Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης προφανώς ενοχλήθηκαν από το ύφος, το στυλ, την εν γένει συμπεριφορά του, που ο «Γιάνης» με ένα νι πουλούσε ως αντισυμβατικά, αλλά όπως απέδειξε η φωτογράφιση στο Paris Match δεν ήταν παρά μέρος της καμπάνιας προβολής του πολύτιμου εαυτού του. Δηλαδή, δεν χρειάζεται πολύ μυαλό, ούτε κάποια «θεωρία παιγνίων» για να κατανοήσει κάποιος ότι το επιχείρημα «εσείς δεν ξέρετε Οικονομικά όπως εγώ, γι’ αυτό πιστέψτε με και κόψτε το χρέος κατά 100 δισ. και δεν θα βγείτε χαμένοι» είναι αναποτελεσματικό.
Δεν ξανάγινε τέτοια διαπραγμάτευση –ούτε καν σε τράπεζα για στεγαστικό δάνειο– και δεν πρόκειται να ξαναγίνει, εκτός εάν επανεμφανιστεί ο Μπόρις Τζόνσον στις Βρυξέλλες.
Εμείς οι Ελληνες έχουμε σοβαρότερους από στυλιστικούς λόγους να εκνευριζόμαστε με τον κ. Βαρουφάκη. Η καμπάνια προσωπικής προβολής του κόστισε πολλά στους φορολογουμένους.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, είναι άδικο να ρίξουμε όλο το φταίξιμο στον κ. Βαρουφάκη. Αδικο όχι για τον ίδιο, αλλά για τη χώρα, και αυτό διότι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι μπορεί να εκτονώνουν το θυμικό των λαών, δεν φωτίζουν όμως τις βαθύτερες αιτίες της εμφάνισης τέτοιων φαινομένων. Ο υπερόπτης καθηγητής δεν έπεσε από τον ουρανό, ούτε επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή από κάποια «ανώτερη δύναμη». Εκλέχτηκε το 2015 και μάλιστα με ρεκόρ ψήφων· 135.638 όταν ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος προτιμήθηκε από 29.434. Επιλέχθηκε από τον κ. Αλέξη Τσίπρα αντί π.χ. του κ. Γιάννη Δραγασάκη, που όλοι τότε πίστευαν ότι θα είναι ο επόμενος «τσάρος της οικονομίας». Κυρίως όμως επιλέχθηκε από ένα μιντιακό σύστημα που κανονικοποιεί τη γραφικότητα, διά της συχνότητας εμφάνισης ανθρώπων που δεν έχουν τίποτε να πουν, αλλά το λένε με εντυπωσιακό τρόπο. Ο κ. Βαρουφάκης εμφανιζόταν σε κάποια πρωινάδικα της τηλεόρασης πιο πολλές φορές και από τον παρουσιαστή τους.
Το ιερό δισκοπότηρο της ελληνικής κοινωνίας μέχρι τον Ιούλιο του 2015 ήταν η «καλή διαπραγμάτευση». Κανείς δεν όριζε σε τι συνίσταται αυτή και ουδείς την ποσοτικοποίησε, υπό την έννοια ότι δεν βρέθηκε κάποιος να πει ότι τα λεφτά που πήραμε για να αποφύγουμε την άμεση χρεοκοπία ήταν πολλά ή λίγα. Απλώς, σε κάθε μέτρο που έπαιρναν οι κυβερνήσεις για το θηριώδες πρωτογενές έλλειμμα των 24 δισ. ετησίως υπήρχε ο αφορισμός «δεν έγινε καλή διαπραγμάτευση».
Η «καλή», δηλαδή η «σκληρή», διαπραγμάτευση είχε γίνει το φετίχ του δημοσίου διαλόγου.
Ο ανταποκριτής των Financial Times Πίτερ Σπίγκελ συνόψισε θαυμάσια το πρόβλημα της Ελλάδας στα επτά χρόνια των μνημονίων: «Στην Ελλάδα χτίστηκε ένας μύθος που έλεγε πως αρκούσε να έχουμε μια καλύτερη κυβέρνηση που θα μπορούσε να διαπραγματευθεί πιο σκληρά με το ΔΝΤ ή τους Ευρωπαίους και τα πράγματα θα ήταν καλύτερα...
Νομίζω ότι ο Σαμαράς παραπλανήθηκε επίσης. Ολόκληρη η καμπάνια του το 2010 ήταν “θα σχίσω τα μνημόνια” και σχεδόν μέσα σε ένα βράδυ έγινε ο καλύτερος υπερασπιστής του μνημονίου. Εμαθε ότι δεν υπάρχει τρόπος αντίδρασης. Και πιστεύω ότι και ο Τσίπρας ασπάστηκε τον ίδιο μύθο, δηλαδή ότι “αν είμαι πιο σκληρός και αν δείξω στους Ευρωπαίους ότι έχω τον ελληνικό λαό από πίσω μου” θα μπορούσε να αλλάξει κάτι. Ο Βενιζέλος κατάλαβε το λάθος, βασικά, μέσα σε 24 ώρες. Ο Σαμαράς το κατάλαβε σε μία ή δύο εβδομάδες. Ο Τσίπρας χρειάστηκε έξι μήνες...» («Ιστορίες», ΣΚΑΪ, 7.6.2016).
Ο «ανήλικος στην αίθουσα» δεν έπεσε από τον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου