Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Στον τελευταίο κύκλο του «Succession», υπάρχει μία σκηνή όπου ο Λόγκαν, ο πανίσχυρος πατριάρχης της οικογένειας Ρόι, έρχεται αντιμέτωπος με τα κακομαθημένα παιδιά του, που ερίζουν άλλοτε για την εύνοια του πατέρα τους και άλλοτε για την εξουσία μέσα στον εταιρικό του ογκόλιθο. Τυφλωμένα από τη μωροφιλοδοξία και τον ανταγωνισμό τους, τα παιδιά θέτουν ενώπιον του πατέρα τους τα υψιπετή τους σχέδια, τις αλαζονικές τους γνώμες, αλλά και τα παράπονά τους από αυτόν, ενώ παράλληλα του επιτίθενται και τον εκβιάζουν ψυχολογικά. Ο Λόγκαν, ένοχος για πολλά και ο ίδιος, αλλά έχοντας τουλάχιστον το ατού του ηγέτη, παρακολουθεί αμήχανα το θέατρο που εκτυλίσσεται μπροστά του· έπειτα, στρέφεται προς τα παιδιά του και τους λέει: «Σας αγαπώ, αλλά δεν είστε σοβαροί άνθρωποι». Στο τέλος, σηκώνεται και φεύγει από το δωμάτιο, αφήνοντας άπαντες ακινητοποιημένους σε έναν ωκεανό χαρισμένου προνομίου, μολυσμένο ωστόσο από την ανικανότητα και την αδιέξοδη τεμπελιά τους.
Μέχρι στιγμής, η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη θυμίζει πολύ το σεναριακό αυτό σχήμα: ο εκλογικά ατσάλινος Μητσοτάκης κλήθηκε να εκπληρώσει μια υπόσχεση ευημερίας σε ένα κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον απολύτως πρόσφορο για ένα μοντέρνο κοινωνικό συμβόλαιο, και όμως αδυνατεί.
Το επιτελικό κράτος πέφτει διαρκώς στις λακκούβες που του σκάβει το ανεπαρκές επιτελείο του, και η κοινωνία παρακολουθεί ανήμπορη τη μία ματαίωση να διαδέχεται την άλλη.
Ο αντίλογος είναι γνωστός και προβλέψιμος· περιέχει δε και αρκετές δόσεις αλήθειας, πράγμα που ευνοεί τη βολική, φιλοκυβερνητική αναπαραγωγή του. Ναι, η κρατική αναποτελεσματικότητα δεν είναι γέννημα της μιας ή της άλλης κυβέρνησης, αλλά ένα προϊόν διαχρονικής πολιτικής κουλτούρας που όχι μόνον υπερβαίνει τις παρατάξεις, αλλά συχνά τις φοβίζει κιόλας. Οι «αρμοί της εξουσίας», οι συντεχνίες, οι ποικίλες εκφάνσεις του Δημοσίου έχουν δικό τους μυαλό και βούληση, δεν τιθασεύονται εύκολα. Η κυβέρνηση ορίζει σε μεγάλο βαθμό το κράτος, έχει τη νομιμοποίηση και τα εργαλεία να το κάνει, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι μπορεί και να το επιτύχει. Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε μοιρολατρικά τη θλιβερή ελληνική πραγματικότητα της αυτονόμησης του κράτους από την πολιτική εξουσία, πρέπει κάπως να αιτιολογήσουμε την ύπαρξη της πολιτικής εξουσίας αυτής καθαυτή: Για ποιο λόγο ψηφίζουμε; Για ποιο λόγο διορίζονται υπουργοί;
Οποιος υπουργός αποδίδει τις «τραγικές αποτυχίες» που λαμβάνουν χώρα επί υπουργίας του σε παράγοντες που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, πώς ακριβώς αυτοπροσδιορίζεται και αυτοαξιολογείται εντέλει;
Βάσει των δηλώσεών του στο Twitter; Τι θεωρεί υπουργική του υπόθεση και τι όχι;
Για την ανεμπόδιστη είσοδο διακοσίων Κροατών χούλιγκαν στην Ελλάδα και για την εξίσου απρόσκοπτη, μαζική κάθοδό τους στην Αθήνα, η οποία και κατέληξε σε μία στυγερή δολοφονία, η ευθύνη της αστυνομίας είναι η πιο προφανής παράμετρος. Λαμβάνοντας υπόψη, μάλιστα, τα στοιχεία που έχουν έρθει ήδη στο φως, ότι δηλαδή οι Αρχές γνώριζαν για την έλευση των χούλιγκαν, για την επικινδυνότητά τους και για τα ναζιστικά στοιχεία της ταυτότητάς τους, συμπεραίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ύποπτο φιάσκο: αν η αστυνομία δεν γνώριζε, θα μπορούσαμε να της προσάψουμε ερασιτεχνισμό και κακή πληροφόρηση· εφόσον όμως γνώριζε και παρέμεινε από την αρχή μέχρι το τέλος αδρανής, τι μπορούμε να της προσάψουμε που να μη συνδέεται με τις προθέσεις της;
Η έννοια του «επιχειρησιακού σφάλματος» δεν μπορεί να συγκαλύπτει τα διαρκή και αλλεπάλληλα σφάλματα κρίσης και πρόσληψης της οφθαλμοφανούς πραγματικότητας.
Ο Γιάννης Οικονόμου επέλεξε τη δημοσιοϋπαλληλίστικη οδό για να διαχειριστεί την κατάσταση: «Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν είναι αστυνομικός για να καταστρώνει σχέδια αντιμετώπισης των χούλιγκαν», είπε, με τον ίδιο τρόπο που ο μέσος υπάλληλος σε δημόσια υπηρεσία παραπέμπει τον πολίτη σε άλλο υπάλληλο, επειδή δεν είναι «αρμόδιος» να τον εξυπηρετήσει.
Δεν σκέφτηκε, όμως, το πιο βασικό: ο υπουργός μπορεί πράγματι να μην είναι αρμόδιος να εκπονήσει ένα αντιεγκληματικό επιχειρησιακό σχέδιο· αν όμως ούτε οι αρμόδιοι κάνουν τη δουλειά τους, ποιος είναι τότε αρμόδιος να τους ελέγξει, να τους προλάβει, να τους επαναφέρει στην τάξη, να τους τιμωρήσει;
Σε ένα ελαττωματικό σύστημα ιεραρχίας, ποιος οφείλει να βλέπει τη μεγάλη εικόνα και να αναλαμβάνει την ευθύνη της;
Αν οι πολιτικώς αρμόδιοι για την τραγωδία αρνούνται τη σύνδεσή τους με τα σκουριασμένα κρατικά γρανάζια που οδήγησαν σε αυτήν, ας μας κάνουν τουλάχιστον τη χάρη να αρνηθούν και τα κλισέ της παρηγοριάς.
Αυτή τη φορά...
ας λείπουν τα δακρύβρεχτα πολιτικά συλλυπητήρια («μόνο αυτά αρμόζουν», δήλωσε ο Αδωνις Γεωργιάδης!), ας λείπουν και οι θεωρητικές μεγαλοστομίες περί οπαδικής βίας.
Οι εγκληματίες είναι εγκληματίες και η οπαδική τους ταυτότητα είναι ένα συνειδητό ή ασύνειδο προκάλυμμα για να ασκούν το εγκληματικό τους χόμπι με την προστασία της συσπείρωσης και του αθλητικού γοήτρου.
Αδυνατεί το κράτος να εξυγιάνει τον αθλητισμό;
Δεν πειράζει. Ας εστιάσει στις συμμορίες με τα μαχαίρια και ο αθλητισμός θα εξυγιανθεί από μόνος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου