν τους συνηθισμένους τρελούς της επιθεώρησης που γαργαλάνε τον θεατή, χλευάζοντας την τραγωδία της πνευματικής τους αναπηρίας. Ένας άλλος ''τρελός'' που θα κυκλοφορούσε μέσα σ' αυτό το τσίρκο, που δεν θα ήταν άλλο από την Ελλάδα και που μέσα από τον παραλογισμό του θα μας έλεγε τη λογική της αλήθειας».

Ο «τρελός του λούνα παρκ» και όπου αλλού παραπέμπει είχε βρεθεί… έκθετος στο αριστερό πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Συγγρού, στις δώδεκα παρά ένα λεπτό και ήταν χούντας εποχή, χωρίς αυτό να τον τρομάξει για να πει πράγματα έξω από τα δόντια, τότε που ο «άλλος Θανάσης» άρχισε την καινούργια και διαφορετική του «τρεχάλα».

Και όσο για ΟΛΑ τ' άλλα που ακολούθησαν με ταινίες από άξιους, χωρίς αμφιβολία, δημιουργούς και βραβεία και αναγνωρίσεις και τα όσα άλλα, ήταν η συνέχεια εκείνου του πρώτου «τρελού» και όποιος έχει τα κότσια ας έρθει να το αμφισβητήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: