Αν και η Τουρκία βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ ένα σύνολο γεωπολιτικών αντιφάσεων, ο Ταγίπ Ερντογάν παραμένει κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στη γειτονική χώρα, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί την μετεμψύχωση του “Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς”. Γεγονός παραμένει, πάντως, ότι έχει θεσμικά έχει στα χέρια του υπερεξουσίες, οι οποίες σε συνδυασμό με τον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την ανατροπή του.
Προς το παρόν, πάντως, σχοινοβατεί μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, ανοίγοντας μέτωπα και κάνοντας εχθρούς. Μπορεί μέχρι τώρα αυτή η στάση του να μη του έχει κοστίσει ζωτικά, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ισορροπία τρόμου, η οποία δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ.
Αν και θα ήταν πολύ πρόωρο να πει κανείς ότι το άστρο του Τούρκου προέδρου αρχίζει να δύει, η πολιτική φθορά του ανοίγει τον δρόμο για την εκδήλωση δημόσιας πολιτικής αμφισβήτησης και από παλιούς συντρόφους του, από πρώην κορυφαία στελέχη της νεοοθωμανικής παράταξης. Μιλάμε, λοιπόν, για αδελφοκτόνες μονομαχίες, οι οποίες θα μετατραπούν σε σύγκρουση το αργότερο στις προγραμματισμένες για το 2023 εκλογές.
Μετά τη δημόσια επίθεση του Αχμέτ Νταβούτογλου εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν, η Εκτελεστική επιτροπή του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αποφάσισε ομόφωνα να παραπέμψει τον πρώην πρωθυπουργό σε πειθαρχικό κομματικό όργανο με την εισήγηση να διαγραφεί. Στην πραγματικότητα όχι μόνο βρίσκεται ήδη έξω από την πόρτα, αλλά και έχει ανοίξει μέτωπο εναντίον του άλλοτε αρχηγού του.
Τον επικρίνει ανοιχτά και για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και για τα αντιδημοκρατικά μέτρα εναντίον των Μίντια, αλλά η βάση είναι το ρήγμα που έχει προκαλέσει ο Ταγίπ Ερντογάν στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Στο επίπεδο των εντυπώσεων, αναμφισβήτητα το αποκορύφωμα της κριτικής είναι η καταγγελία του πρώην πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών ότι πίσω από τις αιματηρές βομβιστικές επιθέσεις του 2015 βρίσκεται ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος.
Στόχος του τότε ήταν να αντιστρέψει την καθοδική τάση που είχε καταγραφεί στις εκλογές του Ιουνίου 2015. Και για να το επιτύχει άνθρωποί του σκόρπισαν τον θάνατο με βομβιστικές επιθέσεις, τις οποίες προσπάθησαν να αποδώσουν στο ΡΚΚ. Αν κρίνουμε, μάλιστα, από το θετικό για το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου 2015, ο φόβος αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό εκλογικό εργαλείο.
Η μεταστροφή του Νταβούτογλου, ο οποίος εγκαταλείποντας το πρωθυπουργικό αξίωμα είχε ορκιστεί ότι δεν θα πει ποτέ κακή κουβέντα για τον «αδελφό του», οφείλεται στην απόφαση να κατέλθει στον πολιτικό στίβο. Τις τελευταίες εβδομάδες, μάλιστα, κυκλοφόρησαν πληροφορίες ότι έχει ενοικιάσει ήδη ένα μεγάλο τετραώροφο κτήριο στην Άγκυρα ως γραφεία του νέου κόμματος.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, πραγματοποιεί ήδη επαφές με στελέχη της νεοοθωμανικής παράταξης που για διάφορους λόγους έχουν πάρει αποστάσεις από τον Ερντογάν. Και υπάρχουν πολλά τέτοια στελέχη. Στο πλευρό του έχει και άλλα στελέχη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, όπως είναι οι Αϊχάν Σεφέρ Ουστούν (επικεφαλής της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής) και οι βουλευτές Κωνσταντινούπολης Σελτζούκ Οζντάγ και Αμπντουλάχ Μπάστσι.
Γεγονός είναι ότι με τον Νταβούτογλου την πόρτα της εξόδου από το κυβερνών κόμμα είδαν άλλοι τρείς βουλευτές, ενώ σύντομα –σύμφωνα με τουρκικά Μίντια– περίπου 40 βουλευτές του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης θα το εγκαταλείψουν για να προσχωρήσουν στο νέο κόμμα.
Ο Νταβούτογλου δεν είναι ο μόνος που απειλεί πολιτικά τον Ερντογάν. Απέναντί του είναι και πρώην κορυφαία στελέχη, από τον στενό ηγετικό πυρήνα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Εμβληματική τέτοια προσωπικότητα είναι ο Αμπντουλάχ Γκιουλ, ένας από τους τέσσερις που ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Διετέλεσε πρωθυπουργός (2002-2003), υπουργός Εξωτερικών (2003-2007) και στη συνέχεια Πρόεδρος Δημοκρατίας (μέχρι το 2014). Μαζί του συμπορεύεται και ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλί Μπαμπατζάν.
Αν και ο Γκιούλ, ως Πρόεδρος Δημοκρατίας, διαφώνησε με επιλογές του πρωθυπουργού τότε Ταγίπ Ερντογάν, είχε αποφύγει να τις εκφράσει. Είχε προτιμήσει να αποτραβηχτεί, αλλά ήταν η επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση που τον εξώθησε να εκφράσει την ανησυχία του και τελικώς την αντίθεσή του με την πολιτική Ερντογάν.
Είναι αξιοσημείωτο ότι είχε τηρήσει αποστάσεις και από την άκρως φιλόδοξη εξωτερική πολιτική του Νταβούτογλου, τον οποίο ο ίδιος είχε παλαιότερα χρησιμοποιήσει ως σύμβουλο και είχε γνωρίσει στον Ερντογάν.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο Ερντογάν προσεταιρίστηκε τον Νταβούτογλου και έτσι εκτόπισε από το κέντρο της πολιτικής σκηνής τον Γκιούλ.
Ο πρώην Πρόεδρος Δημοκρατίας δεν είχε κρύψει την πικρία του για τη στάση του Ερντογάν, αφήνοντας αιχμές για ασέβεια προς το πρόσωπό του από στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Για μήνες συζητιόταν, η άρνηση της συζύγου Γκιούλ του να χαιρετίσει δημοσιογράφους που βρίσκονταν στο περιβάλλον του Ερντογάν σε μία κοινωνική εκδήλωση, καταγγέλλοντας ότι ο άνδρας της αδικήθηκε.
Μετά από μία περίοδο σιωπής, ο Γκιούλ επανακάμπτει με όπλο τη δημόσια εικόνα ενός ψύχραιμου και λογικού πολιτικού. Στην πραγματικότητα, στις Ουάσιγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τον θεωρούν εναλλακτική λύση όσον αφορά την ηγεσία της νεοοθωμανικής παράταξης.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με πληροφορίες ο Γκιούλ θα συμπορευτεί με τον Μπαμπατζάν, με σκοπό να ιδρύσουν το επόμενο διάστημα νέο κόμμα. Ο Μπαμπατζάν έχει θητεύσει ως υπουργός Οικονομίας και ως υπουργός Εξωτερικών για ευρωπαϊκές υποθέσεις, πριν γίνει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (2009-2015). Αποτελούσε ένα από τα αγαπημένα παιδιά του Ταγίπ Ερντογάν, σε βαθμό που τα τουρκικά Μίντια να τον αποκαλούν “ο εκλεκτός”.
Ήταν στο τιμόνι της οικονομίας σαν “τσάρος” την περίοδο της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός που του εξασφάλισε προβολή και δημοφιλία. Εξίσου σημαντικός για το προφίλ του ήταν και ο ρόλος του ως διαπραγματευτής με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πατέρας τριών παιδιών, μετά τις σπουδές του βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με υποτροφία. Το 2012, μαζί με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Νταβούτογλου, συμπεριλήφθηκε στη λίστα που εκδίδει το περιοδικό Time για τα “Πρόσωπα με τη Μεγαλύτερη Επιρροή Παγκοσμίως”.
«Κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η Τουρκία χρειάζεται ένα νέο όραμα για το μέλλον της. Υπάρχει ανάγκη για σωστές αναλύσεις σε κάθε τομέα, για την ανάπτυξη νέων στρατηγικών, σχεδίων και προγραμμάτων για τη χώρα μας», είχε πει όταν εγκατέλειψε τον Τούρκο πρόεδρο, αιφνιδιάζοντάς τον. Ο Ερντογάν, μάλιστα, δεν είχε κρύψει την ενόχλησή του για τον άνθρωπο που χαρακτήρισε “Βρούτο”.
Το διαζύγιο υπήρξε ξαφνικό και αμήχανο και το δημοσιοποίησε ο ίδιος ο Ερντογάν. «Συναντηθήκαμε έπειτα από δικό του αίτημα και μου είπε ότι σκόπευε να παραιτηθεί γιατί είχε αποξενωθεί από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», αποκάλυψε, προσθέτοντας ότι ρώτησε τον Μπαμπατζάν αν αληθεύουν οι φήμες περί νέου κόμματος και εκείνος του είχε απαντήσει πως «δεν το σκέφτεται για την ώρα».
Στη συνέχεια, ο Τούρκος πρόεδρος είπε ότι είχε προτείνει στον πρώην συνεργάτη του να παραμείνει σύμβουλος του κυβερνώντος κόμματος, κάτι που εκείνος απέρριψε. «Εσύ αποφασίζεις, αλλά μην ξεχνάς ότι δεν έχεις δικαίωμα να διασπάσεις την ούμα (τη μουσουλμανική κοινότητα) και αυτό ακριβώς κάνεις», ήταν η απάντηση του οργισμένου Ερντογάν.
Σύμφωνα με άτομα του στενού περιβάλλοντός του, η ίδρυση του νέου κόμματος φέρεται να ανακοινώνεται τους επόμενους μήνες. Στο εγχείρημα αυτό –σύμφωνα με πληροφορίες– συμμετέχουν σημαντικά ονόματα της τουρκικής πολιτικής σκηνής, όπως είναι ο πρώην υπουργός Οικονομίας Μεχμέτ Σιμσέκ και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Σαντουλάχ Εργκίν.
Ιδεολογικά το κόμμα, λόγω και της πιθανής κατάληψης του δεξιού χώρου από τον Νταβούτογλου, το κόμμα του Μπαμπατζάν αναμένεται να κινηθεί προς το κέντρο. Ελπίζει να προσελκύσει κυρίως ψηφοφόρους της λεγόμενης μεσαίας τάξης που επιθυμούν την επαναπροσέγγιση με τη Δύση. Ο Νταβούτογλου, αντιθέτως, φαίνεται ότι θα επιχειρήσει να ψαρέψει από την θάλασσα των θρησκευόμενων συντηρητικών ψηφοφόρων. Αμφότερα τα κόμματα, πάντως, θα αντλήσουν ψήφους από τη δεξαμενή του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, γεγονός που θα κοστίσει στον Ερντογάν.
Αν και δεν έχουν πραγματοποιηθεί επίσημες δημοσκοπήσεις, τα τουρκικά Μίντια θεωρούν ότι ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών επιθυμεί τη δημιουργία ενός νέου κεντροδεξιού κόμματος. Κάποιες άτυπες μετρήσεις, μάλιστα, λένε ότι το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 50%. Σχεδόν ένας στους δύο Τούρκους δεν εγκρίνει την πολιτική του Ερντογάν και της κυβέρνησής του. Τον τελευταίο χρόνο η πτώση της δημοφιλίας του δημοσκοπικά φτάνει μέχρι και τις 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Άλλοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι το νέο πολιτικό εγχείρημα δεν θα έχει επιτυχία. Κατά τους ίδιους αναλυτές οι επίδοξοι πολιτικοί αρχηγοί υποτιμούν την αντοχή και τον μηχανισμό εξουσίας του Ερντογάν. Μπορεί να τον γνωρίζουν, αλλά τους γνωρίζει και εκείνος. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η απόφαση του Τούρκου προέδρου να αποπέμψει τον Νταβούτογλου από το κόμμα ήταν μεν μονόδρομος, αλλά και δείχνει την απόφασή του να σπρώξει τις εξελίξεις στα άκρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου